Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019

«Η Συμφωνία»

Γιώργος Κοντογιώργης:"Η συνθηκολόγηση των Πρεσπών και η λέσχη των προθύμων"
Παναγιώτης Ήφαιστος:"Μια αντιφατική ετεροβαρής συμφωνία που οδηγεί στην αστάθεια"


23 Ιανουαρίου 2019
Γιώργος Κοντογιώργης


Η συνθηκολόγηση των Πρεσπών και η λέσχη των προθύμων
1 Η συμφωνία των Πρεσπών ως συνθηκολόγηση
Η λεγόμενη συμφωνία των Πρεσπών είναι στην πραγματικότητα μιασυνθήκη συνθηκολόγησης που μια χώρα υπογράφει μόνο μετά από μια ολική πολεμική ήττα. Όντως, η κυβέρνηση της Ελλάδας εκχωρώντας αμαχητί το σύνολο των απαιτήσεων που προέβαλε ο πιο ακραίος εθνικισμός της γείτονος έγινε οργανικός φορέας του. Παρέδωσε περισσότερα από όσα είχε αξιώσει ο Κίρο Γκλιγκόροφ.
Στο παρελθόν το ελληνικό κράτος γνώρισε πολλές ήττες οι οποίες ουσιαστικά οργανώθηκαν όλες στην Αθήνα. Η εθνική της ταυτότητα όμως, όσο και αν συρρικνωνόταν ο ελληνισμός, δεν ετέθη ποτέ υπό αμφισβήτηση. Με τη συνθηκολόγηση των Πρεσπών για πρώτη φορά εκχωρείται σε τρίτη χώρα ελληνική εθνική ταυτότητα. Διότι, η Μακεδονία δεν είναι πια μια απλή γεωγραφία, που μπορεί κανείς να την μοιράσει χωρίς πρόβλημα μεταξύ διαφόρων χωρών που κατοικούνται από τους λαούς τους. Με το να αναγνωρίζεται εθνικό πρόσημο στη γεωγραφία της Μακεδονίας, το οποίο το μονοπωλεί μια μόνο εθνότητα, η οποία επιπλέον διεκδικεί τα ιμάτια του ελληνικού εθνικού κορμού, η εθνότητα αυτή μεταβάλλεται σε όχημα διαμοιρασμού του ελληνικού πολιτισμού, δηλαδή της εθνικής ταυτοτικής βάσης του ελληνισμού. Ο διαμοιρασμός αυτός δεν αφορά όπως νομίζεται μόνο την αρχαία ιστορία, αλλά το σύνολό της, αδιάπτωτα μέχρι τον 20ο αιώνα.

2. Η ιδεολογία της συνθηκολόγησης, πίσω από τη συμφωνία
Το επιχείρημα της συνθηκολόγησης και του διαμοιρασμού του έθνους διατυπώθηκε στη Βουλή: «δεν μας ενοχλεί, είπε βουλευτής του Σύριζα, ο εθνικισμός των γειτόνων αλλά ο εθνικισμός των Ελλήνων». Πρέπει να κοντύνουμε λοιπόν το εθνικό μέγεθος των Ελλήνων για να μην ενοχλούν την «πολιτική ορθότητα» των εξωνημένων της ελλαδικής πολιτικής νομενκλατούρας.
Το επιχείρημα αυτό, που εκφράσθηκε συγκεκριμένα από την Συριζαία Αριστερά στην πράξη («να αναγνωρισθούν τα Σκόπια ως Μακεδονία ακόμη και χωρίς επιθετικό προσδιορισμό, με επισκέψεις υποστήριξης στη γειτονική χώρα, κλπ), συνοδεύεται από την άποψη που διατύπωσε σε μια αποστροφή του λόγου του ο Τσιπραίος πρωθυπουργός, ότι δεν δικαιούται να στερήσει από τον «άλλον» το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού. Ως ιδεολογικά προδιατεθειμένος να αποτελέσει το όχημα στην υπηρεσία του εθνικισμού των γειτόνων, και μετά βεβαιότητος ως αμαθής, συγχέει το καθόλα εύλογο αυτό δικαίωμα με το εγχείρημα των Σκοπιανών όχι να αυτοπροσδιορισθούν με βάση το δικό τους εθνοτικό/ταυτοτικό ιδίωμα (λχ ως Σλαβομακεδόνες), αλλά με γνώμονα την ταυτότητα του γείτονά του, δηλαδή με την υφαρπαγή της δικής του ταυτότητας. Εν προκειμένω η υφαρπαγή αυτή αφορά ένα σημαίνον μέρος της ελληνικής εθνικής ταυτότητας που ενσαρκώνει ο ιστορικός βίος των Ελλήνων της Μακεδονίας από την αρχαιότητα έως τις ημέρες μας. Με άλλα λόγια, οι Σκοπιανοί δεν αρκούνται στο δικό τους εθνοτικό/πολιτισμικό ιδίωμα, ουδέ καν σε εκείνο το μέρος του που βιώθηκε επί μακεδονικού εδάφους, ώστε να αυτοπροσδιορισθούν έστω ως Σλαβομακεδόνες. Διεκδικούν το σύνολο του πολιτισμικού κεκτημένου που εμπραγματώθηκε επί του μακεδονικού εδάφους. Το διεκδικούν με τρόπο άμεσο, ιδιοποιούμενοι το μέρος του ελληνικού πολιτισμού που παρήχθη από τον ελληνισμό της Μακεδονίας, από την αρχαιότητα έως σήμερα (και όχι μόνο στην εποχή του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου). Το διεκδικούν όμως και κατά τρόπο έμμεσο, πλην όμως απολύτως σαφή, με την οικειοποίηση του όλου της Μακεδονίας ως θεμελίου του εθνικού τους ιδιώματος.
Το ζήτημα ωστόσο δεν είναι τι διεκδικούν αυτοί. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας αφενός εκχωρεί την αρχαία ελληνική μακεδονική ιστορία με την επισήμανση ότι οι Σκοπιανοί δεν πρέπει να επιδεικνύουν «λαιμαργία» και να την διεκδικούν ολόκληρη («να αποδεχθούν ότι ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος δεν είναι μόνο δικοί τους» sic). Και αφετέρου, δεν δείχνει ότι ενοχλείται από το γεγονός ότι η βυζαντινή και η νεότερη ελληνική ιστορία της Μακεδονίας η σκοπιανή πλευρά θεωρεί ότι της ανήκει εξ ολοκλήρου.

3. Η πολυσημία της εθνικής ταυτότητας και η άρνησή της ως πολιτισμικής «συνείδησης κοινωνίας»
Οι πρόθυμοι θεράποντες του εθνικισμού των γειτόνων με πρώτους τους χρήσιμους ηλίθιους της Αριστεράς, προσποιούνται ότι αγνοούν πως η σύνολη εθνική ταυτότητα συντίθεται από πλήθος επιμέρους ταυτοτικές/πολιτισμικές συλλογικότητες, τις οποίες εάν αρνηθείς είναι σαν να ακρωτηριάζεις το όλον του εθνικού σώματος. Ο Μακεδόνας Έλληνας, όπως ο Ηπειρώτης, ο Πελοποννήσιος, ο Κρητικός Έλληνας ανήκει στο έθνος των Ελλήνων ως Μακεδόνας Έλληνας κλπ. Δεν είναι απλώς Έλληνας.
Συγχρόνως, οι χρήσιμοι αυτοί ηλίθιοι της Αριστεράς, εμποτισμένοι με τα ιδεολογήματα της άλλοτε ολιγαρχικής και εφεξής βαθιά αντιδραστικής νεοτερικότητας (του Διαφωτισμού), αρνούνται να προσλάβουν το έθνος ως κοινωνικό φαινόμενο, συμφυές με τις κοινωνίες που συγκροτούνται με όρους ελευθερίας (οι ανθρωποκεντρικές κοινωνίες). Εμφανίζοντάς το ως «επινόηση» του κράτους, το στοχοποιούν ως μείζονα εχθρό τους, και μαζί του τον φυσικό του φορέα, την κοινωνία. Η στοχοποίηση αυτή του έθνους και της κοινωνίας, αποκτά πολιτικές διαστάσεις στο μέτρο που η εθνική συλλογικότητα λειτουργεί ως η μήτρα της πολιτισμικής/πολιτικής συνοχής μιας κοινωνίας και επομένως ως η βάση της αντίστασής της ενάντια σε εκείνους που αξιώνουν την ηγεμονία της, την δήωσή της, εντέλει την ιδίω δικαιώματι νομή του κράτους.
Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί η άρχουσα σήμερα Αριστερά εκδηλώνει τόσο μένος και τόση απέχθεια απέναντι σε μια κοινωνία που διεκδικεί ρόλο στα πολιτικά πράγματα. Η τσιπραία Αριστερά, όντας εθισμένη να διαχειρίζεται τον δημόσιο ως ιδιωτικό της χώρο, αλλεργιάζεται με την ιδέα ότι είναι δυνατόν η κοινωνία να μην συντάσσεται ως αγέλη πίσω από την ηγεσία της, δηλαδή τις αποφάσεις της. Η κοινωνία ούτε δικαιούται ούτε είναι ικανή να έχει άποψη. Και στο ζύγι της αξιολόγησης η άποψη της κοινωνίας είναι εξ αντικειμένου αντιδραστική, οπισθοδρομική και επικίνδυνη. Την πρόοδο τη γνωρίζει εξ αποκαλύψεως και την εκφράζει αυθεντικά μόνο η κομματική νομενκλατούρα! Ακόμη και στα ζητήματα που αγγίζουν τον πυρήνα του αξιακού συστήματος της κοινωνίας, η τελευταία δεν δικαιούται να έχει άποψη. Μόνο να ακολουθεί τους καθοδηγητές της (όπως η εθνική της ταυτότητα, αξιοπρέπεια ή ελευθερία κλπ).
Τούτο εξηγεί την οργή της τσιπραίας Αριστεράς απέναντι σε μια κοινωνία που ορθώνει το ανάστημά της στην ιδεολογική της εθελοδουλεία και στην αναίδεια της να βαφτίζει ως αριστερή πολιτική την φτωχοποίησή της, τον φασιστικό τρόπο του φέρεσθαι και την αλαζονική προσέγγιση της άρνησης της κοινωνίας να λειτουργήσει συντεταγμένη στο μαντρί της κομματοκρατίας («ετερόκλητος όχλος» κ.α.) .

4. Το γεωπολιτικό διακύβευμα της συνθηκολόγησης
Η συνθηκολόγηση των Πρεσπών, θα έχει επίσης ολέθριες συνέπειες στη σταθερότητα της περιοχής και ιδίως για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας. Διότι ως έθνος των Μακεδόνων που κατοικεί στο Βόρειο τμήμα της Μακεδονίας, δεν θα μπορεί κανείς να εμποδίσει τους Σκοπιανούς να εγείρουν διεκδικήσεις επί του συνόλου της Μακεδονίας, να ονειρεύονται την απελευθέρωση και των άλλων Μακεδόνων αδελφών. Το ανασφαλές και μικρό του κράτους αυτού δεν ακυρώνει τους κινδύνους, όπως νομίζεται. Αντιθέτως, θα ενθαρρύνει όσους αντλούν συμφέρονται από την περιοχή να διατηρούν ή να επαναφέρουν το ζήτημα αυτό. Μακάρι δε να μην γίνει το διακύβευμα αυτό μέρος της υφέρπουσας αντίθεσης μεταξύ βορείων και νοτίων στην εσωτερική πολιτική ζωή της Ελλάδας.

5. Το χάσμα μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, η νεοτερική ολιγαρχική δυστροπία και η ελληνική κακοδαιμονία
Από τη συνθηκολόγηση των Πρεσπών αναδεικνύεται τέλος η ενδημική αντίθεση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που δημιουργεί το φύσει αναντίστοιχο προς την πολιτική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας. Μια αιρετή μοναρχία που ταυτοποιείται με το κράτος και τους κατόχους του, ενώ η κοινωνία διατηρείται εγκιβωτισμένη στην ιδιωτεία. Το σύστημα αυτό, καλεί να το λειτουργήσει ένα πολιτικό προσωπικό, το οποίο όπως μαρτυρεί η νεοελληνική ιστορία αποτελεί ξένο σώμα προς την κοινωνική συλλογικότητα. Που επειδή η νομιμοποίησή του στα μάτια της κοινωνίας παραμένει μηδαμινή, έχει γαλουχηθεί με ιδεολογίες εθελοδουλείας, διαπλοκής και ιδιοποίησης του δημόσιου αγαθού. Που ακριβώς γι’αυτό αναζητεί νομιμοποίηση έξωθεν, για να αντιμετωπίσει την αμφισβήτηση της κοινωνίας. Την οποία κοινωνία σπεύδει να ενοχοποιήσει για τα δικά του πεπραγμένα. Προς την οποία ωστόσο τρέφει μια υψηλή περιφρόνηση, την διαχειρίζεται ως «ετερόκλητο όχλο» δηλαδή ως αγέλη. Το νέο της Συριζαίας Αριστεράς είναι ότι θεωρεί πως κατέχει ως μύστης της αυθεντίας την απόλυτη αλήθεια και ως «Μέγας Ιεροεξεταστής» το δικαίωμα να ταξινομεί ό,τι αντιτείνει στις αποφάσεις της έξω από τη δημοκρατική έννομη τάξη, ως κατ’ελάχιστον ακροδεξιό.

6. Ο φασισμός είναι τρόπος, πριν γίνει σύστημα
Η διαχείριση της λαϊκής αντίθεσης στη συνθηκολόγηση από τον πρωθυπουργό με την προβολή από αυτόν του δόγματος ότι το «έθνος είμαι εγώ», συνομολογεί ότι η ελληνική χώρα ζει την καθόλα εκφυλισμένη εκδοχή της αιρετής μοναρχίας με τον πολιτικό τρόπο του φασισμού. Πριν από λίγες εβδομάδες, συνεκτιμώντας τον πολιτικό τρόπο της τσιπραίας διακυβέρνησης είχα πει ότι ο φασισμός είναι πρώτα τρόπος και μετά σύστημα. Ο τρόπος που διαχειρίσθηκε το προχθεσινό συλλαλητήριο (αλλά και τα προηγούμενα), αν αθροισθεί με άλλες πολιτικές, όπως στο πεδίο της επιλεκτικής εφαρμογής του νόμου, της εκκόλαψης του αυγού του φιδιού της ανομίας, της στοχευμένης φτωχοποίησης ευρέων κοινωνικών στρωμάτων και της μεταβολής τους σε (επιδοματούχους)διακονιάρηδες της ζωής, η μεταβολή της πολιτικής ευτέλειας σε πολιτική κανονικότητα κατά τη διαχείριση των πολιτικών πραγμάτων, οι σκοτεινές διαδρομές της με το παρακράτος του κράτους και των δυνάμεων του περιθωρίου, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μίγμα που λίγο απέχει από του να γίνει ο φασισμός από τρόπος σύστημα.

7. Η εφιαλτική θεμελίωση της λογικής του πολιτικού συστήματος. Η ανάγκη αλλαγής πολιτείας
Η συνθηκολόγηση στο μείζον μακεδονικό ζήτημα δεν αποκάλυψε απλώς το χαοτικό χάσμα που χωρίζει το ουσιώδες της άρχουσας πολιτικής τάξης από τη κοινωνία και το κοινό συμφέρον. Χάσμα που διασφαλίζει η λογική του πολιτεύματος που καθιερώνει το ίδιο το Σύνταγμα. Άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, τις συνέπειες του οποίου, η απλή εναλλαγή στην εξουσία δεν δύναται να θεραπεύσει.
Στον πυρήνα της, η κρίση που διέρχεται η ελληνική χώρα σήμερα, περισσότερο από ποτέ, δεν είναι ανατάξιμη, χωρίς μια αλλαγή πολιτείας. Μια αλλαγή, που θα υποχρεώνει θεσμικά την πολιτική τάξη να ακολουθεί εκ του σύνεγγυς την βούληση της κοινωνίας. Που θα μεταφέρει τη συνάντηση της κοινωνία με την πολιτική εντός της πολιτείας και όχι στους δρόμους και στις πλατείες. Που θα μεταβάλει εν ολίγοις το πολιτικό σύστημα, από αιρετή μοναρχία σε αντιπροσωπευτική πολιτεία.
Είναι πια καιρός η ελληνική κοινωνία να δραπετεύσει από τα ιδεολογικά δεσμά που ύφαναν από κοινού στο μυαλό της οι εντόπιοι και οι ξένοι κατακτητές της. Να αναλογισθεί την σημασία της διερώτησης, αντί να διαδηλώνει στους δρόμους για να εμποδίσει την κυβέρνηση να βλάψει την ίδια και τη χώρα, να αξίωνε να συναινεί κατ’ελάχιστον για τις μείζονες αποφάσεις της. Πιστεύει άραγε ότι το μίγμα της συμφωνίας για το μακεδονικό ζήτημα θα ήταν το ίδιο εάν έπρεπε να ερωτηθεί γι’αυτό; Διερωτώμαι με τη σειρά μου γιατί δεν βρίσκει εξ ορισμού εφιαλτικό να εμπιστεύεται τις τύχες της, τις τύχες της χώρας, σε ένα άτομο, παραιτούμενη συγχρόνως από το ελάχιστο δικαίωμα του ελέγχου, της ανάκλησης, της συναίνεσής της στην καθημερινή πολιτική διαδικασία, να λειτουργεί εντέλει ως εντολέας.
Εάν η συνθηκολόγηση την οποία υπέγραψε η τσιπραία διακυβέρνηση, δεν την οδηγήσει στη συνειδητοποίηση ότι το πρόβλημα της χώρας είναι θεμελιωδώς πολιτικό, θα συνεχίσει μετά βεβαιότητος να απορεί για τα κοινωνικά απόβλητα που θα καλούνται να ορίσουν το μέλλον της, κυρίως όμως για τις επερχόμενες σε τελική ανάλυση καταστροφές που θα συσσωρεύουν στη χώρα οι νομείς της.
21.1.2019






24 Ιανουαρίου 2019
Παναγιώτης Ήφαιστος

Μία αντιφατική ετεροβαρής συμφωνία που οδηγεί σε αστάθεια
Δεν χρειαζόταν η παρέμβαση της Μόσχας για να μάθουμε τι συμβαίνει γύρω από τη Συμφωνία των Πρεσπών σε Σκόπια και Αθήνα. Η Μόσχα έχει τους δικούς της στρατηγικούς λόγους, ενώ εμείς οι άμεσα ενδιαφερόμενοι Βαλκάνιοι το βιώνουμε καθημερινά. Αποστασίες, εκβιασμοί, εξοργιστικές για τον πολιτικό πολιτισμό των ανθρώπων εξωτερικές παρεμβάσεις στο εσωτερικό κυρίαρχων κρατών, εκμηδένιση κάθε νοητής έννοιας δημοκρατίας ακόμη και αυτής που ονομάζεται έμμεση δημοκρατία, διασυρμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, υποκρισίες, εκλογικεύσεις και ασύστολα ψεύδη συν αλματώδεις εκλογικεύσεις.

Όποιος νομίζει ότι -αφού ολοφάνερα έτσι είναι τα πράγματα- οι «συμφωνίες» θα φέρουν ένα ανθόσπαρτο βαλκανικό τοπίο σφάλλει ή υποκρίνεται αδίστακτα. Επιπλέον, η Συμφωνία των Πρεσπών και αυτά που ακούγονται από το κατεστημένο το οποίο ανακυκλώνεται εδώ και δύο αιώνες υπηρετώντας την ξενοκρατία, καταμαρτυρεί, για ακόμη μια φορά, τις γνωστές παθολογίες του νεοελληνικού κράτους.

Πολλοί και σε θέσεις ευθύνης δεν κατανοούν ότι η αποστολή των συνθηκών, των συμβάσεων και κάθε άλλων συμφωνιών μεταξύ κρατών είναι μια προσπάθεια για κατά δυνατό σταθεροποίηση του προγραμματικά ασταθούς διεθνούς συστήματος. Αυτό με τίποτα δεν σχετίζεται με τραγούδια, χορούς ή γραβάτες. Μόνο συμφέροντα εμπλέκονται και αυτά σχεδόν πάντα ανταγωνιστικά. Είναι ένα πράγμα οι ρευστές συμμαχίες συμφερόντων, για παράδειγμα, και άλλο οι αισθητικές σχέσεις και οι απόψεις των ατόμων. Ατόμων τα οποία, εάν δεν υπηρετούν τα συμφέροντα της χώρας και τίποτα άλλο, στα βιώσιμα κράτη αποπέμπονται.

Ακόμη, είναι γνωστό και σε πρωτοετείς φοιτητές ιστορίας και διεθνών σχέσεων ότι οι συνθήκες που ρυθμίζουν τα σύνορα και τις σχέσεις των κρατών αποφασίζονται μετά από έναν πόλεμο. Το κράτος που είχε επιτεθεί και ηττηθεί τιμωρείται με απώλεια εδαφών ή ακόμη και «ονομάτων» όπως για παράδειγμα η «Ανατολική Γερμανία», ονομασία που η Δυτική Γερμανία δεν αναγνώρισε έστω και αν πολλοί άλλοι την αναγνώρισαν. Οι Συνθήκες και οι συμφωνίες κάθε είδους καλά κρατούν όσο λειτουργούν συντελεστικά οι ενδοκρατικές και διακρατικές προϋποθέσεις.

Τόσο πασίδηλα πράγματα, όμως, στην Ελλάδα είναι αθέατα. Την λογική και τον ορθολογισμό τα θόλωσαν τα κοσμοπολίτικα θεωρήματα, τα ανυπόστατα ιδεολογήματα κάθε είδους και κάθε απόχρωσης και τα εθνομηδενιστικά σύνδρομα που τις τελευταίες δεκαετίες καλλιεργήθηκαν συστηματικά. Το σύστημα καρεκλοκένταυρων που ανακυκλώνεται επί δύο αιώνες και οι συνοδοιπόροι φορείς θεωρημάτων οδηγούν έτσι την Ελλάδα από την μια παγίδα στην άλλη και από την μια συμφορά στην επόμενη. Δεν πάνε πλατεία-Σύνταγμα, όπως θα έλεγε και το τραγούδι, οι Εξαρχείων ορμώμενοι πάνε Μέγαρο.

Διπλωματία του ζεϊμπέκικου
Πασίδηλα η «διπλωματία του ζεϊμπέκικου» είχε ως αποτέλεσμα να αναζητούνται μέχρι και σήμερα τα σύνορα του Αιγαίου που προβλέπουν οι διεθνείς συνθήκες. Παρόμοια η συνηγορία με το φασιστικό, ανελεύθερο και αντί-δημοκρατικό σχέδιο Αναν καθυστέρησε την ένταξη της Μεγαλονήσου Κύπρου στην αυλή της Άγκυρας πλην ο κίνδυνος για μια τέτοια κατάληξη είναι ολοένα και μεγαλύτερος. Οι ίδιες νοοτροπίες και συχνά τα ίδια άτομα ή νεότερα αντίγραφά τους δείχνουν παντελή άγνοια των κρατοκεντρικών λογικών και επαναλαμβάνουν τους εαυτούς τους με νέα ζεϊμπέκικα και νέα σχέδια Αναν. Η συμφωνία των Πρεσπών εμπίπτει σε αυτές τις λογικές που οδηγούν την Ελλάδα σε μια σειρά νέων και μεγάλων προβλημάτων βαθύτατων προεκτάσεων.

Ο διαχρονικός επικίνδυνος για την ασφάλειά μας ετερόκλητος όχλος καρεκλοκένταυρων και οι συνοδοιπόροι φορείς θεωρημάτων και ιδεολογημάτων, για παράδειγμα, αγνοούν ή κάνουν πως αγνοούν ότι από άποψη φυσιογνωμίας, λειτουργιών, ερμηνειών και αλλαγών, οι διεθνείς θεσμοί και το διεθνές δίκαιο διαφέρουν ριζικά και ουσιαστικά από το ενδοκρατικό δίκαιο και τους κρατικούς θεσμούς.

Έτσι, καθισμένοι πάνω σε υψηλά βουνά ψευδαισθήσεων και εσχατολογικών ιδεολογημάτων εμφανίζουν την «συμφωνία» των Πρεσπών (ακόμη και τις μπερδεμένες … ρηματικές διακοινώσεις κοινοποίησής της) ως περίπου το τέλος της Βαλκανικής ιστορίας που θα φέρει ανθόσπαρτο βίο, συνεργασία, φιλίες, χορούς, αγάπες και γιατί όχι και έρωτα. Τώρα και ανταλλαγή γραβατών. Τόσο καλά!

Σε κάθε περίπτωση είναι ανιστόρητο και κυρίως ενδεικτικό άγνοιας των πολιτικών όψεων του διεθνούς συστήματος και του διεθνούς δικαίου να θεωρούνται οι Συνθήκες και οι Συμβάσεις σιδερένιο φόρεμα μέσα στο οποίο εγκλωβίζονται οι συμβεβλημένοι. Στις κακόπιστες κριτικές και στην άγνοια διευκρινίζουμε, πάντως, ότι όπως έχουμε εξηγήσει σε ογκώδη κείμενα, το διεθνές δίκαιο, οι διεθνείς θεσμοί, οι Συμβάσεις και οι Συνθήκες είναι σημαντικές για τις διακρατικές σχέσεις.

Είναι ακραία επικίνδυνη θέση, όμως, εάν φορείς νομικισμού στο επιστημονικό και πολιτικό πεδίο εμφανίζουν συμφωνίες και μάλιστα εξαρχής αρρωστημένες όπως των Πρεσπών, ως περίπου προάγγελο του τέλους της βαλκανικής ιστορίας. Ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο τις ταυτίζουν με το ενδοκρατικό δίκαιο και συναγάγουν ότι το συνονθύλευμα των Σκοπίων και οι γειτονικές χώρες νομοτετελειακά θα κινούνται γραμμικά.

Διδαχές
Όμως, καθημερινά και πανταχόθεν καταμαρτυρείται η εφαρμογή των Συμφωνιών, των Συνθηκών και των Συμβάσεων δεν είναι γραμμική και απρόσκοπτη. Το ίδιο ισχύει για τα διεθνή δικαστήρια και άλλα διεθνή διαιτητικά όργανα που καλούνται να ερμηνεύσουν τις Συνθήκες ή να αποφανθούν για την τήρησή τους. Ακόμη και τα νήπια απαιτείται να γνωρίζουν τα θέσφατα επί αυτών των ζητημάτων και υποθέσεις όπως το δίκαιο της θάλασσας, το κυπριακό ή ότι συμβαίνει στην Μέση Ανατολή τα τελευταία χρόνια διδάσκουν ότι:
Τόσο η εφαρμογή των ευνοϊκών προνοιών των συνθηκών όσο και η εκπλήρωση ευρύτερα των προνοιών του διεθνούς δικαίου για την επικράτεια ενός κράτους απαιτεί επαρκή κρατική ισχύ η οποία «είναι το κύριο νόμισμα στην διεθνή πολιτική».
Όταν μια συμφωνία όπως αυτή των Πρεσπών δηλητηριάζεται προγραμματικά με θολές αναφορές σε ιστορικά ζητήματα και πνευματικά κριτήρια εξαρχής είναι εξαρχής πολιτικά και στρατηγικά «άρρωστη» και ακυρωμένη. Ταυτόχρονα δημιουργεί εκρηκτικές καταστάσεις που είναι εις βάρος του ειρηνικού και αμυνόμενου κράτους, εδώ της Ελλάδας.
Όταν μια συμφωνία όπως αυτή των Πρεσπών άμεσα ή άμεσα θίγει ζητήματα που αφορούν και άλλα κράτη μιας περιφέρειας η δυνητική αστάθεια διευρύνεται χωρικά και χρονικά.
Στον αέναο και αδιάλειπτο ανταγωνισμό στις περιφέρειες τέτοια ολισθήματα δημιουργούν ερείσματα για έλεγχο των περιφερειών με εκμετάλλευση των τριβών από τα ηγεμονικά κράτη με μεταφορά βαρών και με αποκόμιση οφελών με κατατριβή των πολύ απρόσεκτων κρατών.

Οι Πρέσπες ήδη δημιούργησαν πολύ μεγάλες ζημιές. Η επικύρωση από το ελληνικό Κοινοβούλιο δεν είναι κάποιο αίσιο τέλος αλλά η αρχή μιας μεγάλης περιπέτειας πολύ μεγαλύτερης από τις συνέπειες της Μικρασιατικής καταστροφής και του πραξικοπήματος του 1974. Γεωπολιτικά και στρατηγικά τα Βαλκάνια δεν είναι μια συνηθισμένη περιφέρεια και ως εκ τούτου ερασιτεχνισμοί όπως η Συμφωνία των Πρεσπών σημαίνει ότι το απρόσεκτο κράτος παίζει με την φωτιά.
Στοιχειώδεις στρατηγικές προϋποθέσεις

Αντί, ως το ισχυρότερο κράτος, να εργαστούμε για βιώσιμες περιφερειακές ισορροπίες θρέψαμε εάν όχι εδραιώσαμε επίπλαστους αναθεωρητισμούς που θα περιπλέξουν την στρατηγική όλων των κρατών των Βαλκανίων ενώ οι δύσμοιροι φορείς ιστορικών ανεκδότων των Σκοπίων θα είναι τα κύρια πιόνια στην σκακιέρα τόσο των περιφερειακών κρατών όσο και των ηγεμονικών δυνάμεων.

Επειδή δεν υπάρχει βιώσιμο κράτος ή έθνος, το κρατίδιο αυτό μεθοδικά και συστηματικά εξελίσσεται ήδη σε όχημα τριβών των οποίων κύριο θύμα θα είναι η Ελλάδα αλλά και άλλα κράτη των Βαλκανίων, κυρίως η Αλβανία και η Βουλγαρία, εξ ου και η αντίδρασή τους στα δικά μας απίστευτα ολισθήματα.

Υπάρχουν συμφωνίες, συνθήκες και συμβάσεις και «συμφωνίες», «συνθήκες» και «συμβάσεις» που δεν τηρούν στοιχειώδεις πολιτικές και στρατηγικές προϋποθέσεις βιωσιμότητας επειδή εξαρχής, όπως η Πρέσπα, έπασχαν ή επειδή αυτές οι προϋποθέσεις άλλαξαν. Η διεθνής πολιτική όσο και αν δεν αντιλαμβάνονται μερικοί καθ’ όλη την διάρκεια της γνωστής ιστορίας πέντε χιλιάδων χρόνων καθόταν και συνεχίζει να κάθεται πάνω σε κινούμενη άμμο. Έσχατοι ανθόσπαρτοι τόποι αν υπάρχουν δεν είναι επίγειοι αλλά επουράνιοι. Το ακούμε όμως ότι εκεί θα πάμε, ακόμη και με μια αρρωστημένη συμφωνία όπως των Πρεσπών.
Από τον Windrow Wilson
Ενδεικτικά και παρακάμπτοντας αυτό που βλέπουμε γύρω μας όσον αφορά τις Συνθήκες για το δίκαιο της θάλασσας, την Συνθήκη της Ζυρίχης για το Κυπριακό ή οτιδήποτε αφορά την Λιβύη, την Συρία και το Ιράκ, μπορούμε να αναφερθούμε σε δύο Αμερικανικές προσωπικότητες που πολιτικά σκεπτόμενοι ο καθείς από την δική του θέση κατανοούσε τι σημαίνουν οι συμφωνίες στην διεθνή πολιτική. Ο Wοοdrow Wilson έλεγε ότι είναι «δεδομένο ότι ένα κράτος έχει την δυνατότητα να καταγγείλει κάθε Συνθήκη με την οποία έχει δεσμευτεί κάποτε». Παρόμοια, ο ιδεολογικός αντίποδας του Wilson, ο πρόεδρος Theodore Roosevelt, είπε ότι «έχει το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα να καταργήσει μια συνθήκη επίσημα όταν θεωρήσει ότι συντρέχει επαρκής λόγος».

Ψιλά γράμματα όμως αυτά σε μια χώρα όπου κυριαρχεί ο νομικισμός και η ανυπόστατη θέση ότι το κράτος κατασκευάζει το έθνος. Στο δικό τους κράτος επιτίθενται κατά της φιλοπατρίας χαρακτηρίζοντάς την εθνικισμό και για την ΠΓΔΜ δέχονται ότι θα κατασκευαστεί κράτος αγγελικά πλασμένων πολιτών με τους οποίους θα χορεύουμε ζεϊμπέκικο ή θα χαζογελούμε αλλάζοντας γραβάτες.

Σίγουρα δεν θα κατασκευαστεί κράτος ή έθνος και οι Αλβανοί και Βούλγαροι ήδη το λένε με λόγια και πράξεις. Θα κατασκευαστεί όμως ένα συνονθύλευμα χρήσιμων ηλιθίων που θα φορούν περικεφαλαία, αυτή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, επειδή συγκυριακά συμφέρει σε κάποια ηγεμονικά κράτη να εισέλθουμε σε μια ακόμη δίνη τριβών και διενέξεων επί πολλές δεκαετίες.


Πηγή:










Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

Γιώργος Κοντογιώργης

Πότε θα είμαστε πραγματικά ελεύθεροι



Γιατί η Ελλάδα δεινοπαθεί μέσα σ΄ αυτή τη κρίση κι έχει φτάσει σ΄ αυτό το επίπεδο; Προσέξτε! Η Ελλάδα, σε όλη τη περίοδο αυτή, δηλαδή από την καταβολή του νεοελληνικού κράτους, (απ΄ την Οθωνική περίοδο) έχει υποταχθεί σε ένα οθωμανικού τύπου καθεστώς. Απελευθερώθηκε από το Οθωμανικό καθεστώς για να υποβληθεί σε ένα, εσωτερικό καθεστώς κατοχής. Που είναι οι ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες όμως λειτουργούν ως ξένη δύναμη πάνω στη κοινωνία. Δεν έχουν σχέση μ΄ αυτή τη κοινωνική συλλογικότητα. 

Η τελευταία κρίση, είναι όχι η «κρίση» που συνέβη για πρώτη φορά, αλλά η τελευταία μιας σειράς κρίσεων που έχουν αποδομήσει και συρρικνώσει όλο τον ελληνισμό, είτε δημογραφικά είτε οικονομικά είτε κοινωνικά. Αν σκεφτούμε ότι η αστική τάξη –η ελληνική, του μείζονος ελληνισμού- ήταν μια αστική τάξη η οποία δέσποζε σε τρεις αυτοκρατορίες και στη Μεσόγειο, και, σήμερα στον ελληνικό χώρο δε μπορεί να σταθεί μια αυτόνομη αστική τάξη και διαπιστώνουμε ότι αυτοί που θεωρούνται ηγέτες της αστική τάξης δεν είναι τίποτε άλλο παρά κάποιοι εργολάβοι και συγκατανευσιφάγοι στο κράτος, θα διαπιστώσουμε τι; ότι ποτέ δεν ήθελαν την εθνική ολοκλήρωση, -οι δυνάμεις της κομματοκρατίας και η Αριστερά συνένοχη πλήρως σ΄ αυτό το διακύβευμα- γιατί θα έχαναν το προνόμιο να κυβερνούν χωρίς έλεγχο, ανεξέλεγκτα. Γι΄ αυτό και επέβαλαν και αποδέχτηκαν το επιβεβλημένο πολιτικό σύστημα το οποίο ήταν απολυταρχικής υφής, και, το διακίνησαν με έναν τρόπο που τους επέτρεπε να αποδομούν την συλλογικότητα, (να μην έχει σχέση δηλαδή η πολιτική που ακολουθείται με την συλλογικότητα αλλά με τον καθέναν χωριστά. Πελατειακή σχέση). Είναι το αναντίστοιχο τριτοκοσμικό πολιτικό σύστημα πάνω σε μια κοινωνία που είχε συνηθίσει στο παρελθόν, ακόμα και στη περίοδο της Τουρκοκρατίας, να λειτουργεί με βάση την θεσμιμένη συλλογικότητα, δηλαδή τη δημοκρατία. 

Αυτό λοιπόν που μας κρύβουν κάτω απ΄ το χαλί, -θυμίζει αν θέλετε, το έχω πει τελευταία με αφορμή το βιβλίο μου- θυμίζει η πολιτική τάξη της χώρας, το κινηματογραφικό έργο «Ο πλανήτης των πιθήκων». Που, κάποια στιγμή κυριαρχούν οι πίθηκοι πάνω στους ανθρώπους και κρύβουν τον πολιτισμό τους, κρύβουν αυτό που αποτελεί πρόοδο επομένως, γιατί διαφορετικά δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την δική τους ηγεμονία. Αυτό κάνουν σήμερα. Μας λένε ότι το πολιτικό σύστημα είναι δημοκρατία, μας λένε ότι το πολιτικό σύστημα είναι αντιπροσώπευση, μας λένε ότι είναι Αριστεροί και Προοδευτικοί διότι έτσι όρισαν τον εαυτό τους, και οι άλλοι Φιλελεύθεροι διότι κατά τον ίδιο τρόπο, και, το μόνο που κάνουν είναι να κρύβουν κάτω απ΄ το χαλί αυτό το οποίο αποτελεί το καταστάλαγμα της προόδου –γιατί, εκεί βιώθηκε η πρόοδος με όρους ελευθερίας προς τη κοινωνία και ευημερίας- που είναι το παράδειγμα του ελληνικού κόσμου μέχρι και τον 19ο αιώνα. 

Πρόοδος τι είναι; Πρόοδος είναι ό,τι οδηγεί στην ευημερία μιας κοινωνίας και στην απελευθέρωσή της. Πόσο πιο πολύ ελεύθερη είναι μια κοινωνία; Όσο πιο πολύ συμμετέχει στα πεδία της ατομική, της κοινωνικο/οικονομικής και της πολιτικής ελευθερίας. ΔΕΝ γίνεται να είναι ελεύθερος ο πολίτης όταν το πολιτικό σύστημα ανήκει σε άλλον. Η ιδιοκτησία του πολιτικού συστήματος, όπως και η ιδιοκτησία του οικονομικού συστήματος, κρίνει το πόσο ελεύθερος είναι. Σήμερα είμαστε ελεύθεροι ως άτομα. Στη προσωπική μας ζωή μέσα στη κοινωνία. Αλλά δεν είμαστε ελεύθεροι ούτε στην οικονομική μας ζωή, -γιατί άλλοι αποφασίζουν για εμάς- (αν θα πάμε να συνάψουμε μια σχέση εργασίας εκεί υποκρύπτεται αλλά δε το λέμε, η παραίτηση από την ελευθερία μας να αποφασίζουμε εμείς για τον εαυτό μας, γιατί αυτό είναι ελευθερία: να αποφασίζουμε εμείς κι όχι κάποιος άλλος. Το «μη άρχεστε υπό μηδενός» θα μας πει ο Αριστοτέλης)- λοιπόν, και στη πολιτική επίσης. Μη μου πείτε ότι υπάρχει κανείς που αποφασίζει στη πολιτική. Το ότι ασκούμε κριτική στη πολιτική ανάγεται στην ατομική μας ελευθερία. Για να γίνει πολιτική ελευθερία, πρέπει να είμαστε πολιτικά ελεύθεροι. Έχουμε δικαιώματα πολιτικά, έχουμε δικαιώματα οικονομικά, (στο μέτρο που απέμειναν κάποια), αλλά δεν έχουμε ελευθερία πολιτική. Έχουμε το δικαίωμα να διαδηλώσουμε, αλλά γιατί διαδηλώνουμε; Γιατί δεν έχουμε εμείς την ελευθερία να αποφασίζουμε ως αυτόνομες οντότητες μέσα στη χώρα. Για να αλλάξουν οι συσχετισμοί σε επίπεδο χώρας και παγκόσμια, πρέπει οι κοινωνίες να μπουν στη πολιτική! Καθημερινά στη πολιτική! 

«Αντιπροσώπευση», είναι η καθημερινή θέσμιση και λειτουργία στη διαδικασία της λήψης των αποφάσεων της κοινωνίας. Κι όχι μια φορά κάθε τόσο. Είναι αυτό που έγινε, -για σκεφτείτε πόσες χιλιάδες χρόνια πριν και το απεκδυθήκαμε στη συνέχεια επί Σόλωνος, στις αρχές του 6ο αιώνα- καθιέρωσε την «αντιπροσώπευση». Έφτιαξε την κοινωνία σε «δήμο» (σε κοινωνία των πολιτών) και της έδωσε αρμοδιότητες εντολέα. Δηλαδή, το “ελέγχειν”, το “ευθύνειν”, (λέξεις που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης), το “ανακαλείν”, το “εκλέγειν” και το “καθορίζειν” το γενικό πλαίσιο των πολιτικών που θα ακολουθήσου αυτοί οι οποίοι είναι εντεταλμένοι. Σήμερα, την ιδιότητα του εντολέα και του εντολοδόχου την έχει ο πρωθυπουργός. Άρα, για ποια πολιτική ελευθερία μιλάμε; Το ίδιο συμβαίνει και με την οικονομία. Το δικαίωμα να έχει επιχείρηση ή να μην έχει, να τη κλείσει ή να την ανοίξει, την έχει ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης. Δεν γίνεται κάποιος να έχει την ιδιοκτησία τους συστήματος και αυτός που συμμετέχει σ΄ αυτό να είναι ελεύθερος. Αντικειμενικά δε γίνεται. Διότι η ελευθερία είναι αυτονομία. Άρα κατοχή συστήματος. 



Γιώργος Κοντογιώργης
Απομαγνητοφώνηση, Ελένη Ξένου.



3 Ιανουαρίου 2019.
Δεν είμαστε πραγματικά ελεύθεροι: https://www.youtube.com/watch?v=YK9CT_x7iuc
Αιτία της κρίσης & έξοδος απ'αυτή: https://www.youtube.com/playlist?list=PLyAKf0Y50tJrlwMJEVPKuQE4PMM6LkyAW