Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

 

Γιώργος Κοντογιώργης - Ο Ρήγας Φεραίος - 23 Μαρ 09

Ομιλία του τακτικού καθηγητή και πρώην Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργου Κοντογιώργη με θέμα "Ο Ρήγας Φεραίος και το πολιτειακό πρόταγμα των Ελλήνων της Τουρκοκρατίας", που δόθηκε στα πλαίσια επετειακού αφιερώματος των εκπαιδευτηρίων "Ελληνογερμανική Αγωγή" για την 25η Μαρτίου.

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας, Ελένη Ξένου.

https://youtu.be/I5inr9_4Tok


Γιώργος Κοντογιώργης:

Επέλεξα να σας μιλήσω για κάτι που, δεν έχει να κάνει με την επανάσταση αυτή καθαυτή, αλλά με το τι ήθελαν οι Έλληνες και πώς ήθελαν να ανασυγκροτηθούν αποτινάσσοντας τον οθωμανικό ζυγό. Πώς δηλαδή σκεφτόντουσαν αυτό που θα αποτελούσε το μέλλον υπό μια ελεύθερη πολιτεία. Αυτό μας εισάγει απευθείας στον προβληματισμό των Ελλήνων πριν από την Επανάσταση, και σε ό,τι αφορά την κοινωνία και την πολιτική. Μας φέρνει όμως αντιμέτωπους και με αυτά που συντελούνταν στη Δύση, στην Δυτική Ευρώπη, κυρίως την ίδια αυτή περίοδο. Που σημαίνει βασικά την περίοδο των μεγάλων γεγονότων της Ευρώπης, δηλαδή του διαφωτισμού και της Γαλλική Επανάστασης τον 18ο αιώνα. Αυτή η σύγκριση μπορεί να μας δώσει πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα διότι είναι μια σύγκριση που μας επιτρέπει να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Τι ήμασταν δηλαδή εμείς σε σχέση με την Ευρώπη αυτή την εποχή.

Πρέπει να σας πω ευθύς εξ αρχής, ότι, υπάρχουν δύο ερμηνείες για τον Ελληνισμό και για το τι ήθελε να δημιουργήσει για τον εαυτό του για το μέλλον. Η μια, η παραδοσιακή, που θεωρεί ότι υπάρχει μια αδιάπτωτη συνέχεια του Ελληνισμού, που την τοποθετούν χονδρικά την περίοδο προς το τέλος μετά το 1204, δηλαδή προς το τέλος του Βυζαντίου και, μια άλλη αντίληψη η οποία θεωρεί ότι δεν υπάρχει καμιά συνέχεια και ότι ο ελληνισμός συγκροτήθηκε ως αποτέλεσμα της αναγεννησιακής διαδικασίας του διαφωτισμού, της Γαλλικής Επανάστασης, δηλαδή των συμβάντων στη δυτική Ευρώπη. Από την πλευρά μου θα ισχυριστώ ότι, ούτε η μια αλλά ούτε η άλλη άποψη εκφράζουν την πραγματικότητα. Και δεν εκφράζουν την πραγματικότητα διότι αυτό που είναι ο δυτικοευρωπαϊκός κόσμος την ίδια αυτή περίοδο κι αυτό που είναι ο Ελληνισμός, αντιπροσωπεύουν δυο διαφορετικούς κόσμους που έχουν διαφορετική προέλευση και που αυτή η διαφορετική προέλευση σηματοδοτεί και τις διαφορές τους ως προς αυτό που αντιλαμβάνονται ως πολιτεία, ως κράτος, ως οργάνωση κοινωνική οικονομική και πολιτική, για μια κοινωνία.

Τι συμβαίνει λοιπόν στη δυτική Ευρώπη αυτήν την περίοδο; Ξέρουμε λίγο-πολύ ότι, ο δυτικοευρωπαϊκός κόσμος ξεκινάει μια πορεία για να φύγει από την φεουδαρχία και να ανασυγκροτηθεί με τους όρους της ελευθερίας. Δηλαδή, αντί να είμαστε υποκείμενα και ιδιοκτησία κάποιου φεουδάρχη -λένε οι κοινωνίες της δυτικής Ευρώπης- να γίνουμε κοινωνίες που ο καθένας θα συγκροτεί τις κοινωνίες αυτές, τα μέλη τους δηλαδή να είναι ελεύθεροι άνθρωποι. Όπως είμαστε σήμερα. Ελεύθεροι άνθρωποι στην προσωπική μας ζωή, στις επιλογές μας για την ζωή και για την πορεία μας στο χρόνο. Ατομική και συλλογική. Στον ελληνικό κόσμο συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι κοινωνίες είναι συγκροτημένες ως ελεύθερες κοινωνίες. Δεν ζουν το καθεστώς της φεουδαρχίας. Και μάλιστα διαπιστώνουμε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία ερμηνεύουν τη δυτική εξέλιξη. Τη δυτικοευρωπαϊκή εξέλιξη. Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτά; Ότι, ο ελληνικός κόσμος στην περίοδο της τουρκοκρατίας, υπό καθεστώς επομένως εθνικής κατοχής, θεωρεί ότι έχει θεμελιώδεις κοινωνίες μέσα στις οποίες ζει αναπτύσσεται και θεωρεί ότι είναι η πατρίδα/τα κοινά. Αυτά που στη συνέχεια -κακώς- αποκλήθηκαν «κοινότητες». Δεν είναι το οθωμανικό κράτος η πατρίδα. Πατρίδα του καθενός είναι η πόλις-κράτος δηλαδή το κοινό. Και μάλιστα, παρουσιάζουν αυτά τα κοινά με τέτοια ομοιότητα ως προς το κοινωνικό και πολιτικό τους σύστημα, με τις κοινωνίες των πόλεων-κρατών της αρχαιότητας, που μας κάνει να διερωτόμαστε εάν τα ανακάλυψαν ξαφνικά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ή μήπως τα συναντάμε σε διάρκεια κι αυτό ακριβώς συγκροτεί και τη συνέχεια του ελληνισμού. Εξαιτίας του γεγονότος δηλαδή ότι δεν άλλαξε ο χαρακτήρας των κοινωνιών του ελληνισμού και ήταν κοινωνίες με ελευθερία. Που σημαίνει από την άλλη μεριά και κοινωνίες που αναπτύσσουν δραστηριότητες που υποστηρίζουν την ελευθερία. Όπως το εμπόριο, όπως η μεταποίηση, όπως η γνώση και τα γράμματα που είναι αναγκαία για το εμπόριο κι ένα αντίστοιχο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα. Όπου υπάρχουν δημοκρατικά κοινά/κοινότητες έχουν με όρους ταυτολογίας το σύστημα που συναντάμε στην Αθήνα της εποχή του Περικλή. Τις ίδιες αρχές. Το ίδιο, όπου συναντάμε ολιγαρχίες. Όπως ακριβώς την εποχή που δεν είχαμε ένα κοινωνικό και πολιτικό σύστημα (άλλο ήταν η Σπάρτη, άλλο η Αθήνα, άλλο η Θήβα και ούτω καθεξής) έτσι και στην περίοδο της τουρκοκρατίας έχουμε αυτή τη διαφοροποίηση. Επομένως, είναι διαφορετικό το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα που επιδιώκει κάποιος που εξέρχεται από τη φεουδαρχία από κάποιον που ζει το πολιτειακό και κοινωνικό γεγονός με ελευθερία. Γι' αυτό και βλέπουμε λοιπόν, τις διαφορές οι οποίες υπάρχουν την περίοδο αυτή μεταξύ των Ελλήνων και μεταξύ των Δυτικοευρωπαίων, τόσο σε επίπεδο στοχασμού όσο και σε επίπεδο κοινής οργάνωσης των πραγμάτων.

Πού συναντιόνται όμως οι δύο αυτοί κόσμοι; Στο επίπεδο της ελληνικής γραμματολογίας. Τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα διαβάζουν και οι μεν, τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα διαβάζουν και οι δε. Η διαφορά είναι ότι οι μεν Δυτικοί τον διαβάζουν προκειμένου να εμπνευστούν για την κοινωνία του μέλλοντος, -είτε είναι συντηρητικοί, είτε ριζοσπάστες όπως οι Ιακωβίνοι. Επιλέγουν όμως ένα σύνταγμα -ακόμα και οι ριζοσπάστες- που δεν είναι δημοκρατικό αλλά είναι το πολίτευμα του Σόλωνα. Να πούμε ότι ο Σόλωνας για πρώτη φορά καθιερώνει την καθολική ψηφοφορία των αντρών και εγκαθιδρύει ένα πολιτικό σύστημα το οποίο είναι ημι-αντιπροσωπευτικό. Του επιτρέπει να έχει πλήρη αυτονομία, δηλαδή να κατέβει ολόκληρη η κοινωνία της Αθήνας στην πλατεία ή όπως ολόκληρη η ελληνική κοινωνία στην πλατεία Συντάγματος σήμερα, που μπορεί ο πρωθυπουργός να πει όπως μπορούσε και ο Σόλωνας τότε να πει, ότι ο ίδιος θεωρεί πως είναι άλλο το συμφέρον του κράτους/της πόλεως/του έθνους κι επομένως, ακολουθεί τη δική του πολιτική. Είναι υποχρεωμένος όμως επειδή εκλέγεται να λαμβάνει και υπόψιν κάποιες παραμέτρους. Αυτό είναι το σύστημα στην ακραία μορφή, στην πιο ριζοσπαστική, που υιοθετούν οι ριζοσπάστες της Γαλλικής Επανάστασης και του διαφωτισμού. Ο βασικός τους προβληματισμός είναι πώς θα βγουν από τη φεουδαρχία. Πώς θα φτιάξουν αρχικά ένα σύστημα το οποίο θα κάνει πιο ήπια την απόλυτη μοναρχία που κυριαρχεί εκείνη την εποχή και γι' αυτό βλέπουμε τον Μοντεσκιέ, παραδείγματος χάρη, που εισάγει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, την οποία έχουμε αποθεώσει σήμερα θεωρώντας ότι είναι η αρχή της δημοκρατίας. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, λέει, να μην κατέχει ο μονάρχης όλες τις αρμοδιότητες αλλά να τις μοιράσουμε μέσα στο κράτος. Δε λέει όμως να μεταβάλλουμε τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Αυτή τη θέλουμε ίδια. Η κοινωνία να είναι εκτός συστήματος, ένας ιδιώτης και το πολιτικό σύστημα να κατέχεται από το κράτος. Και οι πιο προοδευτικοί οι οποίοι εισάγουν/επεξεργάζονται εκείνη την εποχή και, στην πραγματικότητα θα εγκαθιδρυθεί μόλις στο τέλος του 20ου αιώνα, το σύστημα του κράτους-έθνους. Ένα πολιτικό σύστημα, δηλαδή μια προ-αντιπροσωπευτική χροιά, όπως είναι το σημερινό πολιτικό σύστημα.

...

Μόνο μετά τον ψυχρό πόλεμο αυτό έχει γίνει αδιαμφισβήτητο στην εποχή μας. Το ίδιο συμβαίνει και στον τρόπο που αντιλαμβάνονται το έθνος. Που σημαίνει τη συνείδηση του ότι ανήκουμε σε μια κοινωνία και θέλουμε πολιτικά να συγκροτηθούμε. Στην περίοδο αυτή στη δυτική Ευρώπη αλλά και στην εποχή μας, κυριαρχεί επίσης η αντίληψη ότι, το έθνος δεν είναι μια συνειδητή οργανική κατάσταση μιας ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά ότι είναι μια κατασκευή/επινόηση του κράτους προκειμένου να αποσπάσει την κοινωνία από την πρόσδεσή της στο μονάρχη και να προσδεθεί στο κράτος. Να υποστηρίζει δηλαδή το κράτος να τον νομιμοποιεί. Αυτό περιέχει μια πονηριά. Η οποία πονηριά έγκειται στο ότι, μας δηλώνει ότι η κοινωνία δεν μπορεί να έχει δική της ταυτότητα, αλλά ότι υπάρχει ως έθνος επειδή έρχεται να υπηρετήσει το συγκεκριμένο κράτος. Στην πραγματικότητα το πολιτικό σύστημα του κράτους αυτού που είναι το σύστημα της πολιτικής κυριαρχίας, κατέχει το σύνολο της πολιτικής αρμοδιότητας και άρα, το κράτος αυτό ορίζει τι είναι εθνικό και τι δεν είναι. Αποφασίζει δηλαδή για το συμφέρον μας και τη συνείδησή μας. Εκείνο που δεν αποδέχεται λοιπόν η αντίληψη ότι έθνος είναι το να ανήκουμε σε ένα κράτος, είναι να αναλάβουμε εμείς την αρμοδιότητα να προσδιορίσουμε τι είναι εθνικό συμφέρον και τι δεν είναι. Διότι μπορεί να βλέπουμε σήμερα τις πολιτικές δυνάμεις να διαγκωνίζονται μεταξύ τους, αλλά όταν τίθεται το ζήτημα της ουσίας του πολιτικού συστήματος και του τι θα υπηρετήσει, ποιον σκοπό θα υπηρετήσει –το βλέπουμε με τη σημερινή κρίση- τότε εκεί διακρίνουμε ότι ο βασικός αντίπαλος κι ο θεμελιώδης εχθρός είναι η κοινωνία. Η κοινωνία δηλαδή, δεν πρέπει να εισέλθει στο πολιτικό σύστημα και άρα να έχει αποφασιστικό λόγο στην πολιτική διαδικασία. Μπορεί να διαδηλώνει για να πιέσει, αλλά δεν μπορεί να διαδηλώνει για να αναλάβει η ίδια την αρμοδιότητα του εντολέα. Σήμερα την ιδιότητα του εντολέα σύμφωνα με την ιδέα του διαφωτισμού για το τι είναι δημοκρατία, την κατέχει το κράτος, όπως επίσης το κράτος κατέχει και την ιδιότητα του εντολοδόχου. Αυτό λοιπόν είναι το πρόβλημα. Τι μας λέει λοιπόν ο ελληνικός κόσμος την εποχή εκείνη και τι σκέφτεται; Σκέφτεται το πώς θα διώξει τον Οθωμανό κατακτητή και θα δημιουργήσει στη θέση του μια απόλυτη μοναρχία; -όπως έγινε με τους βαυαρούς παραδείγματος χάρη- ή μήπως σκέφτεται να δημιουργήσει ένα κράτος-έθνος όπως έγινε στη συνέχεια; Σαφώς όχι. Ούτε την ανασύσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας προτείνει, ούτε αυτές τις λύσεις τις οποίες επεξεργάζονται οι Δυτικοί στοχαστές και στη συνέχεια θέτουν σε εφαρμογή οι δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες. Εκείνο που κάνει και το αποκρυσταλλώνει με έναν παραδειγματικό τρόπο στο σύνταγμά του ο Ρήγας Φεραίος ο Βελεστινλής, είναι να προσπαθούν να συνδυάσουν τις κοινωνίες εν ελευθερία που είναι τα κοινά/οι κοινότητες, με ένα ελεύθερο κεντρικό πολιτειακό σύστημα το οποίο είναι το πρώτο και το τελευταίο στην Ιστορία της νεότερης ανθρωπότητας αλλά και της ανθρωπότητας όλης και θα συνδυάζει αυτό που συντελούνταν με αφετηρία τη δυτική Ευρώπη αυτή την εποχή. Δηλαδή την ελεύθερη κοινωνία με τη δημοκρατία. Αυτό σημαίνει άμεση δημοκρατία. (Να διευκρινίσω εδώ ότι, δεν υπάρχει άμεση και έμμεση δημοκρατία. Η δημοκρατία είναι σύστημα και ως σύστημα είναι πράγμα. Ή υπάρχει ή δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει ένα έμμεσο ξύλο, ένας έμμεσος άνθρωπος, έτσι δεν υπάρχει και ένα έμμεσο σύστημα. Ή είναι ή δεν είναι. Τα συστήματα όπως και τα πράγματα είναι ή δεν είναι κάτι. Δεν είναι λοιπόν η έμμεση δημοκρατία, δεν είναι καν αντιπροσωπευτικό σύστημα. Και βεβαίως, άλλο αντιπροσώπευση και άλλο δημοκρατία). Ο Ρήγας λοιπόν, αυτό που προτείνει είναι την δημοκρατία στα κοινά και στις περιφέρειες και συγχρόνως τη δημοκρατία στο σύνολο. Δηλαδή, στο κεντρικό πολιτικό σύστημα. Σε τι διαφέρει από αυτό που μετά τον Αλέξανδρο και μέχρι την άλωση του Βυζαντίου έχουμε στον ελληνικό κόσμο ως πολιτειακό σύστημα; Αυτό το είχαν αποκαλέσει κοσμόπολη. Κοσμόπολις ήταν ο συνδυασμός των πόλεων-κρατών που τώρα εντάσσονται σε ένα κοσμοκράτος, δηλαδή σε ένα κράτος που περιλαμβάνει τις πόλεις-κράτη και συγχρόνως έχει και ένα πολιτικό σύστημα το οποίο ρυθμίζει ό,τι περισσεύει από αυτές. Παραδείγματος χάρη, σήμερα, τη διεθνή οικονομία τη ρυθμίζουν οι μεγάλες δυνάμεις, με συνέργεια ή με επιβολή. Η κοσμόπολη έλεγε ότι, αντί τη δύναμη θα συγκροτήσουμε σχέση εξουσίας. Δηλαδή κανόνες οι οποίοι όπως και μέσα στο κράτος δεν θα επικυρώνονται ή δεν θα διαμορφώνονται από την δύναμη, αλλά θα διαμορφώνονται από ένα προαποφασισμένο κανονιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εντάσσεται και η δύναμη. Υπάρχει λοιπόν μια πολύ μεγάλη διαφορά διότι το ένα εισάγει τη δύναμη ως προϋπόθεση για τις ανθρώπινες σχέσεις, το άλλο εισάγει την ελευθερία και τον κανόνα τον οποίο γνωρίζουμε όλοι και τον οποίο εάν τον παραβούμε μας τιμωρούν. Αυτή λοιπόν είναι η διαφορά. Η κοσμόπολη όμως αυτή, στο τέλος όταν ολοκληρώθηκε, είχε ως κεντρικό πολιτικό σύστημα μια πόλη που λειτουργούσε ως πρωτεύουσα. Η Κωνσταντινούπολη ήταν η βασιλεύουσα Πόλη. Η μητρόπολη που συγκροτούσε το κεντρικό πολιτικό σύστημα. Ο Ρήγας λοιπόν, έρχεται και μας λέει, "δεν το θέλουμε πια αυτό. Θέλουμε το σύστημα των πόλεων διότι ο καθένας στη μικρή θεμελιώδη  του κοινωνία θα αυτοκυβερνιέται και θα καθορίζει τα δικά του, στη περιφέρειά του επίσης, αλλά, εκτός από αυτό θέλουμε και το σύνολο κράτος/η επικράτεια, να αυτοκυβερνιέται επίσης". Δηλαδή, να συμμετέχουν όλα τα μέλη της κοινωνίας -οι κοσμοπολίτες όπως τους λέγανε- (διότι η έννοια του «κοσμοπολίτη» δεν είναι αυτό που νοείται σήμερα ότι δηλαδή είμαστε ελεύθεροι και κυκλοφορούμε στον κόσμο και επομένως δεν έχουμε θεσμική ιδιότητα, αλλά «κοσμοπολίτης» ήταν ο πολίτης της κοσμόπολης/του κράτους που υπερείχε του Βυζαντίου παραδείγματος χάρη ή της Ρώμης λόγου χάρη, ήταν πολίτης της πόλης όπου ανήκε και πολίτης της κοσμόπολης, ο κοσμοπολίτης), αυτό λοιπόν το θέλει σήμερα ο Ρήγας να είναι στο σύνταγμά του ένα κεκτημένο όλων των μελών της κοινωνίας. Εγώ είμαι πολίτης του μικρού χωριού της πόλης μου, είμαι πολίτης της περιφέρειάς μου, που αυτοκυβερνιέμαι και δεν ορίζω αντιπροσώπους να με κυβερνούν αλλά, είμαι επίσης και πολίτης της σύνολης πολιτείας/του κράτους. Και αυτό ακριβώς είναι, αν θέλετε, το καινούριο παράδειγμα το οποίο βεβαίως παρακάμφθηκε από τις δυτικές κοινωνίες διότι δεν προσιδίαζε με την εποχή τους. Δεν μπαίνει κανείς στην δημοκρατία όταν απλώς απελευθερώνεται από τη φεουδαρχία. Επιδιώκει όχι αυτό που επαγγέλλεται η δημοκρατία  που είναι η ατομική η κοινωνική και η πολιτική ελευθερία, αλλά αυτό που επαγγέλλεται η πρώιμη εποχή της ελεύθερης κοινωνίας, δηλαδή απλώς την ατομική ελευθερία. Η απόσταση είναι τεράστια. Ο Ρήγας λοιπόν, αυτό έρχεται να μας υποδείξει ως προς το πολιτικό σύστημα. Το δεύτερο που έρχεται να μας υποδείξει ως προς σε αυτό που αποκαλούμε «έθνος» είναι, όπως θα το έλεγα, η πολυσημία του. Αναγνωρίζει δηλαδή ότι έθνος δεν είναι η ιδιότητα του να αναφέρομαι σε ένα ιστορικό παρελθόν και να ανήκω σε ένα κράτος το οποίο θα με αποδίδει αυθεντικά 100%. Το έθνος το συνδυάζει με την ελευθερία κι όχι με το ανήκειν. Αυτό σημαίνει ότι αντιλαμβάνεται το έθνος ως τον λαό στο σύνολό του, ο οποίος αν θέλει εσωτερικά να αυτοθεσμείται (που σημαίνει να φτιάχνει τη δική του πολιτεία μέσα στο συνολικό κράτος) μπορεί να το κάνει. Και, εάν θέλει να έχει τη δική του ταυτότητα μπορεί να την έχει και να την διαχειρίζεται ο ίδιος. Η ολότητα δηλαδή που ανήκει στην ταυτότητα αυτού. Και εάν θέλει επίσης να οργανώνεται πέραν αυτής και να δημιουργεί προεκτάσεις μεταφοράς της ιδιότητας του πολίτη από τη μια περιοχή στην άλλη, να μπορεί να το κάνει εσωτερικά. Αυτό είναι η ελληνική κληρονομιά της έννοιας της συλλογικής ταυτότητας. Που λέει ότι, την ταυτότητά μας δεν μας τη φτιάχνει το κράτος. Το κράτος έρχεται να την οικειοποιηθεί για τον δικό του σκοπό. Η ταυτότητα, όπως η ατομική μας ταυτότητα, δηλαδή του τι είμαστε εμείς σε σχέση με τους άλλους και τι ορίζουμε, αν ρωτήσουμε κάποιον πώς ορίζει τον εαυτό του θα σας δώσει πέντε στοιχεία ή δέκα τα οποία αναγνωρίζει στον εαυτό του (είτε αληθινά είτε όχι δεν έχει σημασία) και, τα οποία αντιδιαστέλλονται με αυτά που αποτελούν διαφοροποιά στοιχεία του άλλου. Μπορεί οι διαφορές να είναι ανύπαρκτες, αλλά η ταυτότητα δεν έχει να κάνει μόνο με τις διαφορές. Έχει να κάνει με τη διαφορετική συνείδηση. Άρα η ταυτότητα υπάρχει εκεί που υπάρχει ελεύθερος άνθρωπος. Αυτός που δεν είναι ελεύθερος όπως ο δουλοπάροικος, έχει την ταυτότητα του αφεντικού του. Δεν θα τον ρωτήσουν ποιος είναι ή τι αντιπροσωπεύει, αλλά σε ποιον ανήκει. Εδώ λοιπόν είναι το καίριο ζήτημα. Ο Ρήγας έρχεται να μας πει, ότι δεν πρέπει να ισχύσει αυτό που έλεγαν οι άνθρωποι του διαφωτισμού, η αρχή της ομοιογένειας, να μην υπάρχει διαφορετικό, να αναγνωρίζονται όλοι ως πολίτες και να μην υπάρχει διαφορετική συγκρότηση ανάλογα με τις επιμέρους ταυτότητες αλλά μια πολιτική εξουσία, ένα ενιαίο κράτος και τίποτε πέραν αυτού. Ο Ρήγας έρχεται να μας πει ότι αυτό δεν το αναγνωρίζει διότι είναι ανελεύθερο. Ό,τι έλεγαν οι αρχαίοι, ότι δε φτιάχνανε ένα ενιαίο κράτος –και γι' αυτό αντιτάχθηκαν στο κράτος του Αλέξανδρου- διότι θεωρούσαν ότι είναι πράξη ανελευθερίας να στερηθούν αυτή την πολυσημία της ελευθερίας που είχαν. Ο Ρήγας λοιπόν εγκαθιδρύει δύο-τρία ή περισσότερα επίπεδα ταυτότητας. Στη κορυφή υπάρχει αυτό που ενοποιεί το σύνολο: η ελληνική ταυτότητα. Έλληνες, -όπως και όλοι οι άλλοι Έλληνες και όχι μόνο της εποχής, τον 18ο αιώνα δηλαδή και τον 19ο αιώνα- θεωρούσαν ότι ήταν όχι μόνον οι Έλληνες στην καταγωγή, αλλά και οι ελληνίζοντες. Δηλαδή οι Βούλγαροι –τους αναφέρει ρητά- οι Ρουμάνοι, οι Αλβανοί και όλοι όσοι ανήκουν στο πεδίο της ελληνικής πολιτικής περιοχής. Ό,τι ήταν ο ελληνισμός, το έθνος το ελληνικό από την αρχαιότητα, από την εποχή που ο Ισοκράτης, όρισε ότι έθνος των Ελλήνων/Έλληνες, είναι οι μετέχοντες της ελληνικής παιδείας. Της ελληνικής παιδείας. Όχι της παιδείας της μάθησης, αλλά της παιδείας ως πολιτισμού δηλαδή ως τρόπου ζωής. Ελευθερία με ό,τι αυτό συγκροτεί ως δημιουργία στον πολιτισμό και στις ελευθερίες. Αυτό λοιπόν είναι το κλειδί για να ερμηνεύσουμε αυτό που αντιλαμβάνεται ο Ρήγας. Ότι όλοι έχουν τη δική τους ταυτότητα αλλά, υπάρχει η ενοποιός ταυτότητα του έθνους που είναι η ελληνική. Και μάλιστα, λαμβάνει πρόνοια ώστε να ενισχύεται ο πατριωτισμός αυτής της ταυτότητας. Προνοεί τη δημιουργία -τη γενίκευση μάλλον- το μοναδικό σχολικό εκπαιδευτικό σύστημα που υπήρχε και μάλιστα κοσμικό για αυτή την εποχή, ήταν το ελληνικό. Προνοεί να είναι παντού και να είναι καθολική παιδεία που να περιλαμβάνει και τις γυναίκες! Όπως οι γυναίκες προνοείται να στρατεύονται! Ουσιαστικά δηλαδή εισάγει την ισότητα των ανδρών και των γυναικών σε μια εποχή που η Γαλλική Επανάσταση, όπως ξέρουμε, αποφάσιζε ότι οι γυναίκες δεν είναι άνθρωποι και συνεπώς δε μπορούν να έχουν το δικαίωμα του πολίτη. Δεν εφαρμόστηκε ποτέ ούτε και ως προς τους άνδρες. Η καθολική ψήφος υιοθετήθηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, μόλις στις παραμονές του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Ρήγας λοιπόν, προνοεί και αυτό. Αυτό είναι το ριζοσπαστικό αν θέλετε στοιχείο διότι, η ιδιότητα του πολίτη και της ψήφου υπάρχει ήδη στα κοινά και ο Ρήγας δεν έρχεται να δημιουργήσει ένα σύστημα για το μέλλον. Έρχεται να δημιουργήσει ένα σύστημα που αναπαράγει το παρόν, που αποδίδει το παρόν. Γι' αυτό και δεν μιλάει για απελευθέρωση της κοινωνίας από τη φεουδαρχία και μιλάει για την ανασυγκρότηση των κοινών με όρους δημοκρατίας για όλα (αντί να είναι ορισμένα και ορισμένα όχι) και την ανασυγκρότηση με την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, του κεντρικού πολιτικού συστήματος με όρους δημοκρατίας. Και, επίσης, το κράτος του Ρήγα έχει εδαφικά όρια όσα και η φιλοδοξία και η πραγματικότητα του ελληνισμού της εποχής. Και σε αυτό αποδίδει τις πραγματικότητες αυτές. Περιλαμβάνει δηλαδή το σύνολο της οθωμανικής αυτοκρατορίας και επίσης ένα μέρος που ξεφεύγει από αυτήν και που θεωρεί ότι είναι στον ελληνικό ζωτικό χώρο. Είναι στην πραγματικότητα ο ζωτικός χώρος που ιππεύει σε τρεις αυτοκρατορίες κατά ένα μέρος, το μεγαλύτερο μέρος της οθωμανικής αλλά και στις παρυφές της ρωσικής και της αυστριακής, διότι έως εκεί δέσποζαν οι ελληνικές κοινωνίες της εποχής οικονομικά, με μια αστική τάξη που δεν συγκρίνεται με τις εθνικές αστικές τάξεις. Είναι οικουμενική για την εποχή εκείνη, με μια πνευματική τάξη η οποία συγκρίνεται με τις πιο ανεπτυγμένες και τις πιο μεγάλες χώρες της εποχής αυτής, και, βεβαίως με ένα υπόβαθρο κοινωνικό, ανθρωποκεντρικό όπως θα το λέγαμε, δηλαδή βασισμένο στην ελευθερία που δεν έχει να το επιδέξιε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα για την εποχή.

(Διακρίνω τον ελληνικό ζωτικό χώρο που περιλαμβάνει την οθωμανική αυτοκρατορία και ορισμένες παρυφές, ας πούμε τη Μάλτα. Και υπό ένα ερωτηματικό, ακόμα και τη Νότια Ιταλία. Δηλαδή περιοχές που θεωρεί –και θεωρούν όλοι οι Έλληνες την εποχή αυτή- ότι ανήκουν στον ελληνικό ζωτικό χώρο και είναι Έλληνες. Απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Όχι αιματολογικά. Διότι αυτό που συμβαίνει και που ακόμα και σήμερα δεν το έχουμε αντιληφθεί, είναι ότι έχουμε μια επιστροφή από μια αντίληψη έθνους-κομοσυστήματος που υπερβαίνει το αιματολογικό, σε μια πρωτόλεια εποχή που είναι η εποχή της μετάβασης από την φεουδαρχία στην κοινωνία των ελευθεριών, που εκεί το συλλογικό συγκροτείται με βάση το αιματολογικό στοιχείο. Διότι αυτό που αντιλαμβάνεται ο κοινός άνθρωπος είναι την οικογένεια. Όπως στην οικογένεια δεν αναγνωρίζουμε το νόθο τέκνο διότι αιματολογικά δε μας βγαίνει, έτσι συμβαίνει και με τα έθνη που πρωτοσυγκροτούνται. Αλλά αυτό το είχε ξεπεράσει ο ελληνικός κόσμος από τον 5ο αιώνα. Ίσως και πριν. Εδώ λοιπόν περιπίπτει σε αυτή την παγίδα της αντίληψης που εισάγει ο Φαλμεράυερ με αυτή τη μελέτη που παρουσίασε, που προσεγγίζει τον ελληνισμό όπως ο ελληνισμός είχε να αντιμετωπίσει τον εαυτό του από τον 5ο αιώνα. Και επομένως, από αυτή τη στιγμή αρχίζει το νέο διακύβευμα που είναι οι εθνικισμοί. Δηλαδή η αποχώρηση των κοινωνιών που ανήκαν και το αποδέχονταν ότι ανήκαν στον ελληνικό πολιτισμικό χώρο και η ανασυγκρότησή τους με όρους κράτους-έθνους. Αυτό το συναντάμε ακόμα και σήμερα στην ορολογία που έχει μείνει στον βουλγαρικό κόσμο, όπου υπάρχει η έννοια του «γραικομανούς». Οι εξελληνισμένοι δηλαδή Βούλγαροι οι οποίοι αντιστέκονταν (όχι οι Έλληνες που ήταν εκεί) σε αυτή την αντίληψη του έθνους που ήταν η καθαρά αιματολογική και εθνοκεντρική).


Ας δούμε λοιπόν αυτό το σύνταγμα του Ρήγα τι προνοεί, έτσι για να διαμορφώσουμε μια μικρή εικόνα. Είπαμε ότι ουσιαστικά είναι η κοσμόπολη/το κοσμοκράτος που περιλαμβάνει πολλές εθνότητες αλλά υπό ένα έθνος, που είναι το ελληνικό έθνος, γι' αυτό αποκαλεί το σύστημά του «Ελληνική Δημοκρατία» και που είναι μια οικουμενική κοσμόπολη. Είπαμε επίσης ότι προνοεί την συνέχιση ύπαρξης των κοινών/των πόλεων, όχι τα αστικά κέντρα, δηλαδή τις θεμελιώδης κοινωνίες, τις πόλεις-κράτη που απλώς και κακώς τις αποκαλούν “κοινότητες” στην εποχή μας, διότι δεν είναι κοινότητες είναι κοινά. Και δεύτερον, οι αρχές/τα αξιώματα. Χρειάζονται αξιώματα για να διαχειριστούν κάποιες υποθέσεις. Σ' αυτή την περίπτωση, όπως μας το περιγράφει ο Αριστοτέλης για την Αθηναίων Πολιτεία, είναι συνοδικές. Ποτέ προσωποπαγείς. Ένας να κατέχει ένα αξίωμα. Είναι συνοδικές λοιπόν. Ό,τι ήταν και μέσα στα κοινά της οθωμανοκρατίας και πριν. Ξέρουμε ότι οι προύχοντες ήταν πάντα 3-4 ή ήταν 5 ή 6 ανάλογα με το μέγεθος της πόλης/του κοινού. Και, για να εξασφαλίζεται η ομοφωνία απαγορευόταν μεταξύ των αρχών το σύστημα της πλειοψηφίας για να μην αποκτούν αυτονομία. Γι' αυτόν τον λόγο η σφραγίδα στα κοινά της οθωμανοκρατίας κοβόταν σε τόσα κομμάτια όσοι ήταν οι προύχοντες και ο καθένα κατείχε ένα κομμάτι. Για να αποκτήσει ισχύ η απόφαση έπρεπε να ομονοήσουν όλοι, άρα να φέρουν τα κομμάτια της σφραγίδας και να μπει για να έχει ενότητα. Αλλιώς δεν είχε ισχύ. Αυτό σήμαινε τι; Ότι αν δεν συμφωνούσαν έπρεπε να συγκαλέσουν τη μάζωξη, “μικροί και μεγάλοι” έλεγαν, δηλαδή σημαντικοί και μη σημαντικοί, να αποφασίσουν εκείνοι, εκεί όπου υπήρχε δημοκρατία. Εκεί που υπήρχε ολιγαρχία, πάλι να αποφασίσουν οι ολιγάρχες. Και αυτό το σύστημα λοιπόν εισάγει ο Ρήγας, διότι είναι το σύστημα που εμπνέεται από την αθηναϊκή δημοκρατία αλλά που το ζουν οι Έλληνες στην εποχή, για να πει ότι οι αρχές, οι αστικές αρχές παραδείγματος χάρη, πρέπει να είναι συνοδικές και να εφαρμόζουν την αρχή της ομοφωνίας. Επιπλέον η διάρκειά τους ήταν μέχρι έναν χρόνο και πάρα πάνω. Κι αυτό για να μην αποκτούν εδραία βάση επιρροής. Και, προσθέτω επίσης, είχαν περιορισμένες αρμοδιότητες ελευθέρως ανακλητές και για την πολιτική τους πράξη υποκείμενες στην δικαιοσύνη.


Επισήμανση: Σήμερα όχι μόνον οι πολιτικοί δεν υπόκεινται στη δικαιοσύνη, αλλά και δεν αναλαμβάνουν την πολιτικές τους πράξεις. Διότι αν ο πολιτικός έχει διαπράξει το σφάλμα για το οποίο αναλαμβάνει την πράξη, τότε πρέπει να πάει στη δικαιοσύνη να πληρώσει. Αυτή είναι η λογική του πράγματος. Οι πολιτικοί λοιπόν, δεν υπόκεινται σήμερα στη δικαιοσύνη. Οι πολιτικοί στο σύνταγμα του Ρήγα, υπόκεινται στη δικαιοσύνη. Δε μιλάμε για την ασυλία, που ο καθένας σήμερα πολιτικός μπορεί να παραβιάζει το νόμο, να υπογράφει ακάλυπτες επιταγές ή να διαπράττει αδικήματα στην ιδιωτική του ζωή και να μην υπόκεινται στη δικαιοσύνη, αυτή είναι η έννοια της ασυλίας. Αλλά αναφερόμαστε στην πολιτική πράξη την οποία βλάπτει την κοινωνία. Αυτό, ο Αριστοτέλης και ο Πολύβιος μας στο λέει με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο: "Τα ατομικά αδικήματα τιμωρούνται ελαφρύτερα διότι βλάπτουν έναν. Τα πολιτικά αδικήματα τιμωρούνται αυστηρότερα διότι βλάπτουν τους πολλούς". Η αρχή είναι ότι στη δικαιοσύνη υπόκεινται αυτός που δεν κατέχει την καθολική και την κυρίαρχη πολιτική αρμοδιότητα. Κανείς δεν νομοθετεί για να ελέγξει τον εαυτό του ή να τον υποβάλλει στη δικαιοσύνη όταν αυτός νομοθετεί.

Η έννοια του πολίτη δεν είναι μία, όπως είναι σήμερα που εξομοιώνεται με τον απλό ψηφοφόρο. Αλλά είναι η έννοια του πολίτη που αυτοκυβερνιέται. Η ψήφος του δηλαδή έχει αναφορά στην κυβέρνηση και όχι στην εξουσιοδότηση κάποιου να τον κυβερνήσει (δηλαδή, ο πολίτης ασκεί την ιδιότητα του πολίτη στο κοινό, στην περιφέρεια, στο κέντρο και ούτω καθεξής). Το έθνος είπαμε ότι αναφέρεται σε μια πολυσημία αλλά, δεν αναγνωρίζει –όπως και ο ελληνικός κόσμος, στο σύνολό του το ελληνικό κοσμοσύστημα- την δυνατότητα να ανασυγκροτείτε μια πολιτισμική οντότητα ως ολότητα. Οι Αλβανοί, οι Βούλγαροι, οι Έλληνες και όποιοι άλλοι. Μπορούν να ανασυγκροτούνται μέσα στους θεσμούς στις πολιτείες της κοσμόπολης, δηλαδή στο κοινό. Αν στη Θεσσαλονίκη παραδείγματος χάρη υπάρχουν Σλάβοι θα φτιάξουν το δικό τους κοινό μέσα στη Θεσσαλονίκη, αν υπάρχουν Εβραίοι το δικό τους, αν υπάρχουν Έλληνες το δικό τους και όλοι μαζί έχουν εσωτερική αυτονομία αλλά και συνολική στη πόλη έκφραση εκεί που υπάρχουν κοινά συμφέροντα να διαχειριστούν. Αυτό λοιπόν είναι το σύστημα του Ρήγα. Τι μας λέει λοιπόν αυτό το σύστημα με τα σημερινά μέτρα; Ότι ήτανε τοπικό; Προφανώς όχι. Το σύστημα που δημιούργησαν οι ριζοσπάστες της Γαλλική Επανάστασης, ακόμα και οι μετριοπαθείς εμπνεόμενοι από την πόλη της εποχής του Σόλωνα και όχι της δημοκρατίας, ήταν τοπικό για την εποχή εκείνη. Διότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις. Δεν ήξερε ο δουλοπάροικος να ψηφίσει και δεν τον ενδιέφερε. Να απελευθερωθεί ως άτομο ήθελε. Το σύστημα που πρότεινε ο Ρήγας, προσιδίαζε απολύτως στις κοινωνίες και στην οργάνωση των ελληνικών κοινωνιών της εποχής όπως είπαμε πριν. Απόδειξη  ότι, όλα τα συντάγματα της Ελληνικής Επανάστασης στην ίδια αρχή βασίζονται. Γι' αυτό και δεν έχουν κεντρικές εξουσίες κυρίαρχες και άλλα. Και, θα έλεγα, και το πολίτευμα του Καποδίστρια ουσιαστικά έχει αυτή τη χροιά ακόμη. Ο Καποδίστριας όμως γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχε δυνατότητα την εποχή εκείνη να εφαρμοστεί ένα τέτοιο σύστημα διότι οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν είχαν θέληση να αναγνωρίσουν αυτό το αιρετικό πολιτειακό σχήμα, έλεγε σε όλους: “...Να λέτε ότι το σύστημά μας είναι προσωρινό...”, για να κερδίσει χρόνο.

Αυτό λοιπόν είναι το πρόταγμα των Ελλήνων στην περίοδο αυτή. Ο ελληνισμός δε διαχειρίστηκε καλά το ζήτημα της παλιγγενεσίας, της Επανάστασης και γι' αυτό, ηττήθηκε. Διότι αυτό που αποτελεί κρατικό μόρφωμα στην πραγματικότητα επιβεβαιώνει την ήττα και την κατάρρευση ενός συστήματος στο οποίο ηγεμόνευσε ο ελληνικός κόσμος και αντιπροσώπευε αυτή την πρόταση ελευθερίας από την αρχαιότητα μέχρι και τον 19ο αιώνα. Η τομή δημιουργείται ακριβώς με την επιλογή να δημιουργηθεί ένα οριακό κράτος στο οποίο δεν ήθελαν καν οι Έλληνες να ενσωματωθούν διότι θεωρούσαν ότι δεν τους εξέφραζε. Η αστική τάξη παραδείγματος χάρη των Ελλήνων ήταν οικουμενική. Δεν είχε ανάγκη τα κρατικά όρια για να αντρωθεί και να προστατευτεί από τις άλλες. Γι' αυτό και διαπιστώνουμε ότι μέχρι και τον 19ο αιώνα, θα έλεγα μέχρι και τον 20ο δηλαδή μέχρι το 1922, αρνείται. Αλλά και οι κυρίαρχοι του κράτους αυτού  δεν θέλουν την Εθνική Ολοκλήρωση. Γιατί όμως δεν την θέλουν ενώ ακούμε όλοι ότι μιλούσαν για τη Μεγάλη Ιδέα; Έστω, η Μεγάλη Ιδέα δεν θέλει την ανασυγκρότηση της κοσμόπολης αλλά ένα εθνικό κράτος που να περιλαμβάνει εδάφη που θεωρούσαμε ελληνικά για την εποχή εκείνη που κατοικούνταν από Έλληνες. Γιατί  δεν θέλει λοιπόν η άρχουσα πολιτική τάξη των Ελλήνων αυτή την εποχή την Εθνική Ολοκλήρωση; Μα, είναι πολύ απλό. Αν υποθέσουμε ότι, το ελληνικό κράτος ενσωμάτωνε την Κωνσταντινούπολη, τα εδάφη της Μικράς Ασίας που ήταν Σμύρνη ή Τραπεζούντα είτε τα Γιάννενα που ήταν τα μεγάλα αστικά κέντρα, μπορείτε να φανταστείτε σε αυτή την περίπτωση τι θα σήμαινε για την άρχουσα τάξη του ελληνικού κράτους; (που ψήφιζε νόμο εναντίον τους για να προστατευτεί στα προνόμιά της). Θα γινόταν το πολύ-πολύ πρόεδροι ορεινών κοινοτήτων. Διότι, οι άλλοι είχαν ισχύ και είχαν και γνώση παγκόσμια των πραγμάτων. Άρα λοιπόν, δεν είναι τυχαίο ότι το 1897 γίνεται ο πόλεμος, κηρύσσεται ο πόλεμος εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας και, στην πραγματικότητα ο στρατός ο ελληνικός έχει 14.000 φαντάρους, που, όπως μας λέει ο Βικέλας και οι άλλοι της εποχής όχι μόνο Έλληνες αλλά και οι ξένοι που παρακολουθούσαν τα γεγονότα, δεν φορούσαν καν άρβυλα για να περπατήσουν. Ξυπόλυτοι ήταν. Δεν είχαν όπλα και δεν υπήρχε στρατόπεδο εκπαίδευσης. Δε γνώριζαν να πυροβολούν με το όπλο. Οι αξιωματικοί, λέει, δεν γνώριζαν ούτε να ιππεύσουν. Όχι μόνο δεν ήξεραν να διεξαγάγουν πόλεμο ιππικού, αλλά ούτε καν να ανέβουν στο άλογο. Οι δε αρμόδιοι, ο Υπουργός Ναυτικών που ήταν αρμόδιος για τα πολεμικά γεγονότα της θάλασσας, μας διηγούνται ότι, τη στιγμή που δε γνώριζε καν πού είναι ο στόλος, είχε ουρά ολόκληρη από πελάτες του από την περιφέρειά του, που κατέγραφε ο ίδιος, λέει, με τα χέρια του τα ρουσφέτια που του ζητούσαν. Αντιλαμβάνεστε δηλαδή ότι δεν υπήρχε η θέληση και απλώς τους ξέφυγε ο έλεγχος. Γιατί όπως ομολόγησε και ο βασιλιάς Γεώργιος που είχε μπει στην ίδια τη λογική αυτή την εποχή για να δοξάσει το διάδοχο, νόμιζε ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις θα μας σταματούσαν. Κι αυτό που έκαναν οι Μεγάλες Δυνάμεις, ήταν να μας αφήσουν να εκτεθούμε για να μας ξανασώσουν. Εκεί ήταν λοιπόν το μεγάλο πρόβλημα. Διαπιστώνουμε, ότι το ίδιο συμβαίνει και στα εσωτερικά. Δηλαδή, το κράτος αυτό δεν ανταποκρίνεται στις κοινωνικές προσδοκίες. Όπως δεν ανταποκρίνεται στις εθνικές. Και δεν ανταποκρίνεται διότι δεν έχει λόγους να ανταποκριθεί. Οι κοινωνίες/η ελληνική κοινωνία δεν είχε αιτήματα απελευθέρωσης ώστε οι σοσιαλιστές να προστρέξουν στις "α" κοινωνικές τάξεις, οι φιλελεύθεροι στις "β" κοινωνικές τάξεις και να δημιουργήσουν μια εξωθεσμική συνάντηση. Δεν υπάρχει τέτοιο αίτημα, τέτοιο πρόβλημα. Στην ελληνική κοινωνία το ζήτημα ήταν η βελτίωση των οικονομικών της κάθε οικογένειας. Ο Χαρίλαος Τρικούπης έλεγε στο τέλος του 19ου αιώνα, ότι για να εκσυγχρονιστεί η Ελλάδα, πρέπει να απελευθερωθεί ο πολίτης από τον πολιτικό. Το πρόταγμά του ήταν η Μεγάλη Βρετανία. Το 1832 το 7% του αρσενικού πληθυσμού είχε δικαίωμα ψήφου. Βλέπετε λοιπόν ότι, δεν έβαζαν την σκέψη που έβαζε ο Ρήγας να ενσωματώσουμε την κοινωνία στο πολιτικό σύστημα ώστε να έχει κατ΄ ελάχιστον την ιδιότητα του εντολέα. Άρα να αποφασίζει αυτή τι πολιτική θα ασκήσει ο πολιτικός. Αλλά πώς θα τη φέρουμε στον ιδιωτικό τους χώρο, να την αναγκάσουμε δηλαδή, διότι η κοινωνία τι έκανε; Γνωρίζοντας να πολιτεύεται διαπραγματευόταν κατά άτομο την ψήφο της. Δηλαδή οδηγηθήκαμε στο πελατειακό σύστημα και άρα στη δυσμορφία του πολιτικού συστήματος που δεν ανταποκρινόταν.

Θα με ρωτήσετε αν σήμερα  έχει κάποια επικαιρότητα αυτό το πρόταγμα εκείνης της εποχής. Θα σας έλεγα, ναι! Σε πολλά επίπεδα. Θα πω επιγραμματικά. Πρώτα-πρώτα διότι η ιδέα της συνέχειας ή της μη συνέχειας του ελληνισμού δεν έχει να κάνει μόνο με την ιστορία μας. Έχει να κάνει με το αν επιλέγουμε μια ιδέα για την εξέλιξη που θα είναι προοδευτική, άρα που θα ανοίγει την κοινωνία και το κράτος στην ελευθερία και στην ευημερία, ή στη χειραγώγηση όπως γίνεται και σήμερα. Αυτό, εάν το δούμε με όρους ελληνικού κόσμου, σημαίνει ότι η αναδρομή σε αυτόν δεν σημαίνει να επιστρέψουμε σε αυτόν, αλλά να προβάλουμε στο μέλλον το παράδειγμά του. Κι αυτό δεν το θέλουν. Διότι αν αυτό το κάνουμε, σημαίνει ότι αυτοί που κατέχουν σήμερα το σύστημα θα βρεθούν σε μια θέση η οποία δεν θα είναι αυτή που εύχονται μέσα στις παρούσες συνθήκες. Δες τε τη σημερινή κρίση. Να δείτε τη χρησιμότητα αυτού του παραδείγματος. Γιατί υπάρχει; Γιατί δημιουργήθηκε η σημερινή κρίση στον κόσμο; Η χρηματοπιστωτική όπως λέγεται. Είναι κατεξοχήν πολιτικό το ζήτημα. Διότι αυτονομήθηκε η αγορά και έγινε πολιτικά κυρίαρχη και ανέτρεψε την παραδοσιακή ισορροπία που ήταν μεν εξωθεσμική, αλλά, ανέτρεψε την παραδοσιακή ισορροπία μεταξύ κράτους, κοινωνίας και αγοράς. Το κράτος έγινε ένας μοχλός ικανοποίησης βασικών αιτημάτων της αγοράς, η αγορά, όταν μιλάει για αυτορρύθμιση σημαίνει να ρυθμίζει με όρους ισχύος τους κανόνες οι οποίοι θα διέπουν τη σχέση με το κράτος και την κοινωνία, που σημαίνει ότι η κοινωνία έμεινε έξω από τους δύο αυτούς συντελεστές που κινούν τα νήματα σε μια εποχή. Και, τι σημαίνει αυτό; Ότι αν δεχθούμε πως η κοινωνία, η αγορά και το κράτος υπάρχουν επειδή υπάρχει η κοινωνία (δεν διανοείται ελληνική αγορά και ελληνικό κράτος αν δεν υπάρχει ελληνική κοινωνία) το ερώτημα είναι, πού θα συναντηθεί; Άρα ποιος θα βάλει τους κανόνες. Και τους κανόνες της λειτουργίας της αγοράς και τους κανόνες λειτουργίας του κράτους, άρα το σκοπό που θα υπηρετεί το κράτος, και, βεβαίως τους ίδιους τους κανόνες που μπορούν να αποτελέσουν ρυθμιστικό παράγοντα για την αναδιανομή του οικονομικού προϊόντος. Αυτά και μόνο τα ολίγα, μπορούν να μας δώσουν μια ιδέα για το πού πηγαίνει ο κόσμος, αλλά κυρίως, πώς μπορεί κανείς να εμπνευστεί ώστε ειδικά για την ελληνική κοινωνία, να σκεφτεί τι αρνητικό ρόλο και τι ρόλο οπισθοδρόμησης έπαιξε το επιχείρημα του εξευρωπαϊσμού αντί το επιχείρημα της προόδου. Διότι ενοχοποιήθηκε το παρελθόν, ότι για όλα φταίει η τουρκοκρατία, την στιγμή που υπό καθεστώς εθνικής κατοχής κυριαρχεί ο ελληνικός κόσμος σε τρεις αυτοκρατορίες, ενώ ως ελληνικό κράτος δεν κατορθώνει να δημιουργήσει ούτε καν μια στοιχειώδη οικονομική ανάπτυξη κι ένα ισόρροπο κράτος. Αυτό δε μας βάζει σε μια απορία να διερωτηθούμε, μήπως κάτι κρύβουμε ως προς αυτό; Την μη ανταποκρισιμότητα  του κράτους αυτού προς τη δυναμική αυτής της κοινωνίας κι αυτό που εκφράζει; Όχι για να αρνηθούμε την Ευρώπη. Αυτό που συνέβη  στην Ευρώπη ήταν μια κολοσσιαίας σημασίας πρόοδος σε σχέση με το παρελθόν της. Αλλά η κατάλυση των κατακτήσεων του ελληνικού κόσμου για να οπισθοδρομήσουμε από το πρόταγμα του Ρήγα, της κοσμόπολης, στην απόλυτη μοναρχία δηλαδή τον «έναν» που είναι ιδιοκτήτης του κράτους και της κοινωνίας όπως ήταν η βαυαρική μοναρχία και η συνέχεια. Αυτό λοιπόν αποτελεί οπισθοδρόμηση. Δεν αποτελεί διαδικασία απελευθέρωσης. Κι αυτή είναι η σημασία του αναστοχασμού του παρελθόντος. Διότι σηματοδοτεί μια άλλη αντίληψη για το μέλλον και όχι μια λογική οπισθοδρόμησης στο παρελθόν.

Σας ευχαριστώ πολύ.

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ