Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

 

Γιώργος Κοντογιώργης - Ο Ρήγας Φεραίος - 23 Μαρ 09

Ομιλία του τακτικού καθηγητή και πρώην Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργου Κοντογιώργη με θέμα "Ο Ρήγας Φεραίος και το πολιτειακό πρόταγμα των Ελλήνων της Τουρκοκρατίας", που δόθηκε στα πλαίσια επετειακού αφιερώματος των εκπαιδευτηρίων "Ελληνογερμανική Αγωγή" για την 25η Μαρτίου.

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας, Ελένη Ξένου.

https://youtu.be/I5inr9_4Tok


Γιώργος Κοντογιώργης:

Επέλεξα να σας μιλήσω για κάτι που, δεν έχει να κάνει με την επανάσταση αυτή καθαυτή, αλλά με το τι ήθελαν οι Έλληνες και πώς ήθελαν να ανασυγκροτηθούν αποτινάσσοντας τον οθωμανικό ζυγό. Πώς δηλαδή σκεφτόντουσαν αυτό που θα αποτελούσε το μέλλον υπό μια ελεύθερη πολιτεία. Αυτό μας εισάγει απευθείας στον προβληματισμό των Ελλήνων πριν από την Επανάσταση, και σε ό,τι αφορά την κοινωνία και την πολιτική. Μας φέρνει όμως αντιμέτωπους και με αυτά που συντελούνταν στη Δύση, στην Δυτική Ευρώπη, κυρίως την ίδια αυτή περίοδο. Που σημαίνει βασικά την περίοδο των μεγάλων γεγονότων της Ευρώπης, δηλαδή του διαφωτισμού και της Γαλλική Επανάστασης τον 18ο αιώνα. Αυτή η σύγκριση μπορεί να μας δώσει πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα διότι είναι μια σύγκριση που μας επιτρέπει να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Τι ήμασταν δηλαδή εμείς σε σχέση με την Ευρώπη αυτή την εποχή.

Πρέπει να σας πω ευθύς εξ αρχής, ότι, υπάρχουν δύο ερμηνείες για τον Ελληνισμό και για το τι ήθελε να δημιουργήσει για τον εαυτό του για το μέλλον. Η μια, η παραδοσιακή, που θεωρεί ότι υπάρχει μια αδιάπτωτη συνέχεια του Ελληνισμού, που την τοποθετούν χονδρικά την περίοδο προς το τέλος μετά το 1204, δηλαδή προς το τέλος του Βυζαντίου και, μια άλλη αντίληψη η οποία θεωρεί ότι δεν υπάρχει καμιά συνέχεια και ότι ο ελληνισμός συγκροτήθηκε ως αποτέλεσμα της αναγεννησιακής διαδικασίας του διαφωτισμού, της Γαλλικής Επανάστασης, δηλαδή των συμβάντων στη δυτική Ευρώπη. Από την πλευρά μου θα ισχυριστώ ότι, ούτε η μια αλλά ούτε η άλλη άποψη εκφράζουν την πραγματικότητα. Και δεν εκφράζουν την πραγματικότητα διότι αυτό που είναι ο δυτικοευρωπαϊκός κόσμος την ίδια αυτή περίοδο κι αυτό που είναι ο Ελληνισμός, αντιπροσωπεύουν δυο διαφορετικούς κόσμους που έχουν διαφορετική προέλευση και που αυτή η διαφορετική προέλευση σηματοδοτεί και τις διαφορές τους ως προς αυτό που αντιλαμβάνονται ως πολιτεία, ως κράτος, ως οργάνωση κοινωνική οικονομική και πολιτική, για μια κοινωνία.

Τι συμβαίνει λοιπόν στη δυτική Ευρώπη αυτήν την περίοδο; Ξέρουμε λίγο-πολύ ότι, ο δυτικοευρωπαϊκός κόσμος ξεκινάει μια πορεία για να φύγει από την φεουδαρχία και να ανασυγκροτηθεί με τους όρους της ελευθερίας. Δηλαδή, αντί να είμαστε υποκείμενα και ιδιοκτησία κάποιου φεουδάρχη -λένε οι κοινωνίες της δυτικής Ευρώπης- να γίνουμε κοινωνίες που ο καθένας θα συγκροτεί τις κοινωνίες αυτές, τα μέλη τους δηλαδή να είναι ελεύθεροι άνθρωποι. Όπως είμαστε σήμερα. Ελεύθεροι άνθρωποι στην προσωπική μας ζωή, στις επιλογές μας για την ζωή και για την πορεία μας στο χρόνο. Ατομική και συλλογική. Στον ελληνικό κόσμο συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι κοινωνίες είναι συγκροτημένες ως ελεύθερες κοινωνίες. Δεν ζουν το καθεστώς της φεουδαρχίας. Και μάλιστα διαπιστώνουμε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία ερμηνεύουν τη δυτική εξέλιξη. Τη δυτικοευρωπαϊκή εξέλιξη. Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτά; Ότι, ο ελληνικός κόσμος στην περίοδο της τουρκοκρατίας, υπό καθεστώς επομένως εθνικής κατοχής, θεωρεί ότι έχει θεμελιώδεις κοινωνίες μέσα στις οποίες ζει αναπτύσσεται και θεωρεί ότι είναι η πατρίδα/τα κοινά. Αυτά που στη συνέχεια -κακώς- αποκλήθηκαν «κοινότητες». Δεν είναι το οθωμανικό κράτος η πατρίδα. Πατρίδα του καθενός είναι η πόλις-κράτος δηλαδή το κοινό. Και μάλιστα, παρουσιάζουν αυτά τα κοινά με τέτοια ομοιότητα ως προς το κοινωνικό και πολιτικό τους σύστημα, με τις κοινωνίες των πόλεων-κρατών της αρχαιότητας, που μας κάνει να διερωτόμαστε εάν τα ανακάλυψαν ξαφνικά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ή μήπως τα συναντάμε σε διάρκεια κι αυτό ακριβώς συγκροτεί και τη συνέχεια του ελληνισμού. Εξαιτίας του γεγονότος δηλαδή ότι δεν άλλαξε ο χαρακτήρας των κοινωνιών του ελληνισμού και ήταν κοινωνίες με ελευθερία. Που σημαίνει από την άλλη μεριά και κοινωνίες που αναπτύσσουν δραστηριότητες που υποστηρίζουν την ελευθερία. Όπως το εμπόριο, όπως η μεταποίηση, όπως η γνώση και τα γράμματα που είναι αναγκαία για το εμπόριο κι ένα αντίστοιχο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα. Όπου υπάρχουν δημοκρατικά κοινά/κοινότητες έχουν με όρους ταυτολογίας το σύστημα που συναντάμε στην Αθήνα της εποχή του Περικλή. Τις ίδιες αρχές. Το ίδιο, όπου συναντάμε ολιγαρχίες. Όπως ακριβώς την εποχή που δεν είχαμε ένα κοινωνικό και πολιτικό σύστημα (άλλο ήταν η Σπάρτη, άλλο η Αθήνα, άλλο η Θήβα και ούτω καθεξής) έτσι και στην περίοδο της τουρκοκρατίας έχουμε αυτή τη διαφοροποίηση. Επομένως, είναι διαφορετικό το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα που επιδιώκει κάποιος που εξέρχεται από τη φεουδαρχία από κάποιον που ζει το πολιτειακό και κοινωνικό γεγονός με ελευθερία. Γι' αυτό και βλέπουμε λοιπόν, τις διαφορές οι οποίες υπάρχουν την περίοδο αυτή μεταξύ των Ελλήνων και μεταξύ των Δυτικοευρωπαίων, τόσο σε επίπεδο στοχασμού όσο και σε επίπεδο κοινής οργάνωσης των πραγμάτων.

Πού συναντιόνται όμως οι δύο αυτοί κόσμοι; Στο επίπεδο της ελληνικής γραμματολογίας. Τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα διαβάζουν και οι μεν, τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα διαβάζουν και οι δε. Η διαφορά είναι ότι οι μεν Δυτικοί τον διαβάζουν προκειμένου να εμπνευστούν για την κοινωνία του μέλλοντος, -είτε είναι συντηρητικοί, είτε ριζοσπάστες όπως οι Ιακωβίνοι. Επιλέγουν όμως ένα σύνταγμα -ακόμα και οι ριζοσπάστες- που δεν είναι δημοκρατικό αλλά είναι το πολίτευμα του Σόλωνα. Να πούμε ότι ο Σόλωνας για πρώτη φορά καθιερώνει την καθολική ψηφοφορία των αντρών και εγκαθιδρύει ένα πολιτικό σύστημα το οποίο είναι ημι-αντιπροσωπευτικό. Του επιτρέπει να έχει πλήρη αυτονομία, δηλαδή να κατέβει ολόκληρη η κοινωνία της Αθήνας στην πλατεία ή όπως ολόκληρη η ελληνική κοινωνία στην πλατεία Συντάγματος σήμερα, που μπορεί ο πρωθυπουργός να πει όπως μπορούσε και ο Σόλωνας τότε να πει, ότι ο ίδιος θεωρεί πως είναι άλλο το συμφέρον του κράτους/της πόλεως/του έθνους κι επομένως, ακολουθεί τη δική του πολιτική. Είναι υποχρεωμένος όμως επειδή εκλέγεται να λαμβάνει και υπόψιν κάποιες παραμέτρους. Αυτό είναι το σύστημα στην ακραία μορφή, στην πιο ριζοσπαστική, που υιοθετούν οι ριζοσπάστες της Γαλλικής Επανάστασης και του διαφωτισμού. Ο βασικός τους προβληματισμός είναι πώς θα βγουν από τη φεουδαρχία. Πώς θα φτιάξουν αρχικά ένα σύστημα το οποίο θα κάνει πιο ήπια την απόλυτη μοναρχία που κυριαρχεί εκείνη την εποχή και γι' αυτό βλέπουμε τον Μοντεσκιέ, παραδείγματος χάρη, που εισάγει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, την οποία έχουμε αποθεώσει σήμερα θεωρώντας ότι είναι η αρχή της δημοκρατίας. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, λέει, να μην κατέχει ο μονάρχης όλες τις αρμοδιότητες αλλά να τις μοιράσουμε μέσα στο κράτος. Δε λέει όμως να μεταβάλλουμε τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Αυτή τη θέλουμε ίδια. Η κοινωνία να είναι εκτός συστήματος, ένας ιδιώτης και το πολιτικό σύστημα να κατέχεται από το κράτος. Και οι πιο προοδευτικοί οι οποίοι εισάγουν/επεξεργάζονται εκείνη την εποχή και, στην πραγματικότητα θα εγκαθιδρυθεί μόλις στο τέλος του 20ου αιώνα, το σύστημα του κράτους-έθνους. Ένα πολιτικό σύστημα, δηλαδή μια προ-αντιπροσωπευτική χροιά, όπως είναι το σημερινό πολιτικό σύστημα.

...

Μόνο μετά τον ψυχρό πόλεμο αυτό έχει γίνει αδιαμφισβήτητο στην εποχή μας. Το ίδιο συμβαίνει και στον τρόπο που αντιλαμβάνονται το έθνος. Που σημαίνει τη συνείδηση του ότι ανήκουμε σε μια κοινωνία και θέλουμε πολιτικά να συγκροτηθούμε. Στην περίοδο αυτή στη δυτική Ευρώπη αλλά και στην εποχή μας, κυριαρχεί επίσης η αντίληψη ότι, το έθνος δεν είναι μια συνειδητή οργανική κατάσταση μιας ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά ότι είναι μια κατασκευή/επινόηση του κράτους προκειμένου να αποσπάσει την κοινωνία από την πρόσδεσή της στο μονάρχη και να προσδεθεί στο κράτος. Να υποστηρίζει δηλαδή το κράτος να τον νομιμοποιεί. Αυτό περιέχει μια πονηριά. Η οποία πονηριά έγκειται στο ότι, μας δηλώνει ότι η κοινωνία δεν μπορεί να έχει δική της ταυτότητα, αλλά ότι υπάρχει ως έθνος επειδή έρχεται να υπηρετήσει το συγκεκριμένο κράτος. Στην πραγματικότητα το πολιτικό σύστημα του κράτους αυτού που είναι το σύστημα της πολιτικής κυριαρχίας, κατέχει το σύνολο της πολιτικής αρμοδιότητας και άρα, το κράτος αυτό ορίζει τι είναι εθνικό και τι δεν είναι. Αποφασίζει δηλαδή για το συμφέρον μας και τη συνείδησή μας. Εκείνο που δεν αποδέχεται λοιπόν η αντίληψη ότι έθνος είναι το να ανήκουμε σε ένα κράτος, είναι να αναλάβουμε εμείς την αρμοδιότητα να προσδιορίσουμε τι είναι εθνικό συμφέρον και τι δεν είναι. Διότι μπορεί να βλέπουμε σήμερα τις πολιτικές δυνάμεις να διαγκωνίζονται μεταξύ τους, αλλά όταν τίθεται το ζήτημα της ουσίας του πολιτικού συστήματος και του τι θα υπηρετήσει, ποιον σκοπό θα υπηρετήσει –το βλέπουμε με τη σημερινή κρίση- τότε εκεί διακρίνουμε ότι ο βασικός αντίπαλος κι ο θεμελιώδης εχθρός είναι η κοινωνία. Η κοινωνία δηλαδή, δεν πρέπει να εισέλθει στο πολιτικό σύστημα και άρα να έχει αποφασιστικό λόγο στην πολιτική διαδικασία. Μπορεί να διαδηλώνει για να πιέσει, αλλά δεν μπορεί να διαδηλώνει για να αναλάβει η ίδια την αρμοδιότητα του εντολέα. Σήμερα την ιδιότητα του εντολέα σύμφωνα με την ιδέα του διαφωτισμού για το τι είναι δημοκρατία, την κατέχει το κράτος, όπως επίσης το κράτος κατέχει και την ιδιότητα του εντολοδόχου. Αυτό λοιπόν είναι το πρόβλημα. Τι μας λέει λοιπόν ο ελληνικός κόσμος την εποχή εκείνη και τι σκέφτεται; Σκέφτεται το πώς θα διώξει τον Οθωμανό κατακτητή και θα δημιουργήσει στη θέση του μια απόλυτη μοναρχία; -όπως έγινε με τους βαυαρούς παραδείγματος χάρη- ή μήπως σκέφτεται να δημιουργήσει ένα κράτος-έθνος όπως έγινε στη συνέχεια; Σαφώς όχι. Ούτε την ανασύσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας προτείνει, ούτε αυτές τις λύσεις τις οποίες επεξεργάζονται οι Δυτικοί στοχαστές και στη συνέχεια θέτουν σε εφαρμογή οι δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες. Εκείνο που κάνει και το αποκρυσταλλώνει με έναν παραδειγματικό τρόπο στο σύνταγμά του ο Ρήγας Φεραίος ο Βελεστινλής, είναι να προσπαθούν να συνδυάσουν τις κοινωνίες εν ελευθερία που είναι τα κοινά/οι κοινότητες, με ένα ελεύθερο κεντρικό πολιτειακό σύστημα το οποίο είναι το πρώτο και το τελευταίο στην Ιστορία της νεότερης ανθρωπότητας αλλά και της ανθρωπότητας όλης και θα συνδυάζει αυτό που συντελούνταν με αφετηρία τη δυτική Ευρώπη αυτή την εποχή. Δηλαδή την ελεύθερη κοινωνία με τη δημοκρατία. Αυτό σημαίνει άμεση δημοκρατία. (Να διευκρινίσω εδώ ότι, δεν υπάρχει άμεση και έμμεση δημοκρατία. Η δημοκρατία είναι σύστημα και ως σύστημα είναι πράγμα. Ή υπάρχει ή δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει ένα έμμεσο ξύλο, ένας έμμεσος άνθρωπος, έτσι δεν υπάρχει και ένα έμμεσο σύστημα. Ή είναι ή δεν είναι. Τα συστήματα όπως και τα πράγματα είναι ή δεν είναι κάτι. Δεν είναι λοιπόν η έμμεση δημοκρατία, δεν είναι καν αντιπροσωπευτικό σύστημα. Και βεβαίως, άλλο αντιπροσώπευση και άλλο δημοκρατία). Ο Ρήγας λοιπόν, αυτό που προτείνει είναι την δημοκρατία στα κοινά και στις περιφέρειες και συγχρόνως τη δημοκρατία στο σύνολο. Δηλαδή, στο κεντρικό πολιτικό σύστημα. Σε τι διαφέρει από αυτό που μετά τον Αλέξανδρο και μέχρι την άλωση του Βυζαντίου έχουμε στον ελληνικό κόσμο ως πολιτειακό σύστημα; Αυτό το είχαν αποκαλέσει κοσμόπολη. Κοσμόπολις ήταν ο συνδυασμός των πόλεων-κρατών που τώρα εντάσσονται σε ένα κοσμοκράτος, δηλαδή σε ένα κράτος που περιλαμβάνει τις πόλεις-κράτη και συγχρόνως έχει και ένα πολιτικό σύστημα το οποίο ρυθμίζει ό,τι περισσεύει από αυτές. Παραδείγματος χάρη, σήμερα, τη διεθνή οικονομία τη ρυθμίζουν οι μεγάλες δυνάμεις, με συνέργεια ή με επιβολή. Η κοσμόπολη έλεγε ότι, αντί τη δύναμη θα συγκροτήσουμε σχέση εξουσίας. Δηλαδή κανόνες οι οποίοι όπως και μέσα στο κράτος δεν θα επικυρώνονται ή δεν θα διαμορφώνονται από την δύναμη, αλλά θα διαμορφώνονται από ένα προαποφασισμένο κανονιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εντάσσεται και η δύναμη. Υπάρχει λοιπόν μια πολύ μεγάλη διαφορά διότι το ένα εισάγει τη δύναμη ως προϋπόθεση για τις ανθρώπινες σχέσεις, το άλλο εισάγει την ελευθερία και τον κανόνα τον οποίο γνωρίζουμε όλοι και τον οποίο εάν τον παραβούμε μας τιμωρούν. Αυτή λοιπόν είναι η διαφορά. Η κοσμόπολη όμως αυτή, στο τέλος όταν ολοκληρώθηκε, είχε ως κεντρικό πολιτικό σύστημα μια πόλη που λειτουργούσε ως πρωτεύουσα. Η Κωνσταντινούπολη ήταν η βασιλεύουσα Πόλη. Η μητρόπολη που συγκροτούσε το κεντρικό πολιτικό σύστημα. Ο Ρήγας λοιπόν, έρχεται και μας λέει, "δεν το θέλουμε πια αυτό. Θέλουμε το σύστημα των πόλεων διότι ο καθένας στη μικρή θεμελιώδη  του κοινωνία θα αυτοκυβερνιέται και θα καθορίζει τα δικά του, στη περιφέρειά του επίσης, αλλά, εκτός από αυτό θέλουμε και το σύνολο κράτος/η επικράτεια, να αυτοκυβερνιέται επίσης". Δηλαδή, να συμμετέχουν όλα τα μέλη της κοινωνίας -οι κοσμοπολίτες όπως τους λέγανε- (διότι η έννοια του «κοσμοπολίτη» δεν είναι αυτό που νοείται σήμερα ότι δηλαδή είμαστε ελεύθεροι και κυκλοφορούμε στον κόσμο και επομένως δεν έχουμε θεσμική ιδιότητα, αλλά «κοσμοπολίτης» ήταν ο πολίτης της κοσμόπολης/του κράτους που υπερείχε του Βυζαντίου παραδείγματος χάρη ή της Ρώμης λόγου χάρη, ήταν πολίτης της πόλης όπου ανήκε και πολίτης της κοσμόπολης, ο κοσμοπολίτης), αυτό λοιπόν το θέλει σήμερα ο Ρήγας να είναι στο σύνταγμά του ένα κεκτημένο όλων των μελών της κοινωνίας. Εγώ είμαι πολίτης του μικρού χωριού της πόλης μου, είμαι πολίτης της περιφέρειάς μου, που αυτοκυβερνιέμαι και δεν ορίζω αντιπροσώπους να με κυβερνούν αλλά, είμαι επίσης και πολίτης της σύνολης πολιτείας/του κράτους. Και αυτό ακριβώς είναι, αν θέλετε, το καινούριο παράδειγμα το οποίο βεβαίως παρακάμφθηκε από τις δυτικές κοινωνίες διότι δεν προσιδίαζε με την εποχή τους. Δεν μπαίνει κανείς στην δημοκρατία όταν απλώς απελευθερώνεται από τη φεουδαρχία. Επιδιώκει όχι αυτό που επαγγέλλεται η δημοκρατία  που είναι η ατομική η κοινωνική και η πολιτική ελευθερία, αλλά αυτό που επαγγέλλεται η πρώιμη εποχή της ελεύθερης κοινωνίας, δηλαδή απλώς την ατομική ελευθερία. Η απόσταση είναι τεράστια. Ο Ρήγας λοιπόν, αυτό έρχεται να μας υποδείξει ως προς το πολιτικό σύστημα. Το δεύτερο που έρχεται να μας υποδείξει ως προς σε αυτό που αποκαλούμε «έθνος» είναι, όπως θα το έλεγα, η πολυσημία του. Αναγνωρίζει δηλαδή ότι έθνος δεν είναι η ιδιότητα του να αναφέρομαι σε ένα ιστορικό παρελθόν και να ανήκω σε ένα κράτος το οποίο θα με αποδίδει αυθεντικά 100%. Το έθνος το συνδυάζει με την ελευθερία κι όχι με το ανήκειν. Αυτό σημαίνει ότι αντιλαμβάνεται το έθνος ως τον λαό στο σύνολό του, ο οποίος αν θέλει εσωτερικά να αυτοθεσμείται (που σημαίνει να φτιάχνει τη δική του πολιτεία μέσα στο συνολικό κράτος) μπορεί να το κάνει. Και, εάν θέλει να έχει τη δική του ταυτότητα μπορεί να την έχει και να την διαχειρίζεται ο ίδιος. Η ολότητα δηλαδή που ανήκει στην ταυτότητα αυτού. Και εάν θέλει επίσης να οργανώνεται πέραν αυτής και να δημιουργεί προεκτάσεις μεταφοράς της ιδιότητας του πολίτη από τη μια περιοχή στην άλλη, να μπορεί να το κάνει εσωτερικά. Αυτό είναι η ελληνική κληρονομιά της έννοιας της συλλογικής ταυτότητας. Που λέει ότι, την ταυτότητά μας δεν μας τη φτιάχνει το κράτος. Το κράτος έρχεται να την οικειοποιηθεί για τον δικό του σκοπό. Η ταυτότητα, όπως η ατομική μας ταυτότητα, δηλαδή του τι είμαστε εμείς σε σχέση με τους άλλους και τι ορίζουμε, αν ρωτήσουμε κάποιον πώς ορίζει τον εαυτό του θα σας δώσει πέντε στοιχεία ή δέκα τα οποία αναγνωρίζει στον εαυτό του (είτε αληθινά είτε όχι δεν έχει σημασία) και, τα οποία αντιδιαστέλλονται με αυτά που αποτελούν διαφοροποιά στοιχεία του άλλου. Μπορεί οι διαφορές να είναι ανύπαρκτες, αλλά η ταυτότητα δεν έχει να κάνει μόνο με τις διαφορές. Έχει να κάνει με τη διαφορετική συνείδηση. Άρα η ταυτότητα υπάρχει εκεί που υπάρχει ελεύθερος άνθρωπος. Αυτός που δεν είναι ελεύθερος όπως ο δουλοπάροικος, έχει την ταυτότητα του αφεντικού του. Δεν θα τον ρωτήσουν ποιος είναι ή τι αντιπροσωπεύει, αλλά σε ποιον ανήκει. Εδώ λοιπόν είναι το καίριο ζήτημα. Ο Ρήγας έρχεται να μας πει, ότι δεν πρέπει να ισχύσει αυτό που έλεγαν οι άνθρωποι του διαφωτισμού, η αρχή της ομοιογένειας, να μην υπάρχει διαφορετικό, να αναγνωρίζονται όλοι ως πολίτες και να μην υπάρχει διαφορετική συγκρότηση ανάλογα με τις επιμέρους ταυτότητες αλλά μια πολιτική εξουσία, ένα ενιαίο κράτος και τίποτε πέραν αυτού. Ο Ρήγας έρχεται να μας πει ότι αυτό δεν το αναγνωρίζει διότι είναι ανελεύθερο. Ό,τι έλεγαν οι αρχαίοι, ότι δε φτιάχνανε ένα ενιαίο κράτος –και γι' αυτό αντιτάχθηκαν στο κράτος του Αλέξανδρου- διότι θεωρούσαν ότι είναι πράξη ανελευθερίας να στερηθούν αυτή την πολυσημία της ελευθερίας που είχαν. Ο Ρήγας λοιπόν εγκαθιδρύει δύο-τρία ή περισσότερα επίπεδα ταυτότητας. Στη κορυφή υπάρχει αυτό που ενοποιεί το σύνολο: η ελληνική ταυτότητα. Έλληνες, -όπως και όλοι οι άλλοι Έλληνες και όχι μόνο της εποχής, τον 18ο αιώνα δηλαδή και τον 19ο αιώνα- θεωρούσαν ότι ήταν όχι μόνον οι Έλληνες στην καταγωγή, αλλά και οι ελληνίζοντες. Δηλαδή οι Βούλγαροι –τους αναφέρει ρητά- οι Ρουμάνοι, οι Αλβανοί και όλοι όσοι ανήκουν στο πεδίο της ελληνικής πολιτικής περιοχής. Ό,τι ήταν ο ελληνισμός, το έθνος το ελληνικό από την αρχαιότητα, από την εποχή που ο Ισοκράτης, όρισε ότι έθνος των Ελλήνων/Έλληνες, είναι οι μετέχοντες της ελληνικής παιδείας. Της ελληνικής παιδείας. Όχι της παιδείας της μάθησης, αλλά της παιδείας ως πολιτισμού δηλαδή ως τρόπου ζωής. Ελευθερία με ό,τι αυτό συγκροτεί ως δημιουργία στον πολιτισμό και στις ελευθερίες. Αυτό λοιπόν είναι το κλειδί για να ερμηνεύσουμε αυτό που αντιλαμβάνεται ο Ρήγας. Ότι όλοι έχουν τη δική τους ταυτότητα αλλά, υπάρχει η ενοποιός ταυτότητα του έθνους που είναι η ελληνική. Και μάλιστα, λαμβάνει πρόνοια ώστε να ενισχύεται ο πατριωτισμός αυτής της ταυτότητας. Προνοεί τη δημιουργία -τη γενίκευση μάλλον- το μοναδικό σχολικό εκπαιδευτικό σύστημα που υπήρχε και μάλιστα κοσμικό για αυτή την εποχή, ήταν το ελληνικό. Προνοεί να είναι παντού και να είναι καθολική παιδεία που να περιλαμβάνει και τις γυναίκες! Όπως οι γυναίκες προνοείται να στρατεύονται! Ουσιαστικά δηλαδή εισάγει την ισότητα των ανδρών και των γυναικών σε μια εποχή που η Γαλλική Επανάσταση, όπως ξέρουμε, αποφάσιζε ότι οι γυναίκες δεν είναι άνθρωποι και συνεπώς δε μπορούν να έχουν το δικαίωμα του πολίτη. Δεν εφαρμόστηκε ποτέ ούτε και ως προς τους άνδρες. Η καθολική ψήφος υιοθετήθηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, μόλις στις παραμονές του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Ρήγας λοιπόν, προνοεί και αυτό. Αυτό είναι το ριζοσπαστικό αν θέλετε στοιχείο διότι, η ιδιότητα του πολίτη και της ψήφου υπάρχει ήδη στα κοινά και ο Ρήγας δεν έρχεται να δημιουργήσει ένα σύστημα για το μέλλον. Έρχεται να δημιουργήσει ένα σύστημα που αναπαράγει το παρόν, που αποδίδει το παρόν. Γι' αυτό και δεν μιλάει για απελευθέρωση της κοινωνίας από τη φεουδαρχία και μιλάει για την ανασυγκρότηση των κοινών με όρους δημοκρατίας για όλα (αντί να είναι ορισμένα και ορισμένα όχι) και την ανασυγκρότηση με την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, του κεντρικού πολιτικού συστήματος με όρους δημοκρατίας. Και, επίσης, το κράτος του Ρήγα έχει εδαφικά όρια όσα και η φιλοδοξία και η πραγματικότητα του ελληνισμού της εποχής. Και σε αυτό αποδίδει τις πραγματικότητες αυτές. Περιλαμβάνει δηλαδή το σύνολο της οθωμανικής αυτοκρατορίας και επίσης ένα μέρος που ξεφεύγει από αυτήν και που θεωρεί ότι είναι στον ελληνικό ζωτικό χώρο. Είναι στην πραγματικότητα ο ζωτικός χώρος που ιππεύει σε τρεις αυτοκρατορίες κατά ένα μέρος, το μεγαλύτερο μέρος της οθωμανικής αλλά και στις παρυφές της ρωσικής και της αυστριακής, διότι έως εκεί δέσποζαν οι ελληνικές κοινωνίες της εποχής οικονομικά, με μια αστική τάξη που δεν συγκρίνεται με τις εθνικές αστικές τάξεις. Είναι οικουμενική για την εποχή εκείνη, με μια πνευματική τάξη η οποία συγκρίνεται με τις πιο ανεπτυγμένες και τις πιο μεγάλες χώρες της εποχής αυτής, και, βεβαίως με ένα υπόβαθρο κοινωνικό, ανθρωποκεντρικό όπως θα το λέγαμε, δηλαδή βασισμένο στην ελευθερία που δεν έχει να το επιδέξιε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα για την εποχή.

(Διακρίνω τον ελληνικό ζωτικό χώρο που περιλαμβάνει την οθωμανική αυτοκρατορία και ορισμένες παρυφές, ας πούμε τη Μάλτα. Και υπό ένα ερωτηματικό, ακόμα και τη Νότια Ιταλία. Δηλαδή περιοχές που θεωρεί –και θεωρούν όλοι οι Έλληνες την εποχή αυτή- ότι ανήκουν στον ελληνικό ζωτικό χώρο και είναι Έλληνες. Απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Όχι αιματολογικά. Διότι αυτό που συμβαίνει και που ακόμα και σήμερα δεν το έχουμε αντιληφθεί, είναι ότι έχουμε μια επιστροφή από μια αντίληψη έθνους-κομοσυστήματος που υπερβαίνει το αιματολογικό, σε μια πρωτόλεια εποχή που είναι η εποχή της μετάβασης από την φεουδαρχία στην κοινωνία των ελευθεριών, που εκεί το συλλογικό συγκροτείται με βάση το αιματολογικό στοιχείο. Διότι αυτό που αντιλαμβάνεται ο κοινός άνθρωπος είναι την οικογένεια. Όπως στην οικογένεια δεν αναγνωρίζουμε το νόθο τέκνο διότι αιματολογικά δε μας βγαίνει, έτσι συμβαίνει και με τα έθνη που πρωτοσυγκροτούνται. Αλλά αυτό το είχε ξεπεράσει ο ελληνικός κόσμος από τον 5ο αιώνα. Ίσως και πριν. Εδώ λοιπόν περιπίπτει σε αυτή την παγίδα της αντίληψης που εισάγει ο Φαλμεράυερ με αυτή τη μελέτη που παρουσίασε, που προσεγγίζει τον ελληνισμό όπως ο ελληνισμός είχε να αντιμετωπίσει τον εαυτό του από τον 5ο αιώνα. Και επομένως, από αυτή τη στιγμή αρχίζει το νέο διακύβευμα που είναι οι εθνικισμοί. Δηλαδή η αποχώρηση των κοινωνιών που ανήκαν και το αποδέχονταν ότι ανήκαν στον ελληνικό πολιτισμικό χώρο και η ανασυγκρότησή τους με όρους κράτους-έθνους. Αυτό το συναντάμε ακόμα και σήμερα στην ορολογία που έχει μείνει στον βουλγαρικό κόσμο, όπου υπάρχει η έννοια του «γραικομανούς». Οι εξελληνισμένοι δηλαδή Βούλγαροι οι οποίοι αντιστέκονταν (όχι οι Έλληνες που ήταν εκεί) σε αυτή την αντίληψη του έθνους που ήταν η καθαρά αιματολογική και εθνοκεντρική).


Ας δούμε λοιπόν αυτό το σύνταγμα του Ρήγα τι προνοεί, έτσι για να διαμορφώσουμε μια μικρή εικόνα. Είπαμε ότι ουσιαστικά είναι η κοσμόπολη/το κοσμοκράτος που περιλαμβάνει πολλές εθνότητες αλλά υπό ένα έθνος, που είναι το ελληνικό έθνος, γι' αυτό αποκαλεί το σύστημά του «Ελληνική Δημοκρατία» και που είναι μια οικουμενική κοσμόπολη. Είπαμε επίσης ότι προνοεί την συνέχιση ύπαρξης των κοινών/των πόλεων, όχι τα αστικά κέντρα, δηλαδή τις θεμελιώδης κοινωνίες, τις πόλεις-κράτη που απλώς και κακώς τις αποκαλούν “κοινότητες” στην εποχή μας, διότι δεν είναι κοινότητες είναι κοινά. Και δεύτερον, οι αρχές/τα αξιώματα. Χρειάζονται αξιώματα για να διαχειριστούν κάποιες υποθέσεις. Σ' αυτή την περίπτωση, όπως μας το περιγράφει ο Αριστοτέλης για την Αθηναίων Πολιτεία, είναι συνοδικές. Ποτέ προσωποπαγείς. Ένας να κατέχει ένα αξίωμα. Είναι συνοδικές λοιπόν. Ό,τι ήταν και μέσα στα κοινά της οθωμανοκρατίας και πριν. Ξέρουμε ότι οι προύχοντες ήταν πάντα 3-4 ή ήταν 5 ή 6 ανάλογα με το μέγεθος της πόλης/του κοινού. Και, για να εξασφαλίζεται η ομοφωνία απαγορευόταν μεταξύ των αρχών το σύστημα της πλειοψηφίας για να μην αποκτούν αυτονομία. Γι' αυτόν τον λόγο η σφραγίδα στα κοινά της οθωμανοκρατίας κοβόταν σε τόσα κομμάτια όσοι ήταν οι προύχοντες και ο καθένα κατείχε ένα κομμάτι. Για να αποκτήσει ισχύ η απόφαση έπρεπε να ομονοήσουν όλοι, άρα να φέρουν τα κομμάτια της σφραγίδας και να μπει για να έχει ενότητα. Αλλιώς δεν είχε ισχύ. Αυτό σήμαινε τι; Ότι αν δεν συμφωνούσαν έπρεπε να συγκαλέσουν τη μάζωξη, “μικροί και μεγάλοι” έλεγαν, δηλαδή σημαντικοί και μη σημαντικοί, να αποφασίσουν εκείνοι, εκεί όπου υπήρχε δημοκρατία. Εκεί που υπήρχε ολιγαρχία, πάλι να αποφασίσουν οι ολιγάρχες. Και αυτό το σύστημα λοιπόν εισάγει ο Ρήγας, διότι είναι το σύστημα που εμπνέεται από την αθηναϊκή δημοκρατία αλλά που το ζουν οι Έλληνες στην εποχή, για να πει ότι οι αρχές, οι αστικές αρχές παραδείγματος χάρη, πρέπει να είναι συνοδικές και να εφαρμόζουν την αρχή της ομοφωνίας. Επιπλέον η διάρκειά τους ήταν μέχρι έναν χρόνο και πάρα πάνω. Κι αυτό για να μην αποκτούν εδραία βάση επιρροής. Και, προσθέτω επίσης, είχαν περιορισμένες αρμοδιότητες ελευθέρως ανακλητές και για την πολιτική τους πράξη υποκείμενες στην δικαιοσύνη.


Επισήμανση: Σήμερα όχι μόνον οι πολιτικοί δεν υπόκεινται στη δικαιοσύνη, αλλά και δεν αναλαμβάνουν την πολιτικές τους πράξεις. Διότι αν ο πολιτικός έχει διαπράξει το σφάλμα για το οποίο αναλαμβάνει την πράξη, τότε πρέπει να πάει στη δικαιοσύνη να πληρώσει. Αυτή είναι η λογική του πράγματος. Οι πολιτικοί λοιπόν, δεν υπόκεινται σήμερα στη δικαιοσύνη. Οι πολιτικοί στο σύνταγμα του Ρήγα, υπόκεινται στη δικαιοσύνη. Δε μιλάμε για την ασυλία, που ο καθένας σήμερα πολιτικός μπορεί να παραβιάζει το νόμο, να υπογράφει ακάλυπτες επιταγές ή να διαπράττει αδικήματα στην ιδιωτική του ζωή και να μην υπόκεινται στη δικαιοσύνη, αυτή είναι η έννοια της ασυλίας. Αλλά αναφερόμαστε στην πολιτική πράξη την οποία βλάπτει την κοινωνία. Αυτό, ο Αριστοτέλης και ο Πολύβιος μας στο λέει με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο: "Τα ατομικά αδικήματα τιμωρούνται ελαφρύτερα διότι βλάπτουν έναν. Τα πολιτικά αδικήματα τιμωρούνται αυστηρότερα διότι βλάπτουν τους πολλούς". Η αρχή είναι ότι στη δικαιοσύνη υπόκεινται αυτός που δεν κατέχει την καθολική και την κυρίαρχη πολιτική αρμοδιότητα. Κανείς δεν νομοθετεί για να ελέγξει τον εαυτό του ή να τον υποβάλλει στη δικαιοσύνη όταν αυτός νομοθετεί.

Η έννοια του πολίτη δεν είναι μία, όπως είναι σήμερα που εξομοιώνεται με τον απλό ψηφοφόρο. Αλλά είναι η έννοια του πολίτη που αυτοκυβερνιέται. Η ψήφος του δηλαδή έχει αναφορά στην κυβέρνηση και όχι στην εξουσιοδότηση κάποιου να τον κυβερνήσει (δηλαδή, ο πολίτης ασκεί την ιδιότητα του πολίτη στο κοινό, στην περιφέρεια, στο κέντρο και ούτω καθεξής). Το έθνος είπαμε ότι αναφέρεται σε μια πολυσημία αλλά, δεν αναγνωρίζει –όπως και ο ελληνικός κόσμος, στο σύνολό του το ελληνικό κοσμοσύστημα- την δυνατότητα να ανασυγκροτείτε μια πολιτισμική οντότητα ως ολότητα. Οι Αλβανοί, οι Βούλγαροι, οι Έλληνες και όποιοι άλλοι. Μπορούν να ανασυγκροτούνται μέσα στους θεσμούς στις πολιτείες της κοσμόπολης, δηλαδή στο κοινό. Αν στη Θεσσαλονίκη παραδείγματος χάρη υπάρχουν Σλάβοι θα φτιάξουν το δικό τους κοινό μέσα στη Θεσσαλονίκη, αν υπάρχουν Εβραίοι το δικό τους, αν υπάρχουν Έλληνες το δικό τους και όλοι μαζί έχουν εσωτερική αυτονομία αλλά και συνολική στη πόλη έκφραση εκεί που υπάρχουν κοινά συμφέροντα να διαχειριστούν. Αυτό λοιπόν είναι το σύστημα του Ρήγα. Τι μας λέει λοιπόν αυτό το σύστημα με τα σημερινά μέτρα; Ότι ήτανε τοπικό; Προφανώς όχι. Το σύστημα που δημιούργησαν οι ριζοσπάστες της Γαλλική Επανάστασης, ακόμα και οι μετριοπαθείς εμπνεόμενοι από την πόλη της εποχής του Σόλωνα και όχι της δημοκρατίας, ήταν τοπικό για την εποχή εκείνη. Διότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις. Δεν ήξερε ο δουλοπάροικος να ψηφίσει και δεν τον ενδιέφερε. Να απελευθερωθεί ως άτομο ήθελε. Το σύστημα που πρότεινε ο Ρήγας, προσιδίαζε απολύτως στις κοινωνίες και στην οργάνωση των ελληνικών κοινωνιών της εποχής όπως είπαμε πριν. Απόδειξη  ότι, όλα τα συντάγματα της Ελληνικής Επανάστασης στην ίδια αρχή βασίζονται. Γι' αυτό και δεν έχουν κεντρικές εξουσίες κυρίαρχες και άλλα. Και, θα έλεγα, και το πολίτευμα του Καποδίστρια ουσιαστικά έχει αυτή τη χροιά ακόμη. Ο Καποδίστριας όμως γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχε δυνατότητα την εποχή εκείνη να εφαρμοστεί ένα τέτοιο σύστημα διότι οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν είχαν θέληση να αναγνωρίσουν αυτό το αιρετικό πολιτειακό σχήμα, έλεγε σε όλους: “...Να λέτε ότι το σύστημά μας είναι προσωρινό...”, για να κερδίσει χρόνο.

Αυτό λοιπόν είναι το πρόταγμα των Ελλήνων στην περίοδο αυτή. Ο ελληνισμός δε διαχειρίστηκε καλά το ζήτημα της παλιγγενεσίας, της Επανάστασης και γι' αυτό, ηττήθηκε. Διότι αυτό που αποτελεί κρατικό μόρφωμα στην πραγματικότητα επιβεβαιώνει την ήττα και την κατάρρευση ενός συστήματος στο οποίο ηγεμόνευσε ο ελληνικός κόσμος και αντιπροσώπευε αυτή την πρόταση ελευθερίας από την αρχαιότητα μέχρι και τον 19ο αιώνα. Η τομή δημιουργείται ακριβώς με την επιλογή να δημιουργηθεί ένα οριακό κράτος στο οποίο δεν ήθελαν καν οι Έλληνες να ενσωματωθούν διότι θεωρούσαν ότι δεν τους εξέφραζε. Η αστική τάξη παραδείγματος χάρη των Ελλήνων ήταν οικουμενική. Δεν είχε ανάγκη τα κρατικά όρια για να αντρωθεί και να προστατευτεί από τις άλλες. Γι' αυτό και διαπιστώνουμε ότι μέχρι και τον 19ο αιώνα, θα έλεγα μέχρι και τον 20ο δηλαδή μέχρι το 1922, αρνείται. Αλλά και οι κυρίαρχοι του κράτους αυτού  δεν θέλουν την Εθνική Ολοκλήρωση. Γιατί όμως δεν την θέλουν ενώ ακούμε όλοι ότι μιλούσαν για τη Μεγάλη Ιδέα; Έστω, η Μεγάλη Ιδέα δεν θέλει την ανασυγκρότηση της κοσμόπολης αλλά ένα εθνικό κράτος που να περιλαμβάνει εδάφη που θεωρούσαμε ελληνικά για την εποχή εκείνη που κατοικούνταν από Έλληνες. Γιατί  δεν θέλει λοιπόν η άρχουσα πολιτική τάξη των Ελλήνων αυτή την εποχή την Εθνική Ολοκλήρωση; Μα, είναι πολύ απλό. Αν υποθέσουμε ότι, το ελληνικό κράτος ενσωμάτωνε την Κωνσταντινούπολη, τα εδάφη της Μικράς Ασίας που ήταν Σμύρνη ή Τραπεζούντα είτε τα Γιάννενα που ήταν τα μεγάλα αστικά κέντρα, μπορείτε να φανταστείτε σε αυτή την περίπτωση τι θα σήμαινε για την άρχουσα τάξη του ελληνικού κράτους; (που ψήφιζε νόμο εναντίον τους για να προστατευτεί στα προνόμιά της). Θα γινόταν το πολύ-πολύ πρόεδροι ορεινών κοινοτήτων. Διότι, οι άλλοι είχαν ισχύ και είχαν και γνώση παγκόσμια των πραγμάτων. Άρα λοιπόν, δεν είναι τυχαίο ότι το 1897 γίνεται ο πόλεμος, κηρύσσεται ο πόλεμος εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας και, στην πραγματικότητα ο στρατός ο ελληνικός έχει 14.000 φαντάρους, που, όπως μας λέει ο Βικέλας και οι άλλοι της εποχής όχι μόνο Έλληνες αλλά και οι ξένοι που παρακολουθούσαν τα γεγονότα, δεν φορούσαν καν άρβυλα για να περπατήσουν. Ξυπόλυτοι ήταν. Δεν είχαν όπλα και δεν υπήρχε στρατόπεδο εκπαίδευσης. Δε γνώριζαν να πυροβολούν με το όπλο. Οι αξιωματικοί, λέει, δεν γνώριζαν ούτε να ιππεύσουν. Όχι μόνο δεν ήξεραν να διεξαγάγουν πόλεμο ιππικού, αλλά ούτε καν να ανέβουν στο άλογο. Οι δε αρμόδιοι, ο Υπουργός Ναυτικών που ήταν αρμόδιος για τα πολεμικά γεγονότα της θάλασσας, μας διηγούνται ότι, τη στιγμή που δε γνώριζε καν πού είναι ο στόλος, είχε ουρά ολόκληρη από πελάτες του από την περιφέρειά του, που κατέγραφε ο ίδιος, λέει, με τα χέρια του τα ρουσφέτια που του ζητούσαν. Αντιλαμβάνεστε δηλαδή ότι δεν υπήρχε η θέληση και απλώς τους ξέφυγε ο έλεγχος. Γιατί όπως ομολόγησε και ο βασιλιάς Γεώργιος που είχε μπει στην ίδια τη λογική αυτή την εποχή για να δοξάσει το διάδοχο, νόμιζε ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις θα μας σταματούσαν. Κι αυτό που έκαναν οι Μεγάλες Δυνάμεις, ήταν να μας αφήσουν να εκτεθούμε για να μας ξανασώσουν. Εκεί ήταν λοιπόν το μεγάλο πρόβλημα. Διαπιστώνουμε, ότι το ίδιο συμβαίνει και στα εσωτερικά. Δηλαδή, το κράτος αυτό δεν ανταποκρίνεται στις κοινωνικές προσδοκίες. Όπως δεν ανταποκρίνεται στις εθνικές. Και δεν ανταποκρίνεται διότι δεν έχει λόγους να ανταποκριθεί. Οι κοινωνίες/η ελληνική κοινωνία δεν είχε αιτήματα απελευθέρωσης ώστε οι σοσιαλιστές να προστρέξουν στις "α" κοινωνικές τάξεις, οι φιλελεύθεροι στις "β" κοινωνικές τάξεις και να δημιουργήσουν μια εξωθεσμική συνάντηση. Δεν υπάρχει τέτοιο αίτημα, τέτοιο πρόβλημα. Στην ελληνική κοινωνία το ζήτημα ήταν η βελτίωση των οικονομικών της κάθε οικογένειας. Ο Χαρίλαος Τρικούπης έλεγε στο τέλος του 19ου αιώνα, ότι για να εκσυγχρονιστεί η Ελλάδα, πρέπει να απελευθερωθεί ο πολίτης από τον πολιτικό. Το πρόταγμά του ήταν η Μεγάλη Βρετανία. Το 1832 το 7% του αρσενικού πληθυσμού είχε δικαίωμα ψήφου. Βλέπετε λοιπόν ότι, δεν έβαζαν την σκέψη που έβαζε ο Ρήγας να ενσωματώσουμε την κοινωνία στο πολιτικό σύστημα ώστε να έχει κατ΄ ελάχιστον την ιδιότητα του εντολέα. Άρα να αποφασίζει αυτή τι πολιτική θα ασκήσει ο πολιτικός. Αλλά πώς θα τη φέρουμε στον ιδιωτικό τους χώρο, να την αναγκάσουμε δηλαδή, διότι η κοινωνία τι έκανε; Γνωρίζοντας να πολιτεύεται διαπραγματευόταν κατά άτομο την ψήφο της. Δηλαδή οδηγηθήκαμε στο πελατειακό σύστημα και άρα στη δυσμορφία του πολιτικού συστήματος που δεν ανταποκρινόταν.

Θα με ρωτήσετε αν σήμερα  έχει κάποια επικαιρότητα αυτό το πρόταγμα εκείνης της εποχής. Θα σας έλεγα, ναι! Σε πολλά επίπεδα. Θα πω επιγραμματικά. Πρώτα-πρώτα διότι η ιδέα της συνέχειας ή της μη συνέχειας του ελληνισμού δεν έχει να κάνει μόνο με την ιστορία μας. Έχει να κάνει με το αν επιλέγουμε μια ιδέα για την εξέλιξη που θα είναι προοδευτική, άρα που θα ανοίγει την κοινωνία και το κράτος στην ελευθερία και στην ευημερία, ή στη χειραγώγηση όπως γίνεται και σήμερα. Αυτό, εάν το δούμε με όρους ελληνικού κόσμου, σημαίνει ότι η αναδρομή σε αυτόν δεν σημαίνει να επιστρέψουμε σε αυτόν, αλλά να προβάλουμε στο μέλλον το παράδειγμά του. Κι αυτό δεν το θέλουν. Διότι αν αυτό το κάνουμε, σημαίνει ότι αυτοί που κατέχουν σήμερα το σύστημα θα βρεθούν σε μια θέση η οποία δεν θα είναι αυτή που εύχονται μέσα στις παρούσες συνθήκες. Δες τε τη σημερινή κρίση. Να δείτε τη χρησιμότητα αυτού του παραδείγματος. Γιατί υπάρχει; Γιατί δημιουργήθηκε η σημερινή κρίση στον κόσμο; Η χρηματοπιστωτική όπως λέγεται. Είναι κατεξοχήν πολιτικό το ζήτημα. Διότι αυτονομήθηκε η αγορά και έγινε πολιτικά κυρίαρχη και ανέτρεψε την παραδοσιακή ισορροπία που ήταν μεν εξωθεσμική, αλλά, ανέτρεψε την παραδοσιακή ισορροπία μεταξύ κράτους, κοινωνίας και αγοράς. Το κράτος έγινε ένας μοχλός ικανοποίησης βασικών αιτημάτων της αγοράς, η αγορά, όταν μιλάει για αυτορρύθμιση σημαίνει να ρυθμίζει με όρους ισχύος τους κανόνες οι οποίοι θα διέπουν τη σχέση με το κράτος και την κοινωνία, που σημαίνει ότι η κοινωνία έμεινε έξω από τους δύο αυτούς συντελεστές που κινούν τα νήματα σε μια εποχή. Και, τι σημαίνει αυτό; Ότι αν δεχθούμε πως η κοινωνία, η αγορά και το κράτος υπάρχουν επειδή υπάρχει η κοινωνία (δεν διανοείται ελληνική αγορά και ελληνικό κράτος αν δεν υπάρχει ελληνική κοινωνία) το ερώτημα είναι, πού θα συναντηθεί; Άρα ποιος θα βάλει τους κανόνες. Και τους κανόνες της λειτουργίας της αγοράς και τους κανόνες λειτουργίας του κράτους, άρα το σκοπό που θα υπηρετεί το κράτος, και, βεβαίως τους ίδιους τους κανόνες που μπορούν να αποτελέσουν ρυθμιστικό παράγοντα για την αναδιανομή του οικονομικού προϊόντος. Αυτά και μόνο τα ολίγα, μπορούν να μας δώσουν μια ιδέα για το πού πηγαίνει ο κόσμος, αλλά κυρίως, πώς μπορεί κανείς να εμπνευστεί ώστε ειδικά για την ελληνική κοινωνία, να σκεφτεί τι αρνητικό ρόλο και τι ρόλο οπισθοδρόμησης έπαιξε το επιχείρημα του εξευρωπαϊσμού αντί το επιχείρημα της προόδου. Διότι ενοχοποιήθηκε το παρελθόν, ότι για όλα φταίει η τουρκοκρατία, την στιγμή που υπό καθεστώς εθνικής κατοχής κυριαρχεί ο ελληνικός κόσμος σε τρεις αυτοκρατορίες, ενώ ως ελληνικό κράτος δεν κατορθώνει να δημιουργήσει ούτε καν μια στοιχειώδη οικονομική ανάπτυξη κι ένα ισόρροπο κράτος. Αυτό δε μας βάζει σε μια απορία να διερωτηθούμε, μήπως κάτι κρύβουμε ως προς αυτό; Την μη ανταποκρισιμότητα  του κράτους αυτού προς τη δυναμική αυτής της κοινωνίας κι αυτό που εκφράζει; Όχι για να αρνηθούμε την Ευρώπη. Αυτό που συνέβη  στην Ευρώπη ήταν μια κολοσσιαίας σημασίας πρόοδος σε σχέση με το παρελθόν της. Αλλά η κατάλυση των κατακτήσεων του ελληνικού κόσμου για να οπισθοδρομήσουμε από το πρόταγμα του Ρήγα, της κοσμόπολης, στην απόλυτη μοναρχία δηλαδή τον «έναν» που είναι ιδιοκτήτης του κράτους και της κοινωνίας όπως ήταν η βαυαρική μοναρχία και η συνέχεια. Αυτό λοιπόν αποτελεί οπισθοδρόμηση. Δεν αποτελεί διαδικασία απελευθέρωσης. Κι αυτή είναι η σημασία του αναστοχασμού του παρελθόντος. Διότι σηματοδοτεί μια άλλη αντίληψη για το μέλλον και όχι μια λογική οπισθοδρόμησης στο παρελθόν.

Σας ευχαριστώ πολύ.

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ






Κυριακή 29 Μαΐου 2022

 «Η Πόλις εάλω…»

Γιώργος Κοντογιώργης - Το Βυζάντιο των Ελλήνων κατά την Οθωμανοκρατία



Γ. Κοντογιώργης - Το Βυζάντιο των Ελλήνων κατά την Οθωμανοκρατία

Διαδικτυακή διάλεξη του Ομότιμου Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργου Κοντογιώργη με θέμα «Το Βυζάντιο των Ελλήνων κατά την Οθωμανοκρατία», η οποία έγινε στις 29.5.2021 στο πλαίσιο εκδηλώσεων που διοργάνωσε η Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινοπολιτών με αφορμή την 568η επέτειο της άλωσης της Πόλης.

Η απομαγνητοφώνηση της διάλεξης έγινε από την Ελένη Ξένου.

https://youtu.be/xAWgHEp0z40

Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας και Χριστός Ανέστη. Όπως κάθε επέτειο της Άλωσης, η Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινοπολιτών οργανώνει ομιλίες, συνέδρια, εκδηλώσεις στην επέτειο αυτού του ιστορικού γεγονότος που έχει κομβικό σημείο στην ιστορία όχι μόνο του ελληνισμού αλλά και της παγκόσμιας Ιστορίας. Σήμερα έχουμε την χαρά και την τιμή να είναι μαζί μας για μία πάρα πολύ ουσιαστική ομιλία για την οποία έχετε ενημερωθεί -για τον ελληνισμό του Βυζαντίου κατά τη διάρκεια της οθωμανοκρατίας- ο αξιότιμος Καθηγητής και πρώην Πρύτανης Παντείου Πανεπιστημίου Κύριος Γιώργος Κοντογιώργης που, σε όλους μας βεβαίως είναι πολύ γνωστός. …

Τον ευχαριστώ από αυτήν τη θέση και το ότι δέχθηκε σήμερα να είναι ο ομιλητής μας αλλά και για το ότι είναι πάντοτε μαζί μας στις προσπάθειες που κάνει η Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινοπολιτών σε πάρα πολλούς τομείς. Κύριε Καθηγητά σας ευχαριστούμε πάρα πολύ και πάλι και, με πολύ ενδιαφέρον θα σας παρακολουθήσουμε.

Γιώργος Κοντογιώργης: Καλησπέρα. Εγώ σας ευχαριστώ. Θεωρώ ότι είναι μεγάλη μου τιμή να απευθύνομαι διά μέσου της Ομοσπονδίας των Κωνσταντινοπολιτών στο κοινό για να μιλήσω για ένα τόσο σημαντικό, θα έλεγα, για την κοσμοϊστορία και όχι μόνο για τον ελληνισμό θέμα. Η συγκυρία το έφερε ώστε το εξάτομο αυτό έργο, το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟΣΥΣΤΗΜΑ, να ολοκληρωθεί με τους δύο τελευταίους τόμους πριν από λίγες μέρες που μόλις κυκλοφόρησε ο 5ος και ο 6ος, που διαπραγματεύονται ακριβώς την όλη αυτή πορεία του ελληνισμού. Και, εννοώ όχι ιστορική πορεία αλλά την ουσιαστικά πορεία του,  εξ επόψεως ιδιοσυστασίας και ταυτότητας στον κόσμο και τις επιδράσεις του, στο μέτρο που εάν θέλουμε να είμαστε αληθής και συνεπείς απέναντι στην Ιστορία, πρέπει να αποδεχθούμε αυτό που διδάσκει η πραγματικότητα της Ιστορίας. Ότι, εάν υπάρχει σήμερα ο κόσμος στο σημείο που βρίσκεται, οφείλεται στο Βυζάντιο. Με μία λέξη, η λεγόμενη Ευρώπη, η λεγόμενη νεοτερικότητα, στην κυριολεξία ο κόσμος της μεγάλης κλίμακας που ενσαρκώνει το κράτος-έθνος με όρους ελευθερίας, δεν γεννήθηκε στον Μεσαίωνα ούτε στη Δύση. Μετακενώθηκε στη Δύση, γεννήθηκε όμως στο Βυζάντιο.

Η κρατούσα άποψη προσπαθεί –και θα δούμε «γιατί»- να αποδομήσει και να απαξιώσει τόσο το Βυζάντιο, να το διαχωρίσει δηλαδή από την ελληνική του ομοθεσία και συγχρόνως από την ευρωπαϊκή Ιστορία, ή στην καλύτερη περίπτωση, αν θέλετε, να το διαχωρίσει από την τουρκοκρατία προκειμένου να καταδείξει ότι αυτό που είναι ο ελληνισμός της τουρκοκρατίας δεν έχει καμία αντιστοίχηση με το Βυζάντιο άρα και με τον ελληνικό κόσμο, ιδίως δε, με την απώτερη αρχαιότητα. Και, βεβαίως, ότι είναι μία παράκλητη παράμετρος της δυτικής εξέλιξης η οποία είναι καθόλα ανώτερη και γι’ αυτό άλλωστε ακολούθησε τον βηματισμό του και ο ελληνικός κόσμος υιοθετώντας το κράτος το οποίο ζούμε σήμερα, δηλαδή το κράτος της δυτικής απολυταρχίας. Δεν θα αναφερθώ στην αποφράδα ημέρα, δεν νομίζω ότι μπορεί να αποφέρει κάτι σημαντικό, όσο, να δώσω μία εξήγηση στην πορεία αυτής της παρουσίας μου εδώ, του «γιατί» είχαμε αυτές τις αλυσιδωτές ήττες του ελληνισμού το 1204, το 1453 και το 1821. Για να δούμε όμως αυτήν την πλευρά της πραγματικότητας πρέπει να αποκομίσουμε ένα στοιχειώδες –διότι δεν μπορούμε να είμαστε αναλυτικοί σε αυτόν τον χρόνο που έχουμε στη διάθεσή μας- να έχουμε όμως ένα στοιχειώδες πανόραμα αυτού που είναι ο ελληνικός κόσμος μετά το Βυζάντιο, δηλαδή στην περίοδο της οθωμανοκρατίας.

Σπεύδω να πω εξαρχής -ώστε να γνωρίζετε τον προσανατολισμό και την ανάλυση στην οποία θα προβώ- ότι θα δείξω πως οι Έλληνες της οθωμανοκρατίας ζούσαν το Βυζάντιο. Ζούσαν το πνεύμα του, το περιβάλλον του, την ιδιοσυστασία του, την ελληνική του ταυτότητα και, διά του Βυζαντίου, την απώτατη αρχαιότητα. Είχαν πλήρη συνείδηση γι’ αυτό. Θα δείξω δηλαδή, ότι το Βυζάντιο, απώτατη προ-ρωμαϊκή αρχαιότητα και η τουρκοκρατία, συγκροτούν ένα ενιαίο όλον που συνεχίζει αδιάπτωτα και φυσικά εξελισσόμενο χωρίς στατικότητα, μετασχηματίζεται στον χρόνο, συγκρατεί όμως τα θεμελιώδη στοιχεία του όπου είναι εκείνα τα οποία άλλωστε του επιτρέπουν να έχει και τις εξωτερικές εκδηλώσεις τις οποίες συνήθως  διακρίνουμε διά γυμνού οφθαλμού, τη συνέχεια της γλώσσας, των παραδόσεων, των ηθών, της νομοθεσίας και πολλών άλλων ζητημάτων τα οποία έχουν να κάνουν ακριβώς με αυτή τη συνέχεια της ιδιοσυστασίας του. Στο κλίμα δηλαδή, αυτού που θα μπορούσαμε να πούμε του ανθρωποκεντρισμού (των κοινωνιών με ελευθερία). Θα προσπαθήσω λοιπόν σε αυτόν τον λίγο χρόνο, να δείξω (για να κατανοήσουμε αυτό που συνιστά το μετά το Βυζάντιο, ελληνικό κεκτημένο) τι ήταν το Βυζάντιο. Τι αντιπροσώπευε σε σχέση με την πρεσβυτέρα Ρώμη που κληρονόμησε και τι με τον ελληνισμό. Και, στη συνέχεια, θα δείξω τι από αυτά τα συστατικά στοιχεία που έφερνε μαζί του, απαντώνται στην τουρκοκρατία ώστε να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το Βυζάντιο είναι παρόν στην τουρκοκρατία. Ο ελληνικός κόσμος της τουρκοκρατίας μολονότι στενάζει κάτω από τον οθωμανικό ζυγό, είναι ένας κόσμος που ζει τις συνθήκες του Βυζαντίου και, βεβαίως, προσδοκά ονειρεύεται και σχεδιάζει την δική του αποκατάσταση και στο επίπεδο της κρατικής οντότητας αλλά και της άρσης των αγκυλώσεων που δημιούργησε η οθωμανική δεσποτεία. Για να αντιληφθούμε ακριβώς αυτή την πραγματικότητα -τι ήταν δηλαδή το Βυζάντιο και τι αντιπροσωπεύει στη σύγκρισή του με τον ευρωπαϊκό κόσμο της εποχής αλλά και με τη νεοτερικότητα- θα σας προτείνω επίσης να αντιμετωπίσουμε το όλο αυτό ζήτημα υπό το πρίσμα δηλαδή με την οπτική της οθωμανοκρατίας με την ομόλογη περίοδο της Ευρώπης, επικεντρώνοντας σε τρεις βασικούς άξονες: ως προς την ταυτότητά του (την εθνική του εντέλει ταυτότητα), ως προς την φύση της κοινωνίας (τι ήταν αυτή η κοινωνία του Βυζαντίου)  και ως προς το είδος του κράτους που αντιπροσώπευε το Βυζάντιο και που ευαγγελίζονταν ή βίωναν παραμέτρους του οι Έλληνες της τουρκοκρατίας και ήθελαν ακριβώς να το αποκαταστήσουν.

 

Τι ήταν λοιπόν το Βυζάντιο;

Πρώτα-πρώτα εξετάζοντάς το υπό μία ιστορική οπτική, δεν είναι τίποτε άλλο παρά, η ολοκλήρωση και η κατάληξη αυτού που δημιούργησε ο ελληνικός κόσμος από τον Αλέξανδρο και μετά, δηλαδή η οικουμενική περίοδος του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κόσμου. Είχαμε την προηγούμενη περίοδο την κρατοκεντρική (πόλεις-κράτη), έχουμε τώρα την υπέρβαση αυτού του κρατοκεντρισμού. Μία άλλη φάση δηλαδή στην ιστορία του ελληνικού κοσμοσυστήματος η οποία έχει το εξής χαρακτηριστικό, που θα το συναντήσουμε και στη συνέχεια στο Βυζάντιο. Ότι δεν καταργεί το προγενέστερο μέρος της συγκρότησης του ελληνικού κόσμου (τις πόλεις-κράτη), τις ενσωματώνει σε ένα νέου τύπου κράτος το οποίο είναι άγνωστο σήμερα (και αυτό δεν τιμά τη νεοτερική επιστήμη διότι θέλει δεν θέλει υπάρχει) που είναι η κοσμόπολη. Η κοσμόπολη συγκροτείται ως το κράτος της οικουμένης το οποίο ενσωματώνει τις πόλεις άρα τους αφαιρεί την ανεξαρτησία, αλλά τους επιτρέπει να διατηρήσουν όλες τις αρμοδιότητες που συνεπάγεται η έννοια της θεμελιώδους κοινωνίας -το αντίστοιχο της πόλης και στην προηγούμενη περίοδο και στην οικουμενική περίοδος είναι το κράτος-έθνος (σήμερα), η μεγάλη και η μικρή κλίμακα. Η μικρή κλίμακα λοιπόν της πόλης ενσωματώνεται με όλες τις αρμοδιότητες που είχε ως πόλις-κράτος και συγχρόνως αναλαμβάνει νέες αρμοδιότητες τις οποίες καλείται να ασκήσει για λογαριασμό ή ως εταίρος της κεντρικής πολιτείας που, η κεντρική πολιτεία τι είναι τελικά; Δεν είναι ένα συγκεντρωτικό απολυταρχικό κράτος ή ένα κράτος πολιτικής κυριαρχίας όπως το σημερινό το οποίο φτάνει την αρμοδιότητά του μέχρι τον τελευταίο πολίτη στο τελευταίο ορεινό χωριό, αλλά, είναι μία αναπαραγωγή στο κέντρο/στη μητρόπολη της έννοιας της πόλεως η οποία αναπαραγωγή της έννοιας της πόλεως, όχι μόνο στα συστατικά στοιχεία που λειτουργεί ως πόλη αλλά και στο επίπεδο της επικράτειας, ασκεί αρμοδιότητες οι οποίες έχουν να κάνουν με την έννομον επιστασίαν. Παραδείγματος χάρη, το δημοσιονομικό σύστημα, η στράτευση, αλλά και όλες οι άλλες αρμοδιότητες που σήμερα θεωρούνται ότι είναι υπόθεση της κεντρικής πολιτείας άρα ενός μονοσήμαντα μοναρχικού κράτους ολιγαρχικής κοπής, το κράτος της κοσμόπολης στα στάδιά του ακόμα και τις ρωμαιοκρατίες που ξεκινούν από τους ελληνιστικούς χρόνους και ολοκληρώνονται στο Βυζάντιο, είναι αρμοδιότητες εννόμου επιστασίας που η κεντρική πολιτεία δεν συναντάει τον πολίτη, αλλά, η εξουσία της σταματάει στα τείχη των πόλεων.

Μία άλλη πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή αυτού του κράτους είναι ότι το ίδιο δεν λειτουργεί κατά τρόπο συγκεντρωτικό αλλά εντελώς αποκεντρωτικό, με την έννοια ότι, η κεντρική νομοθεσία, εκτός από τις μεγάλες λειτουργίες του κράτους που ενοποιούν το όλον, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η νομοθεσία της κεντρικής πολιτείας που η κάθε πόλη αναπαράγει ή μεταβάλλει όπως και το πολιτειακό της σύστημα.

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της ολοκλήρωσης της βυζαντινής κοινωνίας είναι το τέλος της δουλείας. Που ξεκινάει σιγά-σιγά από την περίοδο των ελληνιστικών χρόνων αλλά ολοκληρώνεται ουσιαστικά στο Βυζάντιο. Η έννοια της δουλείας στο Βυζάντιο δεν είναι παρά η έννοια της εξαρτημένης εργασίας και αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι καταργείται με απόφαση η δουλεία, αλλά στην πραγματικότητα γίνεται άχρηστη με δεδομένο ότι το οικονομικό σύστημα συγκροτείται με την παρουσία και του κεφαλαίου και της εργασίας, άρα σε μία εταιρική δημοκρατική σχέση. Είναι τα περίφημα συστήματα του Λέοντος του Σοφού που μας τα περιγράφει με πολύ παραστατικό τρόπο και, βεβαίως, στο σύνολο της τουρκοκρατίας αυτό είναι ένα κυρίαρχο φαινόμενο το οποίο αποτρέπει την εξαρτημένη εργασία. Άρα τη δουλεία που σήμερα τη θεωρούμε αυτονόητη και, παρ’ όλον ότι είναι υπαρκτή, που συνεπάγεται η εξαρτημένη εργασία άρα η παραίτηση από την ίδια την αυτονομία της πράξης και της σκέψης στο πεδίο της εργασίας. Άρα λοιπόν, η κεντρική πολιτεία αναπαράγει το πολιτικό σύστημα της κάθε πόλης, ωστόσο με έναν περιορισμό: Ενώ το σύνηθες είναι ότι οι πόλεις δηλαδή τα κοινά του Βυζαντίου έχουν ως πολιτειακό σύστημα τη «μέση» δημοκρατία (πολλές φορές λιγότερο ή περισσότερο, αλλά πάντως έχουν τη «μέση» δημοκρατία), το κεντρικό πολιτειακό σύστημα έχει ως πολιτικό σύστημα ένα είδος αντιπροσώπευσης. Σε αντίθεση με τους ελληνιστικούς χρόνους, με τη Ρώμη και με τη δεύτερη Ρώμη (δηλαδή την εποχή των αυτοκρατόρων), τώρα ο βασιλέας δεν είναι τίποτε άλλο παρά μέρος του πολιτικού συστήματος της πόλης του οποίου πηγή νομιμοποίησης και λειτουργίας είναι ο δήμος της Κωνσταντινούπολης και η σύγκλητος.

Βλέπουμε λοιπόν ότι αυτή η συνύπαρξη κεντρικής πολιτείας που είναι η βασιλεύουσα πόλη με τις πόλεις, δημιουργεί μία κρατική οντότητα η οποία εξελίσσεται στον χρόνο αλλά έχει και ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σε αυτή την εξέλιξή της. Ότι, ορίζει το κράτος με βάση το επωνύμιο της μητρόπολης. Οι ελληνιστικοί χρόνοι ορίζονται με βάση τη βασιλεία, τη μοναρχία (Πτολεμαίοι -Σελευκίδες) ή, την πρωτεύουσα/μητρόπολη (την Αλεξάνδρεια ή την Αντιόχεια παραδείγματος χάρη). Μία εξαίρεση υπάρχει στη Μακεδονία διότι έχει άλλη ιστορική αναφορά. Από την άλλη όμως, η Ρώμη είναι μία πόλη η οποία κατάφερε να ηγεμονεύσει επί του ελληνικού κόσμου και η οποία έδωσε το όνομά της στο κράτος· στην επικράτεια τη ρωμαϊκή. Κατά τον ίδιο λόγο λοιπόν και το Βυζάντιο (παρ’ όλα τα ανόητα και αναπαραγωγικά χωρίς σκέψη που δίδονται στην εποχή μας), ορίζεται ως Βυζάντιο από τους ίδιους τους Βυζαντινούς. Δηλαδή με βάση το όνομα που εκείνοι αποφασίζουν να δώσουν στη μητρόπολη πολιτεία. Δεν είναι λοιπόν νεότερο δημιούργημα η έννοια/ορισμός «Βυζάντιο», αλλά είναι αυτό που αποτελεί συστατικό γνώρισμα της ίδιας της βυζαντινής κοσμόπολης. Έχει σημασία να το προσέξουμε αυτό ξέρετε. Η Ρώμη δημιουργεί τη νέα Ρώμη. Πώς ερμηνεύθηκε αυτό; Ερμηνεύθηκε ως παράδοση του ρωμαϊκού imperium, δηλαδή της ρωμαϊκής ηγεμονίας στην οικουμένη, από τους Ρωμαίους Λατίνους στους Έλληνες. Αυτό είναι γενικώς αποδεκτό και από την παπική εκκλησία και τη Δύση και από τον ελληνικό κόσμο. Με άλλα λόγια δεν άλλαξε ταυτότητα ο Έλληνας όταν εξέλειπαν οι Ρωμαίοι (περιήλθαν στη φεουδαρχία και δεν είχαν εθνική ταυτότητα πια και γνώση του τι είναι η εθνική ταυτότητα) αλλά, παρέμειναν Έλληνες έχοντας όμως λειτουργήσει ως επικαρπωτές του ρωμαϊκού imperium. Γιατί το χρησιμοποιούσαν αυτό; Διότι τους παρείχε τη νομιμοποίηση που δεν μπορούσε πια να δώσει η ελληνική παρουσία όπως στους ελληνιστικούς χρόνους, στην ηγεμονία και της Δύσης και της Ανατολής και της Μεσογείου, δηλαδή της περιοχής της οικουμένης. Η Ρώμη λοιπόν, είναι ένα όνομα το οποίο εκλείπει.

Έχω αποδελτιώσει στο σύνολο της ελληνικής γραμματείας το επωνύμιο του Βυζαντίου. Πλέον του 90% οι Βυζαντινοί συγγραφείς, οι πηγές γενικότερα, αποκαλούν «Βυζάντιο», το κράτος του, ως προέκταση της επωνυμίας της μητρόπολης για να γίνει γνωστό και να συνεννοηθούν για το τι είναι το κράτος αυτό. Είναι η βασιλεύουσα πόλη επί των άλλων πόλεων. Αυτό ορίζει η έννοια της κοσμόπολης και αυτό έρχεται να αποδώσει και αυτό το επωνύμιο. Θα με ρωτήσετε αν υπήρχαν άλλες ονομασίες. Καμιά φορά ονομάζεται «Νέα Ρώμη», καμιά φορά ονομάζεται «Κωνσταντίνου πόλις». Σπανιότερα από όλα ονομάζεται «Ρωμανία». Ο Κεκαυμένος το αναφέρει μερικές φορές, παρ’ όλον ότι όταν θέλει να ορίσει το Βυζάντιο ως Βυζάντιο, ως κράτος/επικράτεια, το αποκαλεί Βυζάντιο. Εκεί που θέλει να το αποκαλέσει Ρωμανία είναι όταν αναφέρεται σε περιοχές των συνόρων όπου εισήλθαν, λέει, Άραβες στη Ρωμανία. Δηλαδή στο έδαφος του Βυζαντίου -εξηγεί. Άρα λοιπόν αυτό που κατά άλλους σήμερα καταβάλλεται προσπάθεια να αποκληθεί το Βυζάντιο και ο ελληνισμός της τουρκοκρατίας επίσης ως Ρωμανία, είναι επίσης ιδεολογικά φορτισμένο και δεν έχει να κάνει με την πραγματικότητα του Βυζαντίου που στη συντριπτική του πλειοψηφία οι Βυζαντινοί το αποκαλούν Βυζάντιο.

 

Τι γίνεται με τον βασιλέα: Η επιλογή των Βυζαντινών Ελλήνων να αποκαλούν τον βασιλέα «βασιλέα των Ρωμαίων» δεν ξεκινάει από την αρχή του Βυζαντίου -δηλαδή της μεταφοράς της μητρόπολης από τον Κωνσταντίνο. Ξεκινάει από τον 9ο αιώνα, όταν η ιδιοκτησία της Ρώμης από τους Βυζαντινούς αμφισβητείται από την παπική εκκλησία. Τότε λοιπόν έχουμε αυτό το φαινόμενο, να προσκτάται στο όνομα του βασιλέα «βασιλεύς των Ρωμαίων» για να δοθεί ακριβώς αυτή η δυνατότητα στην βυζαντινή οικουμένη να αξιώσει την εφαρμογή του ρωμαϊκού imperium. Ξέρουμε ότι ακόμα και ο Καρλομάγνος προσπαθούσε να νομιμοποιηθεί από το Βυζάντιο για να μη θεωρείται απλώς ηγεμόνας αλλά, να είναι ένας κανονικός και ισότιμος μονάρχης. Αυτό λοιπόν είναι πολύ ενδιαφέρον διότι η επιλογή των Βυζαντινών να αποκαλούν το κράτος τους Βυζάντιο δεν είναι άδολη. Είναι απόφαση των ιδίων να αποστασιοποιηθούν, να απορρίψουν την καταγωγική τους αναφορά στη Ρώμη, συγκρατώντας το πολιτικό imperium, αλλά να αναχθούν στην ιστορική τους καταβολή ως Έλληνες. Γι’ αυτό και βλέπουμε ότι όλες οι αναφορές των Βυζαντινών στους προγόνους δεν γίνεται στους Ρωμαίους αλλά στους Έλληνες των ελληνιστικών και των προ-ελληνιστικών χρόνων. Τα πρότυπά τους εκεί ανάγονται, όπως και ίδιο το εκπαιδευτικό τους σύστημα εδράζεται στα ομηρικά έπη και στις τραγωδίες δηλαδή στην ελληνική γραμματεία.

Πολλοί ισχυρίζονται επίσης, ότι, εξέλειπε η ελληνική ταυτότητα στο Βυζάντιο διότι και η έννοια του Έλληνα όριζε τον μη χριστιανό και όχι τον εθνοτικά Έλληνα. Είναι ψευδές αυτό! Εάν παρακολουθήσει κανείς τους τόμους αυτούς του «ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ» (ιδίως στον 3ο τόμο που αναφέρεται στην ταυτότητα) θα διαπιστώσει ότι από την πρώτη μέρα της εγκατάστασης του Κωνσταντίνου στην Κωνσταντινούπολη (στο πρώην Βυζάντιο) η αναφορά στην έννοια του  «Έλληνα» (άρα εκεί που επικρατεί οριστικά ο χριστιανισμός) έχουν και εθνοτικό χαρακτήρα. Είναι δισυπόστατη. Ορίζει αυτόν που δεν είναι χριστιανός αλλά ορίζει και εθνοτικά τον Έλληνα. Υπάρχει όμως και μία δεύτερη παράμετρος αυτού του ζητήματος. Η έννοια του «Γραικού» που πλεονάζει στην εποχή του Βυζαντίου. Η «γραικική εκκλησία», όπως αποκαλείται, πολλές φορές ήδη από την πρώτη οικουμενική σύνοδο, από τη σύνοδο της Καρχηδόνας επίσης η ελληνική εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Για παράδειγμα, όταν ένας πρέσβης Βυζαντινός πηγαίνει στη Σκυθία για να διαπραγματευθεί εκεί με τους τοπικούς ηγεμόνες, συναντάει στον δρόμο του έναν ντυμένο σκυθικά άνθρωπο ο οποίος μιλάει άπταιστα ελληνικά και τον ρωτάει πώς τα έμαθε τα ελληνικά -και του απαντά: «Είμαι Γραικός». Τι δηλώνει αυτό; Δεν δηλώνει ταυτότητα; Αυτοπροσδιορίζεται Γραικός. Και είναι άπειρες αυτές οι αναφορές. Αλλά και όταν αναφέρονται στην έννοια του Ρωμαίου, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να εννοούν την έννοια του Έλληνα.

Θα σταθώ σε τρία πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα διότι είναι κρίσιμα γι’ αυτά τα οποία συζητούνται σήμερα και, σε σχέση με τον ελληνισμό της τουρκοκρατίας που τον θεωρούν αεθνικό και απλώς ελληνόφωνο και, για τον βυζαντινό κόσμο. Έχει διασωθεί και έχω αναδείξει, -διότι, δεν συνέφερε και αφέθηκε εν σιωπή- μία αλληλογραφία του πάπα Νικολάου (9ος αιώνας) με τον βασιλιά της Κωνσταντινούπολης, ουσιαστικά με τον Φώτιο. Διαμαρτύρεται λοιπόν ο παπάς Νικόλαος, διότι στην αλληλογραφία τους οι Βυζαντινοί δεν θεωρούν Ρωμαίους τους Λατίνους της Ιταλίας, ουδέ καν τη Ρώμη και τον πάπα. Και μάλιστα, χαρακτηρίζει την λατινική γλώσσα ως βαρβαρική και σκυθική· όχι ρωμαϊκή. Και απαντάει διαμαρτυρόμενος λοιπόν ο πάπας, «…Κατά τι εσείς που σας παρέδωσε ο Κωνσταντίνος τη Ρώμη διατηρήσατε τη ρωμαϊκότητά σας, αφού, μιλάτε την ελληνική και απορρίψατε τη λατινική που ήταν η γλώσσα της Ρώμης, ντύνεστε ελληνικά, αισθάνεστε Έλληνες και μιλάτε με τέτοια περιφρόνηση για εμάς που μας θεωρείται μάλιστα ανάξιους να είμαστε Ρωμαίοι;…». Τι δηλώνει λοιπόν αυτό; Δηλώνει ακριβώς ότι, και η έννοια του «Ρωμαίου» είναι το ταυτοτικό ισοδύναμο της έννοιας του Έλληνα.

Θα σας πω άλλο ένα παράδειγμα που έχει πολύ μεγάλη σημασία, διότι υπάρχει στην εποχή εκείνη που ιδίως χαρακτηρίζεται η έννοια του «Έλληνα» ως έννοια που αποδίδει τον μη χριστιανό. Ο Καρλομάγνος είναι ο ηγεμόνας στη Δύση, η Ειρήνη η Αθηναία είναι βασίλισσα του Βυζαντίου. Ο Καρλομάγνος λοιπόν, παρ’ όλον ότι τον στέφει βασιλιά των Ρωμαίων ο πάπας ο Λέων ο 3ος για τους δικούς του λόγους (για να γλυτώσει την καταδίκη για όσα είχε διαπράξει και αρνούμενος να υποβληθεί στη δικαιοσύνη μιας γυναίκας -για αναλογιστείτε εδώ τώρα λίγο τη διαφορά πολιτισμού) προσπαθεί να συνάψει γάμο με την Ειρήνη την Αθηναία. Το αποτρέπει όμως η σύγκλητος και ο λαός του Βυζαντίου και στη συνέχεια προσπαθεί να παντρέψει την κόρη του με τον γιο της Ειρήνης της Αθηναίας, τον Κωνσταντίνο. Στέλνει λοιπόν στο Βυζάντιο στην αυλή του Καρλομάγνου έναν συμβολαιογράφο λόγιο της Κωνσταντινούπολης, τον Ελισαίο, για να διδάξει τη μέλλουσα βασίλισσα στην οποία δίδουν και το ελληνικό όνομα Ερυθρώ, να τη διδάξει την ελληνική γλώσσα, τα ελληνικά ήθη και τα θέσμια της Ρωμαίων βασιλικής αυλής. Το έθνος των Ρωμαίων, των Ελλήνων, που έχουν ως καταπίστευμα το ρωμαϊκό κράτος, το ρωμαϊκό imperium, είναι παρόν. Δηλώνεται το 8ο αιώνα παρακαλώ!

 

Τρία τελευταία στοιχεία που είναι αναγκαία για να κατανοήσουμε την ελληνική κληρονομιά του Βυζαντίου από τους Έλληνες της τουρκοκρατίας: Το πρώτο, το οποίο υπαινίχθηκα ήδη, είναι ότι στο Βυζάντιο ολοκληρώνεται το τέλος της δουλείας. Γίνονται όλοι πολίτες των πόλεων και λειτουργούν εν δημοκρατία. Συγχρόνως –και είναι η αιτία- γενικεύεται η έννοια των συστημάτων, δηλαδή της εταιρικής οικονομίας, της εφαρμογής της δημοκρατικής αρχής στην οικονομία/οικονομικό σύστημα. Αδιανόητο για την εποχή μας, αλλά παρ΄ όλα αυτά υπαρκτό στον ελληνικό κόσμο. Τι δηλώνουν όλα αυτά; Ότι ζούμε σε μία φάση που ουσιαστικά η κοινωνία η οικονομία και η πολιτική έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό βίο και μάλιστα με όρους ανωτερότητας ακόμα και με την κλασική εποχή. Η δημοκρατία της Αθήνας των κλασικών χρόνων, ενώ έχει κατακτήσει την καθολική ελευθερία για τους πολίτες της, άρα και κοινωνική ελευθερία, το οικονομικό σύστημα το άφησε απ’ έξω. Ο ελληνικός κόσμος της οικουμένης με πρώτη ολοκληρωμένη εκδοχή το Βυζάντιο, εισάγει τη δημοκρατική αρχή (και γι’ αυτό εκλείπει η δουλεία) και στο οικονομικό σύστημα. Άρα λοιπόν είναι η περίοδος αυτή η οποία προετοιμάζει μια νέα κρίσιμη απογείωση που είναι η μετάβαση στον νεότερο κόσμο.

Μία άλλη παράμετρος που έχει σημασία να την συγκρατήσουμε και, αναφερόμαστε σε μία εποχή που αυτός ο ανθρωποκεντρικός κόσμος του Βυζαντίου αντιπαραβάλλεται με την πιο σκοτεινή περίοδο της ανθρώπινης Ιστορίας και όχι μόνο της ευρωπαϊκής, που είναι η «ιδιωτική» φεουδαρχία στον δυτικό κόσμο και η πρωτόγονες κοινωνίες στον ανατολικό κόσμο. Ο 9ος αιώνας είναι ο κομβικός για τη μετακένωση αυτού του βυζαντινού κόσμου και στη Δύση και στην Ανατολή και στους Άραβες. Ξεκινάει η Αναγέννηση με τη μετακένωση στη Δύση, γίνεται ο εκχριστιανισμός και άρα η ενσωμάτωση στον ελληνικό πολιτισμό των Σλάβων και, βεβαίως, μετακενώνεται για πρώτη φορά η ελληνική γραμματεία στους Άραβες.

Η άλλη παράμετρος που πρέπει να τη συγκρατήσουμε διότι δημιουργεί πολλά προβλήματα στην κατανόηση του Βυζαντίου και του σημερινού ελληνικού κόσμου είναι ο χριστιανισμός –η νέα θρησκεία. Η νέα θρησκεία, στην ελληνική της εκδοχή, πρέπει να την θεωρήσουμε ως εξολοκλήρου δημιούργημα των Ελλήνων. Δεν διέρρηξε μόνο με την ολύμπια θρησκεία αλλά και με τον Ιουδαϊσμό. Δογματικά, θεσμικά, θεολογικά και ως προς τον τρόπο του θρησκεύεσθαι αποτελεί εικόνα και ομοίωση του ελληνικού κόσμου. Με άλλα λόγια, η διάρρηξη με την ολύμπια θρησκεία δεν στοιχειοθετεί διάρρηξη με τον ελληνισμό και με αυτό που είναι ο ελληνισμός ως πραγματικότητα. Αντιθέτως! Συνδυαζόμενη και με τη ρήξη της με τον Ιουδαϊσμό, ενσωματώνεται στην πολιτισμική μήτρα, δηλαδή σε αυτό που συγκροτεί το θεμελιώδες στοιχείο της ταυτότητας. Δεν έχουμε δηλαδή δύο ταυτότητες όπως εμφανίζονται σήμερα μεταξύ των χριστιανών και των Ελλήνων. Έχουμε μία ταυτότητα μέσα στην οποία ενσωματώνεται και το θρησκευτικό ιδίωμα. Όπως ήταν η ολύμπια θρησκεία μέρος της ελληνικής ταυτότητας στην προ-χριστιανική εποχή, έτσι είναι τώρα η χριστιανική ταυτότητα μέρος της ελληνικής εθνικής ταυτότητας η οποία συνοδεύει τον Έλληνα και στην περίοδο της τουρκοκρατίας.

Ένα τελευταίο, εξαιρετικά σημαντικό όμως στοιχείο αυτής της πραγματικότητας που φέρνει μαζί του ο ελληνικός κόσμος στην περίοδο της τουρκοκρατίας, είναι και το δημιούργημα της νεοτερικότητας που ανέφερα στην αρχή. Η δημιουργία της νεοτερικότητας, η ανάδυση της νεοτερικότητας, δηλαδή αυτού που είναι το κράτος-έθνος σήμερα, δημιουργήθηκε στο μέσο και άνω Βυζάντιο. Δηλαδή, συγκεκριμένα από τους Ισαύρους, ιδίως από τους Μακεδόνες και, κατά ένα μεγάλο μέρος διακινήθηκε επίσης από τους Κομνηνούς. Έχουμε αυτή την περίοδο, τη δημιουργία όλων εκείνων των προϋποθέσεων για να δημιουργηθεί η εθνική κοσμόπολη. Αυτό κάνει τη διαφορά που μας επιτρέπει να γνωρίζουμε τι συνέβη στη συνέχεια όταν ο ελληνικός κόσμος ηττήθηκε σε αυτά τα τρία στάδια που ανέφερα πριν και ανέλαβε την ηγεσία της μετάβασης στη νεοτερικότητας (στο νεότερο κόσμο) η Δύση, αλλά, έχοντας ήδη μετακενωθεί εκεί οι προϋποθέσεις αυτής της μετάβασης στη νεοτερικότητας. Ποια είναι η διαφορά λοιπόν μεταξύ του ελληνικού και του δυτικού δρόμου ο οποίος ελληνικός δρόμος διακινείται -όπως θα δούμε- εν κατακλείδι και στην περίοδο της τουρκοκρατίας; Ότι, ο ελληνικός δρόμος θέλει να μεταφέρει μαζί με το κεκτημένο του ελληνικού πολιτισμού ως τρόπου του βίου και ως ταυτότητας από το οικουμενικό κοσμοπολιτειακό κράτος το εθνικό κοσμοπολιτειακό κράτος με λειτουργίες μεγάλης κλίμακας, χωρίς να καταργηθούν τα κοινά, αλλά αναλαμβάνοντας έναν μεγάλο και διαφορετικό ρόλο μέσα σε αυτό το νέο κράτος, ενώ στη Δύση από τη στιγμή που ανέλαβε την ηγεσία αυτό που συμβαίνει είναι να οδηγήσει μεν στη νεοτερικότητα αλλά έχοντας απορρίψει όλο αυτό το κεκτημένο του ελληνικού πολιτισμού και της βυζαντινής οικουμένης (δημοκρατία οικουμενική και κοσμοπολιτειακή) και της πόλης-κράτους, μεθαρμόζοντας τις έννοιες και αποδίδοντας την έννοια της δημοκρατίας δηλαδή της κοινωνικο-οικονομικής και πολιτικής αυτοκυβέρνησης από τον δήμο στο κράτος της πολιτικής κυριαρχίας, δηλαδή στον πρωθυπουργό. Αυτό λοιπόν είναι ένα κεφαλαιώδες ζήτημα! Διότι και στην περίοδο της τουρκοκρατίας ο ελληνικός κόσμος ζει το καθεστώς των πόλεων/των κοινών, διατηρεί αυτούσιες τις πόλεις, διατηρεί αυτούσια τη δημοκρατική εφαρμογή στο οικονομικό σύστημα και, επιπλέων, μέσα σε αυτό το πλαίσιο της σχέσης με το οθωμανικό καθεστώς έχει αποκλείσει την άμεση παρέμβαση του οθωμανικού καθεστώτος επάνω στο άτομο -όπως θα ήτανε εάν είχαμε ένα καθεστώς πολιτικής κυριαρχίας σαν το σημερινό -δηλαδή εκλόγιμης μοναρχίας- και, βεβαίως, η έννοια της συλλογικής ευθύνης και της δημοκρατικής υποστασιοποίησης των πόλεων/κοινών της τουρκοκρατίας. Και όταν μιλάμε για πόλεις, να διευκρινίσουμε ότι δεν είναι τα αστικά κέντρα, αλλά είναι από ένα χωριό μέχρι ένα μεγάλο αστικό κέντρο όπως η Κωνσταντινούπολη. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν έχουμε το άτομο να είναι υπεύθυνο για τη δημοσιονομική ευθύνη και για όλα, αλλά και η συλλογικότητα, η αρχή της αλληλεγγύης, το αλληλέγγυο των Βυζαντινών, απέναντι στο οθωμανικό καθεστώς. Κρίσιμος θεσμός που αναγκάστηκε βεβαίως ο Οθωμανός κατακτητής να το αποδεχθεί διότι τον συνέφερε. Το δεύτερο είναι το οικουμενικό πατριαρχείο, η εκκλησία η ίδια, που ανέλαβαν ρόλους που ανήκαν προηγουμένως σε μεγάλο βαθμό στο κοσμοπολιτειακό κράτος του Βυζαντίου. Εκλιπόντος του κράτους έχουμε το οικουμενικό πατριαρχείο και τη σύνολη εκκλησία να αναλαμβάνει πολιτικούς ρόλους μέσα στον χριστιανικό πληθυσμό. Η ίδια η θέσμιση της εκκλησίας παραμένει αυτό που ήταν στο Βυζάντιο, δηλαδή πολεοτική και συγχρόνως δημοκρατική, γι’ αυτό και αποκαλείται «εκκλησία του δήμου των πιστών». Όλα αυτά καταργήθηκαν από το νεοελληνικό κράτος, όπως και τα κοινά, όπως επίσης και η δημοκρατία μέσα στα κοινά.

 

Το οθωμανικό καθεστώς έχει τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία βαραίνουν επάνω σε αυτόν τον ελληνικό κόσμο της τουρκοκρατίας, χωρίς όμως να ακυρώνουν αυτή τη συνάφειά του με τα βιώματα τους θεσμούς και τις πραγματικότητες του Βυζαντίου, όπως και το να ονειρεύεται την ανασύσταση του Βυζαντίου. Είναι, το ότι είναι εθνικός κατακτητής και, συγχρόνως, θρησκευτικά διαφορετική πραγματικότητα, ότι είναι δεσποτικό καθεστώς και ότι, βεβαίως, μετά από μία στιγμή, όπως και προηγουμένως στις απαρχές του, εκφυλίζεται κατά τρόπο που δημιουργεί μια τρομακτική ανασφάλεια και αυτονομίες στις τοπικές πραγματικότητες. Ωστόσο, ο ίδιος ο νομικός πολιτισμός, που σημαίνει η ανθρωποκεντρική πραγματικότητα του Βυζαντίου, εφαρμόζεται μέσα στα κοινά από την ίδια την εκκλησία και στο επίπεδο των συντεχνιών –δηλαδή της εταιρικής οικονομίας. Δεν ζουν (και το βλέπουμε αυτό στον λαϊκό πολιτισμό και στο δημοτικό τραγούδι) δηλαδή την οθωμανική πολιτισμική ή θεσμική σφαίρα. Την απαξιώνουν, την απεχθάνονται και τη διαχωρίζουν. Το δημοτικό τραγούδι τι δηλώνει ακριβώς; Ομολογεί έναν πολιτισμό ο οποίος είναι εντελώς αυτόνομος, εντελώς συγκροτημένος με όρους αυτονομίας έστω και υπό καθεστώς οθωμανικής κατοχής. Εάν θελήσουμε δηλαδή να συγκρίνουμε τη ρωμαιοκρατία με την Οθωμανοκρατία, θα δούμε πάρα πολλά κοινά στοιχεία αλλά και με πολλές όμως διαφορές βεβαίως, με κυριότερη αυτήν του γεγονότος ότι οι Οθωμανοί δεν ήταν μια πόλη που επικάθησε επάνω στον ελληνικό κόσμο ως ηγεμονεύουσα πόλις αλλά μία κρατική δεσποτεία ασιατικού τύπου. Κι αυτό είναι το βεβαρυμμένο παρελθόν μιας πραγματικότητας που έπρεπε ο ελληνικός κόσμος να αποτινάξει παρ’ όλον ότι, πολλοί ακόμη, επειδή ακριβώς αυτά τα θεμέλια του βυζαντινού κόσμου στην περίοδο της τουρκοκρατίας του επέτρεψαν να αναπτυχθεί, να γίνει μια κυρίαρχη πραγματικότητα που ηγεμόνευε ουσιαστικά σε τρεις αυτοκρατορίες οικονομικά, πολιτισμικά και εκκλησιαστικά και, συγχρόνως, που κατάφερε να ενσωματώσει στον εθνικό κορμό ακόμα και λαούς οι οποίοι αντιστάθηκαν στο Βυζάντιο. Και ξέρουμε ότι υπήρχαν διαρκείς πόλεμοι για την καταστολή τους, όπως ήταν ο βουλγαρικός λαός. Οι πηγές της εποχής των παρυφών του 18ου – 19ου αιώνα μας λένε, όπως ο μεγάλος μητροπολίτης της Αυστρίας ο Νεόφυτος Δούκας, ότι, τελειώσαμε πια, είναι όλοι Έλληνες, μιλάνε την ελληνική. Το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα που είναι το μοναδικό στην εποχή του -στην παγκόσμια δηλαδή εποχή του κοσμικό εκπαιδευτικό σύστημα- ανήκει στα χέρια των ελληνικών δικτύων, των ελληνικών κοινών.

Όλα αυτά, δηλώνουν τελικά ότι, σε μία αποτίμηση του ελληνικού πολιτισμού στο σύνολό του, τα διάφορα στάδια από την απώτατη αρχαιότητα των πόλεων-κρατών, την ελληνιστική, τη ρωμαϊκή, τη βυζαντινή και την οθωμανική εποχή, διατηρούν μία ενότητα που μας βεβαιώνουν ότι ο ελληνικός κόσμος της τουρκοκρατίας δεν ζει απλώς το Βυζάντιο, αλλά ζει σε μία γενικότερη εκδοχή του την αρχαιότητα. Δηλαδή με τους όρους των πόλεων-κρατών, δηλαδή αυτού που έχω αποκαλέσει του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας που στοιχειοθετεί η έννοια της θεμελιώδους κοινωνίας της πόλης. Αυτή λοιπόν η κατάληξη που στην πραγματικότητα μας επιτρέπει να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε και τι έγινε στην Επανάσταση και στη συνέχεια, μας φέρνει αντιμέτωπους με δύο κρίσιμα ερωτήματα: Πρώτον, πώς συνέβη κι αυτός ο βυζαντινός ελληνισμός, καταπιστευματοδόχος της Ρώμης, ηγεμόνας και γεννήτορας του νεότερου κόσμου, να υποταχθεί το 1204 και το 1453 σε υποδεέστερες και δη δεσποτικές δυνάμεις που δεν μπορούσαν να έχουν τη φιλοδοξία της οικονομικής και πολιτικής ηγεμονίας αλλά μόνο της λεηλασίας; Και δεύτερον, τι συνέβη με την Επανάσταση που, εντέλει, έφερε το ελλαδικό κράτος; Σε τι απέβλεπαν οι Έλληνες τελικά; Απέβλεπαν στη δημιουργία αυτού του κράτους ή μήπως σε κάτι διαφορετικό; Πολύ σύντομα θα πω, ότι, το 1204 το Βυζάντιο δεν ηττήθηκε. Ήταν κραταιό και είχε όλες τις προϋποθέσεις να αντιμετωπίσει ακόμα όλους τους εξωτερικούς βαρβαρικούς λαούς που μοναδικό τους πρόσημο είχαν την πολεμική λεηλασία. Παραδόθηκε. Παραδόθηκε αμαχητί στους Σταυροφόρους από τις δυνάμεις εκείνες οι οποίες μέσα στο Βυζάντιο αντιστάθηκαν σε αυτή τη μετάβαση από τη μικρή στη μεγάλη κλίμακα, δηλαδή στο εθνικό κοσμοπολιτειακό κράτος που θα έφερνε τη νεοτερικότητα. Διότι διακυβεύονταν μεγάλης κλίμακας συμφέροντα. Δεν είναι του παρόντος να σας τα εξηγήσω αυτά με συγκεκριμένες χρονολογίες και συντελεστές, αλλά μπορεί κανείς να τα δει στην εξέλιξή του και πώς οδηγήθηκε σε αυτή την πραγματικότητα. Το 1453, αποτελεί τη συνέχεια αυτής της αντιμαχίας μέσα στο Βυζάντιο μεταξύ εκείνων που ήθελαν να οδηγήσουν στην επόμενη φάση το Βυζάντιο -της εθνικής δηλαδή κοσμόπολης- και εκείνους που ήθελαν να διατηρήσουν το παλαιό καθεστώς. Δυστυχώς, τη δυναμική που ανέπτυξε το κράτος της Νίκαιας με τους Λασκαρίδες και τον Βατάτζη, θα έλεγα ως ένα βαθμό και το κράτος της Ηπείρου ή της Πελοποννήσου, δεν ακολουθήθηκε από τους Παλαιολόγους. Με αποτέλεσμα να παραμείνει κατακερματισμένος ο ελληνικός κόσμος, να κατατρύχεται από εσωτερικές υπονομεύσεις, έριδες και πολέμους που έφερνε μαζί του τους ξένους να διαιτητεύσουν, όπως επίσης και του κρίσιμου γεγονότος ότι μετέβαλαν την βασιλεύουσα πόλη που ήταν εναρμονιστική συνιστώσα του συνόλου της επικράτειας των πόλεων σε πόλη-κράτους που ουσιαστικά χρησιμοποιούσε την επικράτεια ως αποικία της. Δηλαδή ως νεμητική παράμετρο της όλης λειτουργίας. Γι’ αυτό και, ήδη ο Κεκαυμένος μέμφεται τον βασιλέα και τους αξιωματούχους ότι δεν βγαίνουν πέραν της Θράκης που πηγαίνουν για κυνήγι. Ότι δεν γνωρίζουν πια το τι γίνεται στην επικράτεια και ότι το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να εισπράττουν φόρους, να καταπιέζουν τους τοπικούς πληθυσμούς και τις πόλεις για να ζουν καλά στην Κωνσταντινούπολη και να εξαγοράζουν (γνωρίζουμε καλά τις πελατειακές εξαγορές του δήμου της Κωνσταντινούπολης από τους βασιλείς, από τη σεισάχθεια των χρεών τους μέχρι τις άφθονες παροχές), ώστε να εξαγοράζουν την εκλογή τους και ούτω καθεξής. Άλλαξε άρδην δηλαδή η ιδιοσυστασία του κοσμοπολιτειακού κράτους και, βεβαίως, αυτό είναι ένα κεντρικό ζήτημα που έρχεται σε αντίθεση με αυτό που ήταν ο ελληνικός κόσμος στην ύστερη περίοδο του Βυζαντίου, δηλαδή, ένας κόσμος σε τρομακτική απογείωση όχι μόνο την πολιτισμική που ξέρουμε αλλά και αυτογνωσίας και οικονομικο-κοινωνική. Αυτή λοιπόν η πραγματικότητα είναι που οδήγησε στην τουρκοκρατία. Μια εσωτερική ουσιαστικά υπόθεση η οποία γνωρίζουμε καλά ότι όταν αγωνιούσαν οι πόλεις της Βιθυνίας να τους σταλεί μία μικρή βοήθεια για να αποτραπεί το πλιάτσικο των Οθωμανών που δεν ήταν παρά δύο-τρεις χιλιάδες, δεν μπορούσαν οι Βυζαντινοί βασιλείς να στείλουν ούτε πεντακόσιους οπλίτες να υπερασπιστούν και να βοηθήσουν τους πληθυσμούς των πόλεων αυτών. Αυτός ο εκφυλισμός λοιπόν που ουσιαστικά οδηγεί και στους καταστρεπτικούς εμφυλίους που φέρνουν τους Οθωμανούς και τους άλλους ξένους μέσα στην επικράτεια, -και γνωρίζουμε ότι ο Κατακουζηνός επεχείρησε να φέρει τους Τούρκους μέσα στην Κωνσταντινούπολη για να μπορέσει να κατανικήσει  τον δήμο και τον Ιωάννη Παλαιολόγο που τον ήθελε ο δήμος, προκειμένου να μπορέσει να επιβληθεί ο ίδιος. Ευτυχώς δεν τα κατάφερε και γι’ αυτό η άλωση καθυστέρησε για λίγο χρόνο.

Τι προσδοκούσε λοιπόν αυτός ο βυζαντινός κόσμος της περιόδου της τουρκοκρατίας για την απελευθέρωσή του; Προφανώς είχε σε υψηλή εκτίμηση τα κοινά. Με βάση τα κοινά λειτουργεί ακόμα στην Κωνσταντινούπολη και το πατριαρχείο. Εσείς οι Κωνσταντινοπολίτες γνωρίζετε –δεν ξέρω στα τελευταία χρόνια τι συνέβη- αλλά, στην περίοδο της τουρκοκρατίας η σύνοδος των αντιπροσώπων του κοινού της Κωνσταντινούπολης είναι εκείνο που διαμορφώνει τις πολιτικές του πατριαρχείου και όχι ο πατριάρχης ή μόνο ο κλήρος. Άρα, αυτό δηλώνει ότι ακόμα και ως κεντρική πολιτεία υπάρχει το κοινό της Κωνσταντινούπολης, των αντιπροσώπων δηλαδή των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων από τις συντεχνίες μέχρι τους Φαναριώτες, δηλαδή τα αστικά στρώματα κ.λπ. Άρα λοιπόν δεν σκοπεύουν να καταργήσουν.

Για μην μακρηγορήσω θα σας το πω με παραδείγματα. Τα προτάγματα των Ελλήνων για την απελευθέρωση, άρα για την υπέρβαση της οθωμανοκρατίας, την αποτίναξη της οθωμανοκρατίας και της συγκρότησης ενός κράτους εθνικού/ελληνικού, δεν έχουν να κάνουν με αυτό που συμβαίνει στη Δύση. Δηλαδή με την εγκαθίδρυση ενός απολυταρχικού δεσποτικού κράτους, αλλά του κράτους της κοσμόπολης. Δεν έχουμε παρά, να δούμε τι γράφουν οι στοχαστές της εποχής εκείνης και πώς αντιμετωπίζουν το δυτικό φεουδαλικό παράδειγμα. Δεν έχουμε παρά, να δούμε την πιο προχωρημένη εκδοχή του διαλόγου των Ελλήνων της τουρκοκρατίας με τη Γαλλική Επανάσταση και το πρόταγμά της που είναι το πολιτειακό πρόταγμα του Ρήγα, η ελληνική δημοκρατία. Που ενώ παραλαμβάνει τις βασικές αρχές, δεν είχε μία γραμματεία γύρω του να κάνει επεξεργασίες, αυτού του συντάγματος του 1793 και, το μεθαρμόζει σε καθεστώς δημοκρατίας. Εκείνο ήταν απλώς μια εκλόγιμη μοναρχία. Το δηλώνουν οι ίδιοι κι έχουν συνείδηση του γεγονότος αυτού. Άρα λοιπόν θέλουν την αποκατάσταση της βυζαντινής κοσμόπολης με ένα επιπλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα, ότι, η δημοκρατία εφαρμόζεται στο σύνολο των κοινών, δεν εξαρτάται δηλαδή από τους εσωτερικούς συσχετισμούς και συγχρόνως η κοινωνία του κεντρικού πολιτειακού συστήματος που εκλέγει και που διαλέγεται με την κεντρική κυβέρνηση και βουλή, είναι το σύνολο της κοινωνίας της επικράτειας και όχι της πρωτεύουσας της μητρόπολης. Αλλά η βουλή παραδείγματος χάρη είναι νομοπαρασκευαστική. Η κυβέρνηση δεν διαθέτει πολιτική κυριαρχία και έχει όλα τα γνωρίσματα της οικουμενικής κοσμόπολης. Που η κεντρική κυβέρνηση ασκεί μία έννομη επιστασία. Άρα η απόσταση μεταξύ αυτού που ονειρεύεται και βάζει μπροστά ως πρόταγμα για την απελευθέρωσή του ο ελληνικός κόσμος, έχει απόσταση ετών φωτός από αυτό το οποίο διακινείται αυτήν την εποχή. Ακούμε σήμερα ότι η Ελληνική Επανάσταση εμπνεύστηκε από τον διαφωτισμό. Από πού κι ως πού εμπνεύστηκε από τον διαφωτισμό; Ακόμα και το κράτος το οποίο εμφυτεύθηκε όταν ηττήθηκε ο ελληνικός κόσμος στην Πελοπόννησο, στη μήτρα δηλαδή του ελληνικού κόσμου, δεν εμπνέεται από τον διαφωτισμό αλλά από την απολυταρχία της εποχής. Κι αυτό συμβαίνει διότι πρέπει αφενός να ελεγχθεί ο ελληνικός κόσμος -γι’ αυτό και είναι ένα προτεκτοράτο- αφετέρου να κατασταλεί η δυναμική που δημιουργούσε και κινδύνους με τον φιλελληνισμό στην Ευρώπη διότι ενίσχυε τα φιλελεύθερα κινήματα της εποχής και άρα την αμφισβήτηση της απολυταρχίας και, βεβαίως, για να αποτελέσει ένα καρφί στο σώμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας για να ελέγχεται η ίδια στην πορεία της ιστορίας της στη συνέχεια.

Συγκρατούμε λοιπόν ότι, η ήττα της Επανάστασης του 1821 έχει δύο σκέλη: Ήττα στη Μολδοβλαχία που οφείλεται στην κακή οργάνωση και όχι στην φιλοδοξία που είχε και, ήττα στην Πελοπόννησο λόγω των εμφυλίων που δεν επέτρεψε στις δυνάμεις της επανάστασης να κατακτήσουν μία ευρύτερη ζωτική περιοχή και να διεισδύσουν όπως φιλοδοξούσαν στην Ήπειρο και στη Μακεδονία κι αυτό διότι ακριβώς επικράτησε ο πολεοκεντρισμός. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν είχε ηγεσία και δεν οργανώθηκε με συντεταγμένο τρόπο ώστε να μπορέσει να διαχειριστεί το πρόταγμά της και να οργανώσει την περαιτέρω εξέλιξή της, δείχνει ακριβώς ότι η επανάσταση αυτή ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Έχει σημασία όμως να συγκρατήσουμε ότι, μέχρι την τελευταία στιγμή οι Έλληνες όπως ξέρετε οργάνωσαν συντάγματα χωρίς να έχουν κράτος –διότι, συντάγματα είχαν και τα κοινά/πόλεις της τουρκοκρατίας. Οργάνωσαν λοιπόν συντάγματα και μάλιστα δημοκρατικά, σε μία εποχή που στην Ευρώπη δεν υπήρχε ούτε ένα σύνταγμα. Προέβαλαν οι Γάλλοι επαναστάτες συντάγματα που δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Και, βεβαίως, η περίπτωση του Καποδίστρια. Ο οποίος Καποδίστριας κατηγορήθηκε ως αυταρχικός διότι ήταν αντιβασιλικός, ήταν βαθιά δημοκρατικός και ήθελε να συγκεράσει αυτό που γνώριζε ότι έθεταν ως προϋπόθεση οι Δυνάμεις, δηλαδή την επιβολή της απολυταρχίας, με το ελληνικό κοσμοπολιτειακό παράδειγμα. Γι’ αυτό και εισάγει (κι αυτό ήταν η αιτία της πολεμικής των Κοτζαμπάσηδων εναντίο του) τη δημοκρατία ξανά στα κοινά στην περιοχή της Πελοποννήσου και της Στερεάς που έλεγχε η τότε κυβέρνηση. Συγκροτούσε δηλαδή ένα κράτος συμβιβασμού διότι δεν είχε άλλα δυνατότητα αυτή την εποχή, αλλά ήταν το τελευταίο εγχείρημα. Διότι στο τέλος επεβλήθη αυτό το οποίο έκανε το κράτος της απολυταρχίας –όπως είπα- δηλαδή, στο όνομα του εξευρωπαϊσμού μας οδήγησαν σε μία ολοκληρωτική επιστροφή/οπισθοδρόμηση στην προ-σολώνεια εποχή που είχαμε γνωρίσει αυτό το καθεστώς.

Τι όμως συνέβη στη συνέχεια; Γιατί πολλοί λένε σήμερα ότι, «…τι να κάνουμε; αυτό το κράτος έχουμε…». Κανείς δεν αντιλέγει ότι εκεί που καταλήξαμε, αυτό το κράτος έχουμε. Αλλά πρέπει να έχουμε και επίγνωση όμως του «γιατί» αυτό το κράτος αποδόμησε όλο το συστατικό μέρος του ιστορικού αυτού βυζαντινού οικουμενικού ελληνισμού από τα κοινά και τη δημοκρατία τους μέχρι την εταιρική οικονομία, το «γιατί» αποδόμησε και δεν αποδέχθηκε την ενσωμάτωση του μείζονος ελληνισμού (όλες οι καταστροφές του μείζονος ελληνισμού διαπράχθηκαν στην Αθήνα συμπεριλαμβανομένης και της τελευταίας δηλαδή της Μικρασιατικής Καταστροφής) και, το «γιατί» εντέλει σήμερα βρίσκεται σε μία αντιμαχία και με τον εσωτερικό ελληνικό κόσμο. Υπάρχει λοιπόν μόνο μία εξήγηση. Ότι για να νομιμοποιηθεί αυτό το κράτος, πρέπει να ιστορηθεί με βάση την δυτική του προέλευση και την αναγωγή του στην αρχαιότητα χωρίς να παρεμβληθεί το Βυζάντιο και η τουρκοκρατία. Άρα, να δηλωθεί ότι του είμαστε ευγνώμονες που συγκροτούμε Έθνος, γιατί αυτό μας συγκρότησε σε Έθνος, ότι δεν επαναστατήσαμε ως Έθνος για να συγκροτήσουμε κράτος (ό,τι έγινε δηλαδή και στη Δύση) και ότι αυτό το κράτος μας δίδαξε τη δημοκρατία που απλώς ορίζει την εκλόγιμη μοναρχία και όχι τη δημοκρατία που βίωνε ο κόσμος της τουρκοκρατίας και του Βυζαντίου, για να μας διδάξει επίσης ότι από αυτό το κράτος και από τη Δύση διδαχθήκαμε τους αρχαίους, ο Κορυδαλλέας που βρίσκεται κάποιους αιώνες πριν από τους Δυτικούς στην επικοινωνία τους (και όχι μόνο, απλώς αναφέρω ένα παράδειγμα) με την ελληνική αρχαιότητα και το Βυζάντιο, η ίδια η χριστιανική θεολογία και όλα αυτά, ότι τα παραλάβαμε από τη Δύση, όπως μας λένε. Και ό,τι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί έτσι, βεβαίως απαξιώνεται. Όπως είναι οι πόλεις/τα κοινά. Αλλά όταν απαξιώνεις την πόλη και τη δημοκρατία στα κοινά της τουρκοκρατίας, με τη δήλωση μάλιστα των Βαυαρών ότι τα καταργούν επειδή είναι δημοκρατικά υποστασιοποιημένα, σημαίνει ότι απαξιώνεις τη δημοκρατία στην πόλη-κράτος στην εποχή του Περικλή. Αλλά αυτό ήδη το έχουν διαπράξει εγκαλώντας τη δημοκρατία της πόλης ως προνεοτερική και άρα την εκλόγιμη μοναρχία  που ζούμε σήμερα ως ανώτερη της δημοκρατίας.

Αυτά λοιπόν είναι τα φαινόμενα τα οποία δεν φέρει μαζί του ως ξένο σώμα προς τον ελληνισμό αυτό το κράτος, αλλά, και ως ιδεολογία που κατατείνει στο να απαξιώσει αυτή την ιστορική συνέχεια με όρους προόδου και δημοκρατίας για να μας διδάξει ότι ερχόμαστε από έναν άλλον κόσμο που προήλθε από τη φεουδαρχία και έφερε το καινούργιο. Και γι’ αυτό μας εγκαλεί επίσης ως ιστορική πραγματικότητα ότι δεν περάσαμε από τον διαφωτισμό και από την Αναγέννηση. Μα, για να περάσει κανείς από τον διαφωτισμό και ή από την Αναγέννηση, προηγουμένως πρέπει να είναι φεουδαλικός ο κόσμος τους. Δηλαδή δουλοπάροικοι που να θέλουν να ελευθερωθούν και να συγκροτήσουν έννοιες και εικόνες μιας κοινωνίας εν ελευθερία. Αυτό δεν το χρειαζόταν ο ελληνικός κόσμος διότι ζούσε και μάλιστα την οικουμενική διάσταση του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι. Άρα λοιπόν, αντιλαμβανόμαστε ότι και αυτή τη στιγμή που ζούμε το δράμα της τουρκοκρατίας στη χειρότερη εκδοχή της, δηλαδή της αποδόμησης και των τελευταίων στοιχείων του ελληνικού ταυτοτικού κεκτημένου, είναι παρόν.

Θα σας καλέσω να παρακολουθήσετε δύο σειρές εκπομπών, επειδή η μία εκφράζει την κρατική τηλεόραση και η άλλη το ιδιωτικό ραδιόφωνο. Η μία είναι μια σειρά εκπομπών που έχει οργανωθεί και έχουν κληθεί ακριβώς οι παράκλητοι της απολογίας του κράτους και της οπισθοδρόμησης, στην ΕΡΤ, που νομίζω προβάλλεται ακόμη. Είναι τραγικό αυτό που ακούει κανείς εκεί μέσα, ως δοξαστικό ενός κράτους και ως απαξίωση του ελληνικού κόσμου. Που, για να μπορέσει να νομιμοποιηθεί σε αυτό που θέλει να δείξει τι κάνει; Αγνοεί τον μείζονα ελληνισμό για να περιγράψει τον ελληνικό κόσμο ως τον κόσμο της Πελοποννήσου. Έναν δηλαδή περιδεή αγροτικό και κατεστραμμένο κόσμο και όχι αυτόν που είναι ο ηγήτορας του ελληνικού κόσμου που είναι των μεγάλων αστικών κέντρων –που δεν είναι λίγα- και με κορυφαία την Κωνσταντινούπολη. Με άλλα λόγια, αφαιρεί και αποεθνοποιεί τον ελληνικό κόσμο της τουρκοκρατίας για να μπορέσει να δείξει ότι ήρθε αυτό το κράτος της Πελοποννήσου για να συγκροτήσει το έθνος των Ελλήνων που δεν υπήρχε προηγουμένως. Η δεύτερη σειρά, λυπάμαι που θα το πω, είναι η σειρά στο ΣΚΑΪ που οργανώνει ο συμπολίτης σας ο κύριος Άρης Πορτοσάλτε.  Δεν έχω ξανακούσει -και, βεβαίως, δεν τα λέει ο ίδιος, αν και βοηθάει- αλλά δεν έχω ακούσει ξανά τέτοια αποδόμηση του μείζονος ελληνισμού και του ιστορικού του κεκτημένου από αυτές τις δύο σειρές εκπομπών. Και διερωτώμαι, τι είναι αυτό που κινεί τα νήματα της σκέψης όχι μόνο αυτών; Αυτά τα αναφέρω ως παραδείγματα γιατί με λυπεί, πρέπει να σας πω, το γεγονός ότι ένας Κωνσταντινοπολίτης είναι ενορχηστρωτής μιας τέτοιας πραγματικότητας. Ειδάλλως εγώ δεν συνηθίζω να αναφέρω ονόματα. Και δεν είναι το όνομα που κάνει το γεγονός αλλά είναι η σειρά μιας ιδεολογίας και μιας πραγματικότητας που οδηγούν τα ονόματα. Άρα, που αποδέχονται αυτή την πραγματικότητα. Τι είναι αυτό λοιπόν που τους δίνει τέτοια ένταση στο μυαλό ώστε να αισθάνονται την ανάγκη να νομιμοποιήσουν ένα κράτος το οποίο βεβαίως οφείλει να υπάρχει, αλλά δεν πρέπει επ ουδενί να μεταβληθεί από χώρα σε χώρο. Πράγμα στο οποίο οδηγούμαστε σήμερα. Διότι σε τελική ανάλυση το πρόβλημα δεν είναι το κράτος ως επικράτεια, αλλά το γεγονός ότι δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι είναι άλλο πράγμα το κράτος ως επικράτεια και άλλο πράγμα το κράτος ως πολιτική συγκρότηση. Το ερώτημα είναι λοιπόν: θα συνεχίσουμε να ταυτίζουμε το πολιτικό σύστημα/την πολιτεία με το κράτος κρατώντας την κοινωνία μακριά από τα δρώμενα; Ή, να ανακτήσουμε το ιστορικό παρελθόν συμπεριλαμβανομένης και της τουρκοκρατίας όπου αυτός ο πολιτισμός είχε αυτή την εδραία βάση της συνάντησης εντός της πολιτείας του πολιτικού προσωπικού με την ίδια την κοινωνία; Άρα να γίνει η κοινωνία εταίρος της πολιτείας ώστε η πολιτεία να παράγει εθνικές πολιτικές, πολιτικές κοινωνικού εθνικού συμφέροντος άρα πολιτικές πολιτισμού που θα είναι συμφυείς με τις αναφορές και τη βούληση του ελληνικού κόσμου. Διότι εάν υπάρχει ελληνικό κράτος, αν υπάρχει ελληνική οικονομία, υπάρχουν όλα αυτά μόνο για έναν λόγο: ότι υπάρχει η ελληνική κοινωνία. Εάν πάψει να υπάρχει ελληνική κοινωνία δεν θα υπάρχει ελληνικό κράτος ούτε ελληνικό πολιτικό προσωπικό. Κατά τι λοιπόν η πολιτική τάξη κρατάει μακριά κι ακολουθώντας τα βήματα της δυτικής ομοφροσύνης την κοινωνία από την πολιτεία, τη στιγμή που δεν είναι εφικτή η εξωθεσμική, ιδεολογική ή άλλη συνάντηση της κοινωνίας με το πολιτικό προσωπικό παρά μόνον μέσα στην πολιτεία; Γιατί αυτό διδάσκει ο ελληνικός κόσμος με όρους προόδου. Ότι, η πολιτική ελευθερία οφείλει να είναι παρούσα και βιούμενη από την ίδια την κοινωνία και όχι να αποτελεί μομφή για την κοινωνία όπως και η εθνική αναφορά.

Σας ευχαριστώ πολύ.


Γ. Κοντογιώργης, Το Βυζάντιο των Ελλήνων κατά την Οθωμανοκρατία




Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

 

Γιώργος Κοντογιώργης: Τι διακυβεύεται στην Ουκρανία


Ο Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και πρώην Πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργος Κοντογιώργης στις 12.03.2022 στην Δημοτική Τηλεόραση Θεσσαλονίκης TV100 και στην δημοσιογράφο Μαρία Αναγνωστίδου.
Cosmosystème -Cosmosystem- Κοσμοσύστημα: Γ. Κοντογιώργης, Τι διακυβεύεται στην Ουκρανία (contogeorgis.blogspot.com)

Απομαγνητοφώνηση, Ελένη Ξένου.

 

Δημοσιογράφος Μαρία Αναγνωστίδου: Φτάσαμε κυρίες και κύριοι στο σημείο μηδέν με την ανθρωπότητα να είναι ξανά αντιμέτωπη με έναν πόλεμο στην Ευρώπη, με την απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων ως μέσον πίεσης να πλανάται επάνω από τα κεφάλια μας και μία τεράστια ανθρωπιστική και οικονομική καταστροφή να είναι σε εξέλιξη. Θα μιλήσουμε με τον τέως Πρύτανη Παντείου Πανεπιστημίου και ομότιμο Καθηγητή Πολιτικών Επιστημών τον κύριο Γιώργο Κοντογιώργη.

Κύριε Καθηγητά, καλησπέρα σας. Μετά την οικονομική κρίση που ταρακούνησε τη Δύση, σειρά έχει η κρίση της ειρήνης σε Δύση και Ανατολή.

Καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης: Καλησπέρα και σε εσάς. Είναι γεγονός. Βέβαια, το μόνο που έχουμε ως πρωτότυπο γεγονός αυτή τη στιγμή, είναι ότι αυτός ο πόλεμος διεξάγεται στην Ευρώπη. Ειδάλλως, καθημερινά και χωρίς διακοπή, δεκάδες πόλεμοι διεξάγονται στον πλανήτη Γη. Και, βέβαια, αν θέλουμε να μιλήσουμε με ανθρωπιστικούς και ηθικούς όρους, θα πρέπει να σταθούμε σε αυτή την καταστροφική ανθρωπιστική πλευρά του ζητήματος η οποία όντως έρχεται να επιβαρύνει όχι μόνο τους ανθρώπους που υποφέρουν αλλά και εκείνους που ζουν μέσα από το παγκόσμιο ιντερνετικό σύστημα αυτήν την πραγματικότητα κι ας είναι μακριά.

Δημοσιογράφος: Κύριε Κοντογιώργη, είναι γεωπολιτικό το θέμα ή πολιτικό;

Γ.Κ.: Να σας πω πρώτα-πρώτα γιατί υπάρχουν οι πόλεμοι, διότι, αυτό απαντά και στην ερώτησή σας. Σήμερα μας λένε ότι ο Πούτιν είναι αυταρχικός ηγέτης και γι’ αυτό κάνει πόλεμο. Ενώ η Δύση (ή κάποιοι άλλοι, Κινέζοι κ.λπ.) δεν είναι ίσως αυταρχικοί και γι’ αυτό και δεν κάνουν και πόλεμο. Δεν είναι αλήθεια αυτό. Όλοι πολεμούν όταν χρειάζεται. Είτε είναι υπερδυνάμεις που θέλουν να ηγεμονεύσουν, είτε είναι μικρές δυνάμεις που αισθάνονται ότι απειλούνται ή θέλουν να απειλήσουν κάποιους άλλους. Εμείς εδώ ζούμε το γεγονός της απειλής πολέμου, όπως ξέρετε, δεκαετίες τώρα. Δεν είναι κάτι ξένο δηλαδή προς την πραγματικότητα. Συνεπώς, η γεωπολιτική είναι αποτέλεσμα πολιτικών οι οποίες πολιτικές έχουν να κάνουν με συμφέροντα. Εκεί που υπάρχουν σύνορα υπάρχουν και συμφέροντα και, ο ένας θέλει να κερδίσει από τον άλλον.

Κι εδώ ακριβώς να σημειώσω κάτι: Ότι, όσο αυξάνει η ευημερία και η ανάγκη της ελευθερίας στους ανθρώπους, τόσο οι πόλεμοι θα γίνονται στο μέλλον πιο συχνοί και πιο αιματηροί. Γιατί, ακριβώς το ζήτημα του κρατοκεντρισμού, της συγκρότησης δηλαδή των κοινωνιών σε  κράτη το ένα δίπλα από το άλλο, δημιουργεί αυτές τις προϋποθέσεις. Η πολιτική στο εσωτερικό δεν γίνεται με όρους πολέμου αλλά γίνεται με όρους επιρροής και ελευθερίας. Οι διακρατικές όμως σχέσεις, είναι σχέσεις δύναμης.

Αυτή τη στιγμή λοιπόν, έχουμε μια απάντηση στο μεγάλο ερώτημα που τέθηκε τα τελευταία χρόνια, δηλαδή, για το εάν μας χρειάζονται σύνορα ή όχι. Με άλλα λόγια, εάν πρέπει να τελειώσουν τα σύνορα ώστε να τελειώσει ο πόλεμος ή όχι. Αυτό είναι ένα ψευδές ερώτημα που έχει όμως μια ουσία γεωπολιτική, στρατηγικής σημασίας. Η Διεθνής των Αγορών δεν θέλει σύνορα. Οι άνθρωποι όμως (δηλαδή οι πατρίδες) θέλουν σύνορα. Και η περίπτωση της Ουκρανίας ομολογεί ακριβώς αυτό. Ότι, ενώ υποστηρίζεται από τη Δύση που ουσιαστικά κατέχει τη Διεθνή των Αγορών, επικαλείται εκεί τα σύνορα -για να μπορέσει να κάνει αυτό που γίνεται και να το υποστηρίξει. Δηλαδή την πατρίδα. Καταλαβαίνετε ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα από όσο προσπαθούν να μας τα παρουσιάσουν. Από τη μία μεριά, ξέρουμε πάρα πολύ καλά, ότι στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (δηλαδή του διπολισμού) δεν είχαμε πολέμους στην Ευρώπη και γενικότερα. Και δεν είχαμε διότι υπήρχε η ισορροπία του “τρόμου” (άρα η ισορροπία δυνάμεων, οι σφαίρες επιρροής) ενώ σήμερα, που από το  1990 και μετά, οι σφαίρες επιρροής καταργήθηκαν διότι εξέπεσε η Σοβιετική Ένωση και ο ζωτικός χώρος της Ρωσίας περιήλθε ουσιαστικά στη Δύση, βλέπουμε ότι η Ρωσία προσπαθεί να ανακτήσει ένα κομμάτι αυτού του ζωτικού της χώρου για να μπορέσει να είναι υπερδύναμη. Διότι δεν μπορεί να υπάρξει υπερδύναμη χωρίς πρόσβαση στις θάλασσες. Και η Ρωσία αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να έχει τον Βόρειο Πόλο ως ζωτική περιοχή πρόσβασης στις θάλασσες. Της χρειάζεται ο Εύξεινος Πόντος. Αυτή είναι η εξήγηση, αν θέλετε, του πολέμου στην Ουκρανία. Όχι όμως και η δικαιολογία. Διότι ακριβώς η έννοια της πατρίδας και η έννοια της ελευθερίας δεν έχει να κάνει με ζώνες επιρροής. Δεν σημαίνει ότι όποιος είναι αντικείμενο επιθυμίας για να υποτάξει κάποιον πρέπει να παραιτηθεί ώστε να οδηγηθεί στο κρεματόριο.

Ωστόσο, οι δεκάδες πόλεμοι που γίνονται στον κόσμο εάν μας απασχολήσουν θα διαπιστώσουμε ότι, τελικά υπάρχει κάτι το οποίο δεν έχουμε συλλάβει. Και είναι ακριβώς η φύση του ανθρώπου ότι είναι -όπως θα μας πει ο Αριστοτέλης- θηρίο. Δηλαδή είναι ο μόνος στον πλανήτη Γη που σκοτώνει τον συνάνθρωπό του μέσα στην κοινωνία του και είναι ο μόνος που τρώει τον ίδιο τον άνθρωπο. Αυτό όμως, στο μέτρο που υπάρχουν τα σύνορα, άρα οι πατρίδες, έρχεται να αντισταθμιστεί με τους συσχετισμούς δύναμης. Ο αδύναμος -θα μας πει ο Θουκυδίδης- θα υποκύψει διότι θα του επιβληθεί ο δυνατός με τη δύναμη των όπλων. Και, θα με ρωτήσετε εάν υπάρχει λύση σε αυτό. Βεβαίως και υπάρχει. Πρώτα-πρώτα η λύση της υπεράσπισης αυτού που θεωρεί κανείς «πολύτιμο» στον παρόντα χρόνο. Με άλλα λόγια η ισορροπία δυνάμεων, η θέληση δηλαδή να υπερασπιστεί κάποιος αυτό που έχει. Αυτό δεν το είδαμε στην περίπτωση της Ουκρανίας –πρέπει να πω- από τους ηγέτες της από την εποχή που έγινε ανεξάρτητη και που κατέρρευσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός. Εάν αποτιμήσετε τις αποφάσεις που πήραν οι ηγέτες, θα δείτε ότι αυτή η χώρα παρέμεινε πολύ διεφθαρμένη και πολύ καθυστερημένη (την έχω επισκεφθεί και ήταν τρομακτική η στέρηση και η καθήλωσή της). Και άλλες χώρες ανήκαν στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας αλλά βλέπουμε ότι εξελίχθηκαν. Και διαπιστώνουμε ακριβώς εδώ, ότι είχε τις προϋποθέσεις να έχει ειρήνη αυτή τη στιγμή (όχι μόνο με καθεστώς ουδετερότητας και με οποιοδήποτε άλλο καθεστώς) αλλά παραιτήθηκε από αυτό. Γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά ότι ήταν μια πυρηνική υπερδύναμη. Θα τολμούσε ποτέ η Ρωσία να διαπράξει αυτό το οποίο διαπράττει σήμερα εάν είχε απέναντί της μία πυρηνική δύναμη; Αυτό είναι ένα ερώτημα.

Αλλά, το ζήτημα του πολέμου, όπως πολύ σωστά είπατε, είναι γεωπολιτικών σφαιρών επιρροής, αλλά είναι επίσης και ένα ζήτημα που έχει να κάνει με το γεγονός ότι κάθε χώρα εξουσιοδοτείται να κάνει χρήση των όπλων της. Επομένως τα όρια αυτής της χρήσεως των όπλων δεν ήρθε καμία δύναμη (εννοώντας κανένα κοσμοκράτος) για να τα βάλει και να ασκήσει και την ανάλογη πίεση ως προς αυτό. Ο ΟΗΕ δεν παίζει κανέναν ρόλο ό,τι και να λέει. Και, βεβαίως, μην ξεχνάμε ότι είναι ο οργανισμός των νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά όμως και εκείνοι οι οποίοι διακινούν την ιδέα ότι με τη Διεθνή των Αγορών και την κατάργηση των συνόρων θα καταλύσουμε αυτό που είναι η αιτία του πολέμου, λένε ψέματα. Δεν είναι τα έθνη (οι πατρίδες) που δημιουργούν τον πόλεμο. Είναι οι ηγεμονικές βλέψεις κάποιων χωρών από τη μια μεριά και, επίσης, οι διαφορές που υπάρχουν στο πεδίο των συνόρων. Επομένως, η Διεθνής των Αγορών δεν θέλει αυτή τη στιγμή να δει τη Ρωσία μία υπερδύναμη, αλλά, θέλει να δει τη Ρωσία να είναι ενταγμένη αλλά με όρους –αν θέλετε- μειονεκτικούς και όχι υπερδύναμης σε αυτό το πλέγμα που θα έχει απέναντί της, την Κίνα, σε λίγο.

Δημοσιογράφος: Κύριε Κοντογιώργη θέλω να σας ρωτήσω το εξής. Ο Χένρυ Κίσινγκερ, ο για πολλούς κορυφαίος Αμερικανός διπλωμάτης, με ένα άρθρο του στην «Washington Post» τον Μάρτιο του 2014, διατύπωνε την άποψη ότι η Ρωσία δεν θα πρέπει να εξαναγκάσει τη Ουκρανία σε καθεστώς “δορυφόρου”, ενώ η Ουκρανία δεν θα πρέπει να ενταχθεί σε καμία από τις δύο πλευρές εφόσον θέλει να επιβιώσει. Αντίθετα, θα πρέπει να λειτουργήσει ως γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Μάλιστα είχε επισημάνει ότι η Ρωσία δεν θα ήταν σε θέση να επιβάλλει μία στρατιωτική κυριαρχία χωρίς να απομονωθεί σε μία εποχή που πολλά από τα σύνορά της είναι ούτως ή άλλως ήδη επισφαλή. Όσο για τη Δύση, είπε ότι η “δαιμονοποίηση” του Πούτιν δεν είναι πολιτική αλλά είναι άλλοθι για την απουσία της.

Εσείς συμφωνείται με αυτήν την προσέγγιση; Και, ποια χώρα σε αυτόν το πλανήτη με τα τωρινά δεδομένα νομίζετε ότι θα μπορούσε να διατηρήσει την ουδετερότητά της και να λειτουργήσει ως γέφυρα; Επί της ουσίας δηλαδή ελεύθερη και ανεξάρτητη. Υπάρχει η δυνατότητα για μία οποιαδήποτε (όχι μόνο για την Ουκρανία) άλλη χώρα; Και πόσο θα μπορούσε να κρατήσει αυτό;

Γ.Κ.: Θα μου επιτρέψετε εδώ, να σας πω με αφορμή την κυκλοφορία του νέου μου βιβλίου σε λίγο καιρό για τον Θουκυδίδη με τίτλο «Δημοκρατία και Πόλεμος στον Θουκυδίδη», μιλώντας κατεξοχήν για τον πόλεμο, ο Θουκυδίδης, μπορώ να πω ότι δεν υπάρχει δεύτερος, διότι ζούσε τα γεγονότα της εποχής.

Να πω λοιπόν για τον Κίσινγκερ. Υπάρχουν δύο σχολές στη Δύση για την αντιμετώπιση της Ρωσίας και οι οποίες ξεκινούν από κοινή αφετηρία ότι, ο μελλοντικός κίνδυνος για τη Δύση δεν είναι η Ρωσία αλλά η Κίνα, την οποία μάλιστα, εμείς οι Δυτικοί δημιουργήσαμε μεταφέροντας εκεί όλη τη βιομηχανική και τεχνολογική μας υποδομή. Γιατί αυτό; Διότι, μέσω αυτής της μεταφοράς κερδοσκοπούσαν οι Αγορές, στο επίπεδο βεβαίως του δανεισμού, αλλά κυρίως, της άντλησης υπεραξίας. Δηλαδή, ένα ζευγάρι παπούτσια που στην Κίνα όταν οι Δυτικοί τα έφτιαχναν με 5 ευρώ, στη Δύση (επειδή ήταν πολυτελείας αυτό το κόστος) τα πωλούσαν 200 και 300 ευρώ. Αντιλαμβάνεσθε επομένως ότι αυτό έχει τα όριά του. Διότι αυτή τη στιγμή η Κίνα αυτονομήθηκε. Το ερώτημα είναι λοιπόν, πού θα εντάξουμε –όπως λένε οι δύο αυτές σχολές σκέψεις- τη Ρωσία σε αυτόν τον ανταγωνισμό Δύσεως και Κίνας; Οι μεν λένε λοιπόν ότι πρέπει να μεταβάλουμε τη Ρωσία σε παρία, ουσιαστικά σε “βενζινάδικο” -όπως προσφυώς είπε κάποια κυρία της Δύσεως- δηλαδή, να αντλούμε από εκεί πρώτες ύλες αλλά να μην έχει την ισχύ της υπερδύναμης. Και οι άλλοι, λένε να την ενσωματώσουμε ως, υποδεέστερο  μεν, αλλά ως συνεταίρο, ως υπερδύναμη. Ο Κίσινγκερ λοιπόν βρίσκεται σε αυτήν την πλευρά -και όχι μόνο αυτός. Λένε δηλαδή ότι, δεν είναι το διακύβευμα η Ουκρανία. Διότι εάν αφαιρέσουμε την Ουκρανία από τη ζώνη επιρροής της Ρωσίας, η Ρωσία –όπως είπα- δεν έχει πρόσβαση στη θάλασσα και άρα δεν μπορεί να είναι μεγάλη δύναμη. Γίνεται μια περιθωριακή ασιατική χώρα η οποία θα πέσει στις αγκαλιές της Κίνας διότι έχει τεράστιο πρόβλημα στη Σιβηρία έναντι της Κίνας. Άρα λοιπόν, στο δίλλημα εάν θα την πάρουμε ως συνεταίρο σε αυτό που θα γίνει στο μέλλον με την Κίνα ή θα την έχουμε μία παρία πάλι στον ίδιον ανταγωνισμό, φαίνεται ότι στο δίλλημα αυτό ακριβώς απάντησε η ακραία εκδοχή ότι πρέπει τη Ρωσία να την καθυποτάξουμε. Και αυτό δημιουργεί, αν θέλετε, κινδύνους και για την Ευρώπη. Διότι με αφετηρία την Ουκρανία θα ανασυγκροτηθούν οι εσωτερικοί συσχετισμοί της Ευρώπης, όχι μόνο μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης αλλά και μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Άρα, οδεύουμε προς καταστάσεις που δεν υπήρχε λόγος να φθάσουμε. Διότι η Ρωσία είναι μια αχανής χώρα που δεν αποτέλεσε ποτέ αντικείμενο εκμετάλλευσης εξ επόψεως πρώτων υλών και πολλών άλλων, που, θα προσφερόταν για τη Δύση με πάρα πολύ θετικούς επωφελείς όρους για αυτήν. Άρα λοιπόν δεν βλέπω τον λόγο αυτής της κατάστασης. Είναι η λάθος επιλογή.

Δημοσιογράφος: Είναι η λάθος επιλογή. Φυσικά. Άνθρωποι παίρνουν τις αποφάσεις και γι’ αυτούς θα μιλήσουμε. Και ειδικά για τους ηγέτες. Θεωρείται ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει ισχυρή πολιτική ηγεσία στην Ευρώπη ή… “ζητείται” ο Τσόρτσιλ του 21ου αιώνα;

Γ.Κ.: Οι μεγάλοι ηγέτες δημιουργούνται σε στιγμές μετάβασης. Σήμερα δεν ζούμε αυτές τις στιγμές με την έννοια της τελικής φάσης που θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε. Η περίοδος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που γέννησε τον Τσόρτσιλ, ήταν η περίοδος που έπρεπε να μπει τέλος στους ολοκληρωτισμούς. Η περίοδος που βρισκόμαστε σήμερα δεν μπορεί να βγάλει ηγέτες. Θα βγάλει παράκλητους μικρομεσαίους, θα το έλεγα και “κακομοίρηδες”, δηλαδή ανθρώπους που είναι έτοιμοι να υπηρετήσουν ιδεολογίες που δεν έχουν να κάνουν με την χώρα τους, με την πατρίδα τους.

Δημοσιογράφος: Θα εντάσσατε τον κύριο Μακρόν και τον κύριο Μητσοτάκη σε αυτό;

Γ.Κ.: Δεν είναι θέμα ονομάτων. Είναι θέμα χωρών και πολιτικών. Τα πολιτικά συστήματα της εποχής μας δεν έχουν αντιστοίχηση με τις κοινωνίες. Δεν παράγουν μεγάλους ηγέτες. Μεγάλος ηγέτης είναι αυτός που μεγαλώνει τη χώρα του –και δεν εννοώ γεωγραφικά εξ επόψεως συνόρων. Εννοώ ότι μεγαλώνει την χώρα του στο πεδίο του πολιτισμού, της οικονομίας, της ευημερίας, της ελευθερίας. Αυτοί λοιπόν οι ηγέτες δεν υπάρχουν σήμερα διότι δεν υπάρχει αντιστοίχηση αυτού που ζητάει το πολιτικό σύστημα με αυτό που ζητάνε οι κοινωνίες. Βλέπουμε ότι οι κοινωνίες στρέφουν τα νότα τους σε όλες αυτές τις ιστορικές ηγεσίες, ψηφίζουν κατ’ οικονομίαν και αντισυμβατικά, αλλά δεν υπάρχει κανείς να “μυριστεί” το μέλλον, το πού πηγαίνει δηλαδή ο κόσμος, και να εμπιστευθεί τις κοινωνίες. Τους ακούμε συνεχώς να μιλάνε για τις Αγορές, για την ελεύθερη οικονομία, για την κρατική οικονομία και για οτιδήποτε που είναι του 19ου και του 20ου αιώνα παραδοχές αναγκαίες για το τότε, αλλά δεν τους ακούμε να μιλάνε γι’ αυτό που πραγματικά συμβαίνει στην Ουκρανία σήμερα -δηλαδή για την πατρίδα. Με την έννοια όμως όχι της χώρας που μεταβάλλεται σε χώρο, αλλά με την έννοια της χώρας στην οποίαν ο πολιτικός είναι δεσμευμένος σε αυτό που αποτελεί βούληση της κοινωνίας. Άρα ευημερία και ελευθερία. Αυτά δεν τα συναντάμε.

Έχουμε δύο επίπεδα ηγεμονιών: το ένα είναι το επίπεδο των κρατικών ηγεμονιών –που είναι του παρελθόντος ουσιαστικά- και το άλλο είναι οι ηγεμονίες των Αγορών. Οι οποίες ηγεμονίες των Αγορών δεσπόζουν και χρησιμοποιούν τους όρους της ισχύος και χρησιμοποιούν τα κράτη για τον λογαριασμό τους.

Δημοσιογράφος: Ήρθε η ώρα να λογαριαστούν όμως τώρα και θα δούμε και το αποτέλεσμα. Εμείς τι φταίμε; Αυτό είναι το ερώτημα. Ίσως κάπου να φταίμε, αλλά αυτό είναι ένα θέμα μίας άλλη συζήτησης.

Γ.Κ.: Οι κοινωνίες δεν φταίνε για τις επιλογές τους διότι δεν έχουν τη δυνατότητα να διορθώσουν τις επιλογές αυτές εάν είναι λάθος. Είναι  έξω από τα πράγματα. Άλλοι τα διαμορφώνουν. Και αυτοί που τα διαμορφώνουν είναι υπεύθυνοι και όχι οι κοινωνίες που, βεβαίως είναι υποψιασμένες. Αλλά, μπορούν να κάνουν κάτι; Όταν οι ηγέτες της Ουκρανίας καλούν σήμερα την κοινωνία των Ουκρανών να παλέψει, παλεύει και θυσιάζει τον εαυτόν της. Την θυμόντουσαν πριν όμως για να μην οδηγηθούν σε αυτό το χάλι σήμερα; Αυτό είναι το ερώτημα.

Δημοσιογράφος: Νομίζω ότι η απάντηση είναι προφανής για όλους μας. Κύριε Κοντογιώργη θέλω να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ και λυπάμαι που τελειώνει αυτή η τόσο ενδιαφέρουσα συζήτησή μας σύντονα, όμως θα δοθεί ξανά η ευκαιρία και είναι βέβαιο αυτό. Καλή δύναμη και καλή συνέχεια.

Γ.Κ.: Κι εγώ ευχαριστώ. Να είστε καλά κι εσείς.