Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

«Οἱ τροχονόμοι»

«Αἷμα στήν ἄσφαλτο»

ΦΑΙΔΡΟΣ ΜΠΑΡΛΑΣ (1925 - 1975)


«Οἱ τροχονόμοι»

Ἦτον Κυριακή, καί πρωί, καί λιακάδα. Ὡς εἴθισται νά συμβαίνῃ, ὅταν συντρέχουν οἱ τρεῖς αὐτοί λόγοι, ἐπέβη τοῦ αὐτοκινήτου του καί ἐξεκίνησε διά τάς ἐξοχάς. Ἀλλ’ ἡ κίνησις ἦτον πολλή. Ὀχήματα παντός εἴδους συνωστίζοντο εἰς τήν μεγάλην δημοσίαν ὁδόν μέ τά ἕξ καταστρώματα. Μή ἐμπιστευόμενοι τούς σηματοδότας ἐπιβλητικοί τροχονόμοι μέ κράνη στιλπνά, εἶχον σταθεῖ εἰς ἑκάστην διασταύρωσιν καί ἐρρύθμιζον πλέον αὐτοί τήν κυκλοφορίαν. Διά νά διευκολύνουν τήν κίνησιν, πρός τό κοινόν καλόν ἐνεργοῦντες, διέτασσον ἄλλα τῶν ὀχημάτων νά στραφοῦν πρός βορρᾶν, ἄλλα πρός νότον, ἄλλα πρός ἀνατολάς καί ἄλλα πρός δυσμάς. Σημασία δέν εἶχε πού ἐπορεύετο, πού εἶχε κατά νοῦν νά μεταβῇ ὁ ὁδηγός. Ἡ θέλησις τοῦ τροχονόμου, τό μέγα ἀγαθόν τῆς διευκολύνσεως τῆς κυκλοφορίας, ἐτίθεντο ὑπεράνω τῶν ἀτομικῶν προτιμήσεων. Τό σῆμα τοῦ τροχονόμου –μία κίνησις τῆς χειρός αὐστηρά, τελεσίδικος, μή ἐπιδεχομένη ἀμφισβήτησιν ἤ ἀντίρρησιν – ὑποχρέωνεν εἰς ἀλλαγήν πορείας τούς ὁδηγούς, ἀνέτρεπε σχέδια καταστρωθέντα ἐπιμελῶς, ἐματαίωνε συναντήσεις συμφωνηθείσας πρό πολλοῦ. Πᾶσα σκέψις νά καθικετεύσῃ τινάς τόν τροχονόμον νά μεταβάλῃ ἀπόφασιν, νά τοῦ ἐπιτρέψῃ νά πορευθῇ πρός ἥ κατεύθυνσιν ἐπεθύμει, ἦτο ὅλως ματαία. Καί ὁ στιγμιαῖος ἀκόμη δισταγμός τοῦ ὁδηγοῦ ἦτο ἱκανός νά κινήσει τήν ὀργήν τοῦ ὀργάνου. Διά βιαίων κινήσεων, αἱ ὁποῖαι ἐδήλουν ἄκραν ἀδημονίαν καί ἐξέφραζον ἀόριστον μέν ἀλλά βαρεῖαν ἐν ταυτῷ ἀπειλήν, οἱ τροχονόμοι ὑπεδείκνυον εἰς τούς ὁδηγούς ὅτι ὤφειλον νά ἐκτελοῦν τάς ἐντολάς αὐθωρεί, διά νά μή καθυστερῇ ἡ κυκλοφορία. Ἡ πειθαρχία, ἄλλωστε, ἦτο κανών εἰς τήν πόλιν αὐτήν. Κατά μῆκος τῶν διαφόρων ὁδῶν, πινακίδες τοποθετημέναι εἰς τό κατάλληλον ὕψος ὥστε νά τίς ἔχει πρό ὀφθαλμῶν ὁ καθήμενος ἐντός του ὀχήματος ὁδηγός, ἀνέγραφον « Πειθαρχεῖτε εἰς τούς τροχονόμους». Ἄλλαι πινακίδες, τοποθετημέναι ὑψηλότερον, εἰς τό ὕψος ὀρθίου ἀνδρός μέσου ἀναστήματος ἐπέτασσον : « Πειθαρχεῖτε εἰς τούς νόμους». Ἄλλαι πάλιν, ἱστάμεναι χαμηλότερον, εἰς τό ὕψος τό ἀναλογοῦν εἰς ἀνάστημα μείρακος, διέτασσον: « Πειθαρχεῖτε εἰς τούς παιδονόμους ». Καί εἰς τό κέντρον τῆς πόλεως, εἰς τόν ὑψηλότερον ὄροφον τοῦ ὑψηλοτέρου κτιρίου της, θεατή πανταχόθεν καί φωτιζομένη κατά τήν νύκτα, εὐρίσκετο πινακίς ἀναγράφουσα: « Πειθαρχεῖτε εἰς τόν θεόν». Πειθαρχῶν ὁ ὁδηγός, περί οὗ ἡ ἀφήγησις, ἐξετέλει ὅτι οἱ τροχονόμοι τοῦ ὑπεδείκνυον. Ἑκάστη ἐντολή, ἕκαστον σῆμα τῶν τροχονόμων, τόν ἀπεμάκρυνον καί περισσότερον τῆς ἀρχικῆς του πορείας. Οὔτε σκέψις ἐγένετο πλέον νά μεταβῇ εἰς τάς ἐξοχάς. Βεβαίως, ἐφθόνει ἐνδομύχως τούς ὁδηγούς τούς ὁποίους εὐμενής σύμπτωσις ἐντολῶν εἶχε κατευθύνει πρός τά ἐκεῖ. Ἀλλά παρηγορεῖτο, μέχρι τινός, συλλογιζόμενος, ὅτι πολλοί ἀσφαλῶς ἐξ αὐτῶν, δέν ἐπεθύμουν μετάβασιν εἰς τάς ἐξοχάς, ἀντιθέτως δέ: εἶχον ἐπείγουσαν ἀπασχόλησιν εἰς τήν πόλιν. Μετ' ὀλίγον, δέν ἐγνώριζε πιά ποῦ εὑρίσκετο. Ἡ περιοχή, τήν ὁποίαν μετ’ἐκτέλεσιν ἐντολῶν ἀλλεπαλλήλων διέσχιζε, ἦτο ἐξ’ ἐκείνων τάς ὁποίας οὐδέποτε εἶχεν ἐπισκεφθῆ. Ἡ κίνησις, ἐξ’ ἄλλου, εἶχεν αἰσθητῶς ἀραιώσει. Παρά τοῦτο, οἱ τροχονόμοι, εὐθυτενεῖς εἰς τήν θέσιν των, συνεπεῖς εἰς τό χρέος, ἐξηκολούθουν νά τήν ρυθμίζουν. Φιλοδοξία των – συνεπέρανεν ὁ ὁδηγός –ἦτον νά ἐπιφέρουν τήν πλήρην ἀποσυμφόρησιν. Ἐφ ᾧ καί ὅταν συνέβαινε νά εὑρεθοῦν τρία, ἐπί παραδείγματι , ὀχήματα βαίνοντα τό ἕν κατόπιν τοῦ ἄλλου, ὁ τροχονόμος ὑπεχρέωνε τό πρῶτον νά ἀκολουθήσῃ στροφήν δεξιά, τό δεύτερον ν’ ἀκολουθήσῃ στροφήν ἀριστερά, καί τό τρίτον νά συνεχίσῃ πορευόμενον τήν εὐθεῖαν. Ἐννοεῖται, συχνά συνέβαινεν, εἰς ἑπομένην διασταύρωσιν, τό προσφυῶς ἀπομονωθέν τροχοφόρον νά εὑρεθῇ πάλιν συμπορευόμενον μετ’ ἄλλου, ἐρχομένου ἐκ διαφόρου κατευθύνσεως καί εἰς ἐκτέλεσιν ἐντολῆς ἄλλου ὀργάνου. Ἀλλ’ οἱ τροχονόμοι καί αὖθις παρενέβαινον, διαχωρίζοντες τά πρός στιγμήν προσεγγίσαντα. Μετά πάροδον ἱκανοῦ πλέον χρόνου, ὁ ὁδηγός, ὁ ὁποῖος ἐσκόπει ἀρχικῶς νά μεταβῇ εἰς τάς ἐξοχάς, εὐρέθη ἐν τέλει μόνος, μόνος ὁλοσχερῶς, ἐπί εὐθυτάτης ὁδοῦ, τήν ὁποία οὐδεμία κάθετος διεσταύρωνε. Τροχονόμοι ὑπῆρχον ἀκόμη, εἰς τακτάς ἀποστάσεις, ἀλλά δέν ἔδιδον ἐντολάς. Ἵσταντο ἤρεμοι, ἀπαθεῖς –μερικοί μάλιστα ἐμειδίων φιλικῶς πρός τόν ὁδηγόν. Ἐκεῖνος ἀνταπέδιδε τό μειδίαμα των. Ἡ ἔκφρασίς του ἀπεκάλυπτε τόν θαυμασμόν, τόν ὁποῖον ἠσθάνετο διά τό ἔργον των. « Εὖγε των!» διελογίζετο. « Ἐπέτυχον πληρέστατα τοῦ σκοποῦ των: ἐπέφερον τήν τελείαν ἀποσυμφόρησιν!...» Αἴφνης τό μειδίαμα ἐπάγωσεν εἰς τά χείλη του. Τρόμος κατέλαβε τήν ψυχή του. Ἀποτόμως, ἀντελήφθη πού τόν ἐπήγαιναν. Ἀνεγνώρισε ποία ἦτο ἡ εὐθυτάτη ὁδός, εἰς τήν ὁποίαν διά τῶν σημάτων των τόν ἐξώθησαν… Ἄπελπις ἐπεχείρησε νά κάμῃ στροφήν ἐπί τόπου, νά στραφῇ πρός τήν ἀντίθετον κατεύθυνσιν τῆς ὁδοῦ. Ἀλλά τέσσαρες τροχονόμοι πελώριοι, μέ τά κράνη των ἀπαστράπτοντα εἰς τό κατακόρυφον ἤδη φῶς τῆς λαμπρᾶς μεσημβρίας, μέ τάς ράβδους των τεταμένας, ἀνεδύθησαν εἰς τάς παρυφάς τῆς ὁδοῦ, στεντορείως κραυγάζοντες: - Ἀπαγορεύεται!...Εἶναι μ ο ν ό δ ρ ο μ ο ς!... Ἡ στροφή ἐπί τόπου ἀπαγορεύεται!... Ὁ ὁδηγός τά ἐσάστισε. «Συγγνώμην» ἐψέλλισε. « Δέν τό ἔγραφε –δέν τό ἐγνώριζα…» Ἀνελογίσθη, μέ δέος, ὅτι ὀλίγον ἔλειψε νά ὑποπέσῃ εἰς παράβασιν βαρυτάτην. Συνελθών, ἐπανέφερε τό αὐτοκίνητόν του εἰς τήν εὐθείαν…Καί ὤδευσε, πειθηνίως, νομοταγής, ε ἰ ς τ ὁ ν θ ά ν α τ ο ν!..




«Αἷμα στήν ἄσφαλτο»

Αὐτό συνέβη εἰς τά Χαφτεῖα, ἐκεῖ ὅπου διασταυρώνονται αἱ ὁδοί Πανεπιστημίου καί Πατησίων, καί συγκεντρωμένοι στά ἑκατέρωθεν πεζοδρόμια διαβάτες περιμένουν τήν συγκατάθεση τοῦ ἀστυφύλακος γιά νά περάσουν ἀπέναντι. Ἦταν, λοιπόν, μεσημέρι καί, ὅπως συνήθως, κόσμος πολύς ἐπερίμενε, κι ἀπό τίς δυό μεριές –μ’ ἕναν ἀστυφύλακα ἐπικεφαλῆς ἡ κάθε παράταξις, πού τό κράνος του ἐγιάλιζε στόν ἥλιο. Αἴφνης, οἱ ἀστυφύλακες ἔδωσαν τό σύνθημα, καί οἱ δυό παρατάξεις ἐξεκίνησαν, βαδίζοντας κατά μέτωπον… Τό σύνηθες σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις εἶναι, οἱ δυό παρατάξεις νά διασταυρώνονται στό μέσον τοῦ δρόμου, νά προσπερνῶνται ἀδιάφορες καί, μετά ἀπό τό στιγμιαῖο ἐκεῖνο ἀνακάτεμα, νά ξεχωρίζουν καί πάλιν, προχωρῶντας ἡ κάθε μιά, πρός τό πεζοδρόμιο τοῦ προορισμοῦ της. Τό μεσημέρι ὅμως ἐκεῖνο τά πράγματα συνέβησαν διαφορετικά: Ὅλοι οἱ ἐρχόμενοι ἀπό τό ἕνα πεζοδρόμιο συνέπεσε νά ἔχουν στενούς γνωρίμους μεταξύ ἐκείνων πού ἐρχόντουσαν ἀπό τό ἀντίθετο. Καί ὄχι πολλούς στενούς γνωρίμους -ὄχι. Καθένας τοῦ ἑνός πεζοδρομίου ἐγνώριζε καί ἀπό ἕναν τοῦ ἀντιθέτου. Καί δέν τόν ἐγνώριζεν ἁπλῶς, ὅπως συμβαίνει τόσους καί τόσους νά γνωρίζομε, ὁ γνώριμος αὐτός ἤταν ἕνα πρόσωπο πολύ φιλικό, συνδεδεμένο με χίλιες ἀκριβές ἀναμνήσεις τοῦ παρελθόντος. Ἕνα πρόσωπο, ἀκόμη, πού εἶχε καιρό ὁ ἀπέναντι γνώριμος νά τό δεῖ, πού νόμιζε πῶς εἴχε χαθεῖ, καί τώρα με ἀνεκλάλητη χαρά τό ξανασυναντοῦσε. Πλησιάζοντας, λοιπόν, πρός τό μέσον τοῦ δρόμου, έκεῖ πού διέρχονται οἱ γραμμές ταῦ τράμ, οἱ δύο παρατάξεις ἄρχισαν νά ἀναγνωρίζονται. Κραυγές ἀγαλλιάσεως ἀκούστηκαν πρῶτα, ἔπειτα ὁ γενικός ρυθμός τοῦ βηματισμοῦ ἐπιταχύνθηκε καί, τέλος, ὅλοι ὅρμησαν πρός ὅλους μέ τά χέρια προτεταμένα… Κανείς δέν λογάριαζε πιά νά περάσει στό ἀπέναντι πεζοδρόμιο. Ὅλοι εἶχαν μείνει ἐκεῖ, καταμεσίς τῆς ὁδοῦ Πανεπιστημίου, γελῶντας, συζητῶντας με θόρυβο, σφίγγοντας πάνω - κάτω τά χέρια, ένῶ οἱ ἀστυφύλακες ἐκοίταζαν ἄναυδοι, άλλά κατά βάθος, συγκινημένοι καί αὐτοί. Ἔξαφνα, παρατηρήθηκε κάτι τό ἀνώμαλο. Ἕνας περίσσευε. Ναί, ὑπῆρχε ἕνας, πού κανέναν δέν γνώριζε, κανείς δέν τόν γνώριζε καί κανέναν δέν χαιρετοῦσε. Κι ὁ ἕνας αὐτός δέν ἔλεγε νά περάσει ἀντίκρυ, ὅπως ἦταν ἡ ἀρχική πρόθεσή του, ἀλλ’ εἶχε μείνει -ὁλοφάνερα χωρίς λόγο – κι αὐτός στήν μέση τοῦ δρόμου, κοιτάζοντας ἀλαλιασμένος τούς ἄλλους. Ἡ παρουσία του ἔγινε, στήν ἀρχή, αἰσθητή μόνο στούς πιό κοντινούς – πού ἄρχισαν νά τόν κοιτάζουν κάπως ὕποπτα. Ἔπειτα, ἡ αἴσθηση αὐτή τῆς ἀνωμαλίας σκόρπισε καί μακρύτερα – καί σέ λίγο, ὅλο τό πλῆθος ἐκεῖνο εἶχε στρέψει ἐνοχλημένο τά βλέματα πρός τό μέρος του, καί τόν παρατηροῦσε μέ διαθέσεις πού γίνονταν ὅλο καί πιό ἐχθρικές. Κανείς ἐν τῷ μεταξύ, δέν εἶχε πάψει νά κρατάει σφιχτά τό χέρι τοῦ γνωρίμου του. Διατηροῦσαν τήν χειραψία ἐπίτηδες, ἐπιδεικτικά, γιά νά ὑπογραμμίσουν ἐντονότερα στόν ἄγνωστο τό ἄκαιρο τῆς παρουσίας του κοντά τους. Ἐκεῖνος ἔμοιαζε πλέον νά ἔχει πανικοβληθεῖ. Εἶχε παραλύσει στό σημεῖο πού βρισκόταν, καί δέν ἔλεγε νά κουνήσει οὔτε μπρός οὔτε πίσω. Ἡ τρομερή μοναξιά, πού δέν τήν περίμενε, δέν τήν ὑπελόγιζε -ἐκεῖ, ξαφνικά, μεσημέρι, εἰς τά Χαφτεῖα…-, τόν ἔκανε νά ὑποφέρει ἀφάνταστα. Αἰσθανόταν τρομαχτικά ἔρημος καί ἐγκαταλελειμένος, ἄνθρωπος σέ ξένο σύμπαν, χωρίς γονεῖς, χωρίς φίλους ἤ συγγενεῖς, χωρίς γυναῖκα ἤ ἐρωμένη, χωρίς κανέναν δικό του στόν κόσμο. Τό μυαλό του εἶχε ἀκινητήσει, καί σχημάτιζε κάθε τόσο ἕναν ἀριθμό. Ἕναν ἀριθμό πού ἐκπροσωποῦσε αὐτόν τόν ἴδιο, ἕναν –πάντοτε – περιττό ἀριθμό. Εἶμαι –σκεπτόταν -ὁ 21, ὁ 27, ὁ 35, ὁ 41… Ἡ κατάστασις ὅμως ἀδιάκοπα χειροτέρευε. Τά ζεύγη τόν ἐπλησίαζαν καί, σιγά σιγά, ἕνας κύκλος σχηματίσθηκε γύρω του. Οἱ ματιές ἦσαν ἄγριες, θανάσιμα ἐχθρικές. Οἱ ἀστυφύλακες ἄρχισαν καί αὐτοί νά ὀργίζονται. Εἶχαν ἐγκαταλείψει τό πόστο τους καί βάδιζαν πρός τό μέρος του –φανερό, πώς ἐπρόκειτο νά τόν συλλάβουν… Ἔξαφνα ὁ ἄνθρωπος ἔμπηξε μιά κραυγή ἀγωνίας καί τρόμου, πού ἀντήχησε ἐκκωφαντικά κάτω ἀπό τόν ἥλιο τοῦ μεσημεριοῦ -καί ἄρχισε νά τρέχει. - Πιάστε τον! πιάστε τον ! ἀκούστηκαν μερικές θυμωμένες φωνές. Οἱ ἀστυφύλακες καί ὁ κόσμος τόν κυνήγησαν. Ἐκεῖνος ἔτρεχε με φρενίτιδα. Ὁ φόβος ἔδινε φτερά στά πόδια του.Ὅρμησε πρός τήν πλατεῖα τῆς Ὁμονοίας… Πίσω του τό πλῆθος ὀρυόταν: - Πιάστε τον ! πιάστε τον! Μερικοί, πού ἐρχόντουσαν ἀπό τήν ὁδό Πειραιῶς, ἤ τήν ὁδό Ἁγίου Κωνσταντίνου, κινήθηκαν νά τόν ἀνακόψουν. Τούς χτύπησε, τούς ἀνέτρεψε, ξέφυγε. Κι ἐξακολούθησε νά τρέχει. -Πιάστε τον! πιάστε τον!... Ἡ κραυγή ἔβγαινε πιά ἀπό χίλια στόματα. Οἱ ἀστυφύλακες τόν εἶχαν πλησιάσει. Ἔκανε νά στρίψει, νά χωθεῖ στά σοκάκια. Δέν πρόφτασε! Ἕνας πυροβολισμός ἀκούστηκε, ξερός μέσα στήν διάπυρη άτμόσφαιρα. Ὁ ἄνθρωπος σωριάστηκε χάμω. Πανδαιμόνιο χαρᾶς ὑποδέχτηκε τήν πτώση του. -Ἔπρεπε ! ἔπρεπε ! ..φωνάξανε. Κάποιος, πού δέν εἶχε άντιληφθεῖ τά ὅσα εἶχαν συμβεῖ, ρώτησε τούς πλαινούς του. -Μά …τι ἔκανε λοιπόν αὐτός ὁ ἄνθρωπος; Δέν τοῦ ἀποκρίθηκαν. Ἕνα αὐτοκίνητο τῶν Πρώτων Βοηθειῶν φρενάρισε ἀπότομα, σηκώνοντας σύννεφο τήν σκόνη. Τόν φόρτωσε μέσα καί χάθηκε πρός τήν ὁδό 3ης Σεπτεμβρίου.
Μονάχα λίγες κηλίδες αἷμα εἶχαν ἀπομείνει στήν ἄσφαλτο.



Μια ευγενική προσφορά, του αγαπητού φίλου Σωτήρη Αμάραντου. Τον ευχαριστώ θερμά και ιδιαιτέρως!
Ελένη Ξένου



Φαίδρος Μπαρλάς, ποιήματα:



Ρένος Αποστολίδης - Φαίδρος Μπαρλάς







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου