Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

«Θρησκεία» το ιδιαίτερο φαινόμενο

       «Ελλάς εμή, νεότης τε φίλη, κι όσσα πέπασμαι και δέμας ως Χριστώ είξατε προφρονέως» - Γρηγόριος Ναζιανζηνός



Όταν ο Δάσκαλος διαθέτει μια σοβαρή κι αδιαμφισβήτητη γνωσιολογία και έρευνα, τότε έχει την ικανότητα να διδάσκει σε ανοιχτά μυαλά με όρους προόδου, την ιστορικότητα και το μέλλον του κόσμου μας.

Ελένη Ξένου.

Απόσπασμα από τη σειρά διαλέξεων του Ομότιμου Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργου Κοντογιώργη, με θέμα "Το Βυζάντιο, η «αρχαιότητα», η Δύση, η Ανατολή και εμείς" (2017-2018), σε μία εκ βάθρων αναπροσέγγιση  του Βυζαντίου υπό το πρίσμα της μακραίωνης εποποιίας του ελληνισμού.
Απομαγνητοφώνηση, Ελένη Ξένου.


(...) Τελικά, η σύγκρουση, όπως κάθε σύγκρουση που έχει να κάνει με τη θρησκεία, είναι αιματηρή. Η θρησκεία είναι ένα ιδιαίτερο γεγονός, ένα ιδιαίτερο φαινόμενο, το οποίο είναι βαθιά ριζωμένο στον άνθρωπο και επομένως όποιος επιχειρεί να έρθει αντιμέτωπος με αυτό, βρίσκεται σε καθεστώς εμφυλίου. Η ρήξη, η σύγκρουση που έγινε όχι μόνο με την αρχαία (δηλαδή με την ολύμπια θρησκεία) αλλά και μεταξύ τους οι διάφορες εκδοχές του χριστιανισμού στη διάρκεια της οικοδόμησής του, είναι σύγκρουση η οποία έχει όλα τα χαρακτηριστικά του εμφυλίου. Έγινε μεταξύ Ελλήνων. Και όταν έχουμε εμφύλιο, δεν μιλάμε για το ενωτικό γεγονός του έθνους, αλλά, για τον πατριωτισμό των αντιπάλων. Τον επιμέρους δηλαδή πατριωτισμό τον οποίον ασπάζεται κανείς για να διεξαγάγει τον εμφύλιο πόλεμο. Αυτό το ξέρουμε κι απ’ τη νεότερη εποχή. Όταν γινόταν ο εμφύλιος μεταξύ της Αριστεράς και της Δεξιάς στην Ελλάδα (ο τελευταίος εμφύλιος), όλοι μπορεί να καπηλεύονταν την έννοια του ελληνικού έθνους, αλλά υπερείχε ο ιδεολογικός πατριωτισμός. Στο όνομα του ιδεολογικού πατριωτισμού σκοτώνονταν μεταξύ τους οι Έλληνες. Το ίδιο συνέβη και τότε. Αυτό δεν εξάλειψε ούτε στους χριστιανούς έναντι των οπαδών της ολύμπιας θρησκείας, ούτε μεταξύ των χριστιανών το κεντρικό σημείο που είναι η εθνική συλλογικότητα. Εάν αρνηθούμε αυτό το γεγονός, είναι σα να λέμε ότι, οι μεν χριστιανοί -οι μονοφυσίτες ή οι νεστοριανοί ή οι οποιοιδήποτε- όταν συγκρούονταν με τους άλλους χριστιανούς, οι μεν ήταν χριστιανοί και οι άλλοι δεν ήταν. Κι οι δύο χριστιανοί ήταν. Αλλά ο καθένας προέτασσε το δόγμα του. Τον ιδιαίτερο πατριωτισμό. Ό,τι γινόταν και με τις πόλεις στην κρατοκεντρική εποχή. Με τις πόλεις-κράτη. Έχουμε μια μεγάλη φιλολογία για την ελληνικότητα όλων των πόλεων και συγχρόνως την κρατοκεντρική λογική της σύγκρουσης μεταξύ τους. Το περισσότερο αίμα ιστορικά απ’ την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα που χύθηκε από τους Έλληνες, δε χύθηκε πολεμώντας τους εξωτερικούς εχθρούς, αλλά μεταξύ τους. Αυτό δηλώνει και την αιτία της σημερινής αντιμετώπισης των πραγμάτων. Αυτούς τους επιμέρους πατριωτισμούς, τους έχουν πάρει οι πολιτικές δυνάμεις και άλλοι τινές. Και είναι εγκατεστημένα στα μυαλά των ανθρώπων, που είναι έτοιμοι τον διάλογο και το περιεχόμενο του διαλόγου να το μεταβάλουν σε αιτία εμφυλίου πολέμου και όχι σε γεγονός ελεύθερης διακίνησης των ιδεών και εμπλουτισμού μέσα απ’ τον διάλογο· τους αντικείμενους λόγους. Αυτό, είναι ένα εξαιρετικά επικίνδυνο γεγονός βεβαίως, αλλά δυστυχώς υπάρχει. Πρέπει να το ερμηνεύσουμε. 

Όταν υιοθετήθηκε λοιπόν ο χριστιανισμός και διαμορφώθηκαν οι όροι της νέας θρησκείας, διαπιστώνουμε ότι, ουσιαστικά έχει διαμορφωθεί ένα εντελώς καινούργιο περιβάλλον που έχει ακολουθήσει τον δικό του δρόμο και δεν έχει πάρα πολύ μεγάλη σχέση με αυτό που δίδαξε ο Χριστός ή που ήταν η Παλαιά Διαθήκη. Αν δούμε τον χριστιανισμό ως θρησκεία και την θεολογία η οποία είναι η νέα πειθαρχία που συμπλέει με τη φιλοσοφία και που γεννιέται ακριβώς εξαιτίας της γένεσης αυτού του νέου θρησκευτικού παραδείγματος, αν πάρουμε λοιπόν τον χριστιανισμό να τον εξετάσουμε ως θρησκεία, θα διαπιστώσουμε ότι είναι μία εξολοκλήρου κατασκευή/δημιουργία του ελληνισμού. Πολύ περισσότερο από ότι ήταν η ολύμπια θρησκεία. Με την εξής έννοια: Ότι, η ολύμπια θρησκεία παρελήφθη και εξελίχθηκε συντοχρόνω. Δεν είχε λόγους όταν ήρθε απ’ την Αίγυπτο όπως μας παραδίδεται όλο αυτό το θρησκευτικό βίωμα, να συγκρουστεί με τους πρώτους Έλληνες. Γιατί η δεσποτική αντίληψη ήταν η αντίστοιχη αντίληψη του κοσμικού ανθρώπου· του Έλληνα στις πόλεις εκείνη την εποχή. Το βλέπουμε στην Αντιγόνη. Το βλέπουμε στα Ομηρικά Έπη. Αργότερα, προσαρμόστηκε και αποτέλεσε αυτό που ξέρουμε ως ολύμπια θρησκεία στους κλασικούς χρόνους. Αλλά, απ’ την άλλη μεριά, ο χριστιανισμός, ήρθε για να οικοδομηθεί σε μία στιγμή που ο ελληνικός κόσμος διήγε την πιο εξελιγμένη βιολογικά ανθρωποκεντρική του κατάσταση που ήταν η πιο προχωρημένη, ως φάση, περίοδος της Οικουμένης. Σε μια εποχή δηλαδή που, ουσιαστικά έπρεπε μία με δεσποτικά χαρακτηριστικά θρησκεία, αν ήθελε να εμπνευστεί από την ιουδαϊκή παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης, να προσαρμοσθεί στα ελληνικά ανθρωποκεντρικά δεδομένα. Δεν είναι τυχαίο όλο αυτό το διακύβευμα για την ανθρωπομορφική ή μη ανθρωπομορφική έκφραση της θρησκείας, που οδήγησε σε ενάμισι περίπου αιώνα σε εμφύλιο. Εικονομαχία-Εικονολατρία. Που με άλλους όρους ξεκίνησε, οι εικονομάχοι πολεμούσαν για την μεγαλύτερη προσαρμογή στο ελληνικό κεκτημένο (το ανθρωποκεντρικό) και τελικά κατέληξαν να υιοθετήσουν στον συμβιβασμό την ελληνική εκδοχή του χριστιανισμού. Γιατί την είχαν οικειοποιηθεί προηγουμένως οι μοναχοί και κάποιοι άλλοι ακόμη, για να καταλάβουν θέσεις μέσα στην κοινωνία τη βυζαντινή. Όταν αυτό ξεκαθαρίστηκε, βλέπουμε ότι απ’ τη νομοθεσία του Λέοντα, του Ίσαυρου και στη συνέχεια των Μακεδόνων, αφού ολοκληρώνεται όλη η φάση που ξεκίνησαν στο όνομα της Εικονομαχίας οι κοσμικοί άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, απ’ την άλλη οδηγούνται, αφού τέλειωσε κι εκκαθαρίστηκε το τοπίο απ’ τον κίνδυνο που ενείχε αυτή η όλη διείσδυση και η εκμετάλλευση της Εικονολατρίας, οδηγήθηκαν στον συμβιβασμό, στην αποδοχή δηλαδή, της ελληνικής εκδοχής του χριστιανισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι η Εικονομαχία ξεκινάει απ’ την Ασία ενώ η Εικονολατρία βρίσκεται στην ελληνική χερσόνησο. Η εξέγερση των Ελλήνων, των ελλαδικών και των νησιωτών Ελλήνων υπό τον Κοσμά, που ανακηρύσσουν έναν καινούργιο βασιλιά και εκστρατεύουν εναντίον της Κωνσταντινούπολης, γίνεται στο όνομα της Εικονολατρίας. Έχει πολύ μεγάλη σημασία, για να δούμε πώς οικοδομείται σιγά σιγά η ελληνική εκδοχή του χριστιανισμού. Πώς δηλαδή ταυτοποιείται ο χριστιανισμός ως ελληνική θρησκεία. Και, για να πάμε λίγο παρακάτω, το οργανωτικό επίπεδο, -θα μας πει και η 4η Σύνοδος της Καρχηδόνας και ο Φώτιος και άλλοι-, η οργάνωση της εκκλησίας, γίνεται κατά τον τρόπο των πόλεων και της δημοκρατίας της πόλης. Η ίδια η πρόσληψη του θείου, διαπιστώνουμε ότι προσαρμόζεται σιγά σιγά μέσα από τις επεξεργασίες τις οποίες επικαλούνται βεβαίως και προστρέχουν στην ελληνική γραμματεία, στην ελληνική φιλοσοφία, και προσαρμόζονται στη βάση του πολυθεϊσμού. Το τρισυπόστατο δεν είναι τίποτε άλλο. Πώς θα τεμαχίσουν την ιδέα της μονοσήμαντης θείας αντίληψης που δεν πρέπει καν να απεικονίζεται και να διαμορφώσουμε τους όρους μιας πολυσημίας του μονοθεϊσμού. Και συγχρόνως προστίθενται οι ήρωες· οι Άγιοι. Οι οποίοι, ξέρουμε μέχρι σήμερα, η λατρεία των Αγίων –κι αυτή είναι η λαϊκή εκφορά της θρησκείας- έχει αυτονομία. Έχει θεϊκή ιδιότητα. Κάνει θαύματα, κάνει πάρα πολλά πράγματα τα οποία θα ακούσουμε πολλές φορές να λένε κάποιοι ακόμα και σήμερα που διατηρούνται αυτές οι παραστάσεις, ότι πιστεύουν στον Άγιο Νικόλαο ή στην Παναγία κατά προτεραιότητα ή και καθόλου σε άλλους, δηλαδή υπάρχει μία πολυσημία η οποία στην πραγματικότητα έρχεται να υλοποιήσει, να δώσει χριστιανικό μανδύα στην προ-χριστιανική εποχή. Και, μην ξεχνάμε, ότι στη λαϊκή εκφορά του θρησκεύεσθαι, είναι παρόντες και πολλοί απ’ τους αρχαίους θεούς. Είτε γιατί τους δίνουν χριστιανικό όνομα, είτε και διότι υπάρχει η ίδια η αναφορά σ’ αυτόν. Ο Χάρος παραδείγματος χάρη. Ο Άδης. Στο δημοτικό τραγούδι, που είναι η λαϊκή ιδεολογία, δε θα συναντήσει κανείς πουθενά –εκτός απ’ αυτό που φτιάχνονται υπό την επήρεια του χριστιανισμού πολύ αργά- δε θα συναντήσει πουθενά την άλλη ζωή. Η άλλη ζωή είναι η μαυρίλα του Άδη. Η πλάκα· κάτω απ’ την πλάκα. Αυτό δείχνει ότι, -το ομολογούν οι ίδιοι οι Βυζαντινοί άλλωστε-, υπάρχει μία λαϊκή εκφορά του θρησκεύεσθαι η οποία, -δεν μπορούν να κάνουν και διαφορετικά, το επιχειρούν-, αφήνεται και λειτουργεί στον χρόνο, στο όνομα του χριστιανισμού, μάλιστα αυτό μεταδίδεται και στην παπική εκκλησία. Έχουμε επιστολές, νουθεσίες του πάπα, προς τους επισκόπους στην Αγγλία να μην επιχειρούν να ξεριζώσουν τις λεγόμενες ειδωλολατρικές αντιλήψεις των ανθρώπων εκεί πέρα, να τις αφήσουν δηλαδή να θεωρηθούν ότι είναι μέρος του θρησκεύεσθαι για να μπορέσουν να τους οικειοποιηθούν. Δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Έχουμε λοιπόν, το δόγμα που εξελληνίζεται, έχουμε την προσαρμογή στο ελληνικό κεκτημένο, έχουμε την συμφιλίωση και μάλιστα αργότερα την ηγεσία του ελληνισμού, μάλλον, του κλήρου τα ελληνικά γράμματα και έχουμε την ίδια την λαϊκή εκφορά της και την οργάνωση της εκκλησίας κατά τον ελληνικό ανθρωποκεντρικό τρόπο, με κεντρικό πυρήνα θεμέλιο την πόλη και την δημοκρατία στην πόλη και τις Οικουμενικές Συνόδους που είναι Σύνοδοι των αντιπροσώπων στις οποίες προεδρεύει ο βασιλιάς και παρίσταται συμπρόεδρος και η σύγκλητος. Η εκκλησία στο Βυζάντιο, έχει βρεθεί μέσα στο περιβάλλον της Οικουμενικής κοσμόπολης. Δεν κατάφερε να γίνει ανωτάτη αρχή που να ηγείται. Υπέκειτο στην λογική του δημοσίου χώρου. Παντού στις πόλεις όπως διασώθηκε στην περίοδο της τουρκοκρατίας, παντού στις πόλεις ή στη μητρόπολη η πολιτεία είναι εκείνη που διοικεί την εκκλησία και ελέγχει τον Κλήρο. Δεν υπάρχει αυτόνομη εξουσία. Αυτό δημιούργησε ένα τεράστιο πρόβλημα που, κατά τη γνώμη μου είναι κι ο οφειλέτης του γεγονότος ότι, ο χριστιανισμός μετά από κάποια στιγμή, από θρησκεία της αγάπης έγινε θρησκεία της κοινωνικής ηθικής. Δηλαδή, επανήλθε κατά έναν τρόπο στην Παλαιά Διαθήκη. Το διατακτικό μιας δεσποτικής κοινωνίας. Γιατί; Η εκκλησία στο Βυζάντιο, δεν είχε κοσμική αρμοδιότητα. Δεν είχε αυτό που έγινε η παπική εκκλησία η οποία απέκτησε κράτος όταν κατέρρευσε το εξαρχάτο, η βυζαντινή παρουσία στο εξαρχάτο της Ραβέννα και στη συνέχεια τη διατήρησε αυτήν την κοσμική εξουσία με όρους κρατικής δεσποτείας μέχρι τις μέρες μας. Επομένως, δεν είχε άλλη αρμοδιότητα να διαμορφώσει μια σχέση εξουσίας με το άτομο (με τον πολίτη), παρά μόνο μέσα απ’ τον έλεγχο της κοινωνικής ηθικής. Και κατά ένα μέρος, επειδή είχε μεγάλη συμμετοχή η εκκλησία στην κοινωνική πρόνοια η οποία της την ανέθετε η πολιτεία, είχε επίσης και έναν ρόλο στην φιλανθρωπία δηλαδή στην κοινωνική πρόνοια. Αλλά κυρίως όμως μέσω της κοινωνικής ηθικής. Δηλαδή θα έπρεπε να μετρήσει κανείς το μήκος του φορέματος που θα φορούσε η γυναίκα, γιατί από εκεί περνούσε και η σχέση του ελέγχου και της εξουσίας και του άνδρα, και ούτω καθεξής. Αυτό όμως, δεν κατάφερε ν’ αλλάξει τη σχέση κοινωνίας και εκκλησίας, τη σχέση κοινωνίας και πολιτικής. Βεβαίως, έχουμε ένα εγχείρημα δεσποτικής προσέγγισης της ηθικής συμπεριφοράς του ατόμου, αλλά ολόκληρο το φάσμα του θρησκεύεσθαι έχει να κάνει με την ελληνική του εκφορά. Γι’ αυτό και βλέπουμε ότι στην πρώτη περίοδο, η χριστιανική θρησκεία έρχεται να υπηρετήσει μαζί με το ρωμαϊκό ιμπέριουμ την οικουμενική φιλοδοξία του Ελληνισμού. Όπου εγκαθίσταται, όπως στους Ρώσους παραδείγματος χάρη, εγκαθιδρύει ακριβώς όλες τις ελληνικές αναφορές. Απ’ τη γλώσσα, τις πόλεις/τα κοινά, την γραμματεία της και ούτω καθεξής. Και, αυτό θα αλλάξει και, θα έλεγα, θα «εθνικοποιηθεί» η χριστιανική θρησκεία, δηλαδή θα αποκτήσει άμεση αναγωγή στο ελληνικό της πρόσημο πότε; Απ’ τη στιγμή που θα πάψει η βυζαντινή κοσμόπολη να υποστηρίζει, να μπορεί να υποστηρίζει την οικουμενική της ηγεμονία. Απ’ τη στιγμή που θα της την αμφισβητήσουν και η ίδια δε θα έχει τη δυνατότητα να την υποστηρίξει. Τότε διαπιστώνουμε ότι, η εκκλησία και ολόκληρη η χριστιανική θρησκεία, η ελληνική εκδοχή του χριστιανισμού, ταυτίζεται με τον Ελληνισμό και είναι πρώτη αυτή που χρησιμοποιεί τον όρο του Γραικού που ήταν η λαϊκή εκφορά του Έλληνα για να υποστηρίξει τον ελληνικό κόσμο και είναι με αυτόν τον όρο που αλληλογραφεί με τις άλλες θρησκείες, με τα άλλα δόγματα, όπως με την παπική εκκλησία. Ο Κλήρος των Γραικών, ο Κλήρος της πρεσβυτέρας Ρώμης. Δεν είναι της νέας Ρώμης. Και, είναι μία αν θέλετε «εθνικοποίηση», η οποία δηλώνεται ολοένα και περισσότερο όσο προχωράμε προς το άνω και το ύστερο Βυζάντιο. Γι’ αυτό και θα δούμε τους τελευταίους Βυζαντινούς, απ’ τη Νίκαια μέχρι και τους Παλαιολόγους στη συνέχεια, να επικαλούνται την ελληνική εκδοχή του χριστιανισμού ως στοιχείο της εθνικής ταυτότητας. Όχι γιατί προηγουμένως δεν την επικαλούνταν, αλλά τώρα βλέπουμε ότι τη συνδέουν με την ύπαρξη του κράτους, με την ύπαρξη, δηλαδή την Εθνική Ανεξαρτησία όπως θα την αποκαλέσουν και που τη βλέπουμε με ενάργεια στον Βατάτζη, αλλά τη βλέπουμε και σε μία επιστολή -είναι πολύ ενδιαφέρον- του οικουμενικού Πατριάρχη, προς τον ηγεμόνα της Μόσχας, τον Ρήγα του Μοσχοβίου, που του εξηγεί ότι δεν μπορεί να υπάρχει η θρησκεία και η εκκλησία χωρίς να είναι στεγασμένη μέσα σε ένα εθνικό κράτος. Μέσα δηλαδή στον χώρο που θα κληθεί να υπηρετήσει. Αυτό το βλέπουμε άλλωστε και στην αυτονομία που αποδέχεται και εγκαθιδρύει η ελληνική εκδοχή του χριστιανισμού. Όχι μόνο σε επίπεδο πόλεων όπου ισχύει η αυτονομία των πόλεων και η μη εισπήδηση όπως λέγεται του ενός στον χώρο του άλλου, ακόμα και του οικουμενικού Πατριάρχη, αλλά, ισχύει και στο επίπεδο των μεγαλυτέρων εθνοτικών ή πολιτισμικών ενσωματώσεων. Και βέβαια αυτή η εκδοχή του θρησκεύεσθαι δεν έπαψε ποτέ να έχει μία σαφή αναφορά και αντίθεση αν θέλετε, σε αυτά τα οποία συμβαίνουν μέσα στην κοινωνία της πόλης του Βυζαντίου. Υπάρχει η αντίληψη ότι στο Βυζάντιο υπήρχε μια άκρως σκοταδιστική πραγματικότητα, που αν θέλετε, απ’ το πρωί ως το βράδυ δεν έκαναν τίποτε άλλο απ’ το να θρησκεύονται και, να υπηρετούν το θείο. Είναι τελείως διαφορετική η εικόνα που μας δίνουν οι πηγές. 

Εκτός από όσα είπαμε για τις επιβιώσεις της αρχαίας θρησκείας, έχουμε και τις επιβιώσεις του αρχαίου τρόπου. Του ζην. Ας πούμε, τα Κρόνια, που είναι τα αρχαία που μετέπειτα ονομάστηκαν επί Ρωμαίων τα Σατούρνια, είναι οργιαστικές από κάθε άποψη γιορτές που λαμβάνουν χώρα στις πόλεις και βεβαίως στην Κωνσταντινούπολη στην οποία μετέχει και ο βασιλιάς. Υπάρχουν επίσης οι Καλένδες. Που είναι οι γιορτές του Φεβρουαρίου, που μεταμορφώνονται (τα Κάλαντα, οι Απόκριες) και που είτε με τη μορφή των τράγων είτε με τη μορφή άλλη, όπως και ακριβώς σήμερα προσπαθούν να τα αναβιώσουν, αλλά όλα αυτά και πάρα πολλά άλλα είναι στοιχεία του περιβάλλοντος αυτού της πραγματικότητας της Βυζαντινής. Και υπάρχει και η αντίληψη του πολυτελούς βίου ξέρετε. Που στην καθολική εκκλησία θεωρήθηκε αμάρτημα. Θα σας αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα, της Μαρίας της Αργυροπουλίνας, (παράλληλα είναι οι ίδιες πηγές που μας μιλάνε και για τη Θεοφανώ που παντρεύτηκε τον Όθωνα τον Β’ της Γερμανίας), αλλά η Μαρία η Αργυρή ή Αργυροπουλίνα, ήταν μιας πλούσιας οικογένειας της Κωνσταντινούπολης νεαρή, η οποία παντρεύτηκε τον γιό του ηγέτη της Βενετίας, του Δόγη. Και όταν πήγε στη Βενετία μετέφερε μαζί της όλη την οικοσκευή. Λίγα χρόνια μετά, (μιλάμε για το 1005/6), πέθανε εξαιτίας μιας επιδημίας χολέρας, έχουμε την μαρτυρία ενός κληρικού του Πέτρου Δαμιανού της καθολικής εκκλησίας, ο οποίος αποδίδει την χολέρα στην τιμωρία του θεού για τον πολυτελή βίο της Μαρίας της Αργυροπουλίνας, του Αργυρού. Και τι λέει; «Τόση ήταν η πολυτέλεια των εθίμων της ώστε, καταφρονούσε ακόμα και να πλένεται με κοινό νερό. Αναγκάζοντας τους υπηρέτες της να συλλέγουν βρόχινο νερό που έπεφτε από τους ουρανούς για να πλένεται με αυτό. –Προφανώς δεν ήθελε το νερό που ήταν ακάθαρτο. »Ούτε καταδεχόταν να αγγίζει την τροφή με τα δάχτυλά της. –Τρώγανε με τα χέρια. Και μιλάμε για τη Βενετία που ήταν εξελιγμένη σε σχέση με την υπόλοιπη δυτική φεουδαρχία. »Αλλά διέταζε τους ευνούχους της να της κόβουν σε μικρά κομμάτια (το φαγητό), »τα οποία έπιανε με ένα χρυσό όργανο με δύο δόντια (το πιρούνι) »και έτσι το έφερνε στο στόμα της. Τα δωμάτιά της ήταν τόσο είχαν τόσο βαριά ατμόσφαιρα από την χρήση διαφόρων αρωμάτων, ώστε μου προκαλεί ναυτία και να μιλώ γι’ αυτά. Αλλά και οι αναγνώστες μου δεν θα το πιστεύουν. Η ματαιοδοξία της γυναίκας αυτής ήταν μισητή από τον Παντοδύναμο και έτσι χωρίς λάθος, πήρε την εκδίκησή του»

Ξέρετε, ακούμε συχνά σήμερα, γιατί μηρυκάζουμε πάρα πολύ άνετα σε όλα, να γίνεται λόγος για την προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού. Και μας λένε ότι την έννοια του χρήματος, του τόκου, της επιχειρηματικότητας, τις συνέλαβαν οι προτεστάντες. Ο προτεσταντισμός είναι η προσπάθεια αποκοπής από τη δεσποτική λογική της καθολικής εκκλησίας, που επέβαλαν ακριβώς οι καινούργιοι αυτοί φορείς του εμπορίου, που διαμορφώθηκαν την περίοδο αυτή που δημιουργήθηκε ο προτεσταντισμός. Αλλά κανείς δεν ασχολείται με το γεγονός ότι ποτέ η ελληνική εκδοχή του χριστιανισμού δεν ήρθε σε αντίθεση –μάλιστα ήταν μέγας θιασώτης- της νομισματικής οικονομίας σε όλα τα επίπεδα! Απ’ τον δανεισμό μέχρι οτιδήποτε άλλο. Η πλήρης ενσωμάτωση. Γι’ αυτό και διαπιστώνουμε σήμερα, ότι, η νεότεροι οι οποίοι καταγίνονται είτε με το να υπερασπιστούν όπως νομίζουν την αρχαία θρησκεία είτε για να καταλογίσουν στον χριστιανισμό είτε για να διαχωρίσουν την εκκλησία απ’ το κράτος και ούτω καθεξής, ότι σκέφτονται με όρους παραναγνώσματος της νεοτερικότητας, δηλαδή με όρους επαναφοράς (όπως και σε όλα τ’ άλλα, απ’ το πολιτικό σύστημα και λοιπά) του ελληνικού κόσμου και του τρόπου του σκέπτεσθαι στη δεσποτική εκδοχή της Δύσεως. Το ζήτημα δεν είναι να δει κανείς γεωπολιτικά αν πρέπει να ανήκει εδώ ή εκεί. Το ζήτημα είναι να ξέρει τι σημαίνει πρόοδος και τι σημαίνει οπισθοχώρηση-συντήρηση-αντίδραση. Το να οπισθοχωρεί κανείς παραιτούμενος από τα στοιχεία της προόδου που αντιπροσωπεύει διότι επικράτησε η ηγεμονική εκδοχή της απολυταρχίας στον δρόμο προς γη νεότερη εποχή, είναι κάτι το οποίο πρέπει να επισημανθεί. Αλλά πρέπει να επισημανθεί με έναν τρόπο που θα μας επιτρέψει να δούμε τι αφήνουμε και τι κρατάμε. Αν ηττήθηκε ο ελληνικός δρόμος που αφορά όλη αυτή τη βυζαντινή πορεία –θα το δούμε ιδιαίτερα στο κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό πεδίο την επόμενη φορά- ηττήθηκε για συγκεκριμένους λόγους. Αλλά αυτό δε δικαιώνει τους ηγεμόνες. Το γεγονός παραδείγματος χάρη ότι οι Οθωμανοί κατέκτησαν τον ελληνικό κόσμο, δε σημαίνει ότι ήταν πιο προοδευμένοι. Ήταν πιο δεσποτικοί. Αλλά τον κατέκτησαν. Το ίδιο και οι Ρωμαίοι. Το ίδιο και οι νεότεροι ηγεμόνες της Δύσεως όταν κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη ή το Βυζάντιο κι όταν επέβαλαν τη δική τους εκδοχή της εξέλιξης προς τη μεγάλη κλίμακα της εποχής μας.

(...)

Για να ακουστεί από όλους, γιατί έχει σημασία: Οι πηγές λοιπόν μας λένε, ότι, η ολύμπια θρησκεία -το δωδεκάθεο όπως αλλιώς λέγεται (ο πολυθεϊσμός), προήλθε από την Αίγυπτο. Δύο λέει, ιέρειες από τη Λιβύη (είναι η Αφρική), ήρθαν στην περιοχή της Δωδώνης και δημιούργησαν εκεί το ιερό και έμαθαν ελληνικά και διέδωσαν τη θρησκεία. Ξέρετε, η Δωδώνη, είναι το Μαντείο που στους ομηρικούς χρόνους -δηλαδή στους μυκηναϊκούς χρόνους όπως λέγονται- ήταν η μήτρα του ελληνικού κόσμου, όπως κέντρο του ελληνικού κόσμου ήταν οι Δελφοί στη συνέχεια. Γι’ αυτό και οι πηγές μας μιλάνε για την προέλευση και της έννοιας του Έλληνα ή του Γραικού από την περιοχή μεταξύ του Αχελώου και της Δωδώνης. Ο Αριστοτέλης στα «Μετεωρολογικά» θα μας πει ότι άλλοτε μεν από εκεί προέρχεται και διεδόθη στη  συνέχεια, αλλά άλλοτε μεν -προηγουμένως λεγόντουσαν Γραικοί, νυν δε Έλληνες. Οι Έλληνες δεν είχαν πάντα το ίδιο προσωνύμιο. Δε λέγονταν πάντα Έλληνες για να αισθάνονται Έλληνες. Όπως συμβαίνει στο Βυζάντιο ακόμα και στην τουρκοκρατία, έτσι και στην αρχαιότητα, οι Έλληνες απέκτησαν μετά από κάποια στιγμή το κοινό προσωνύμιο του Έλληνα. Και πάλι είχαν πάρα πολλές εσωτερικές διαφοροποιήσεις όπως ξέρουμε. Ο Γραικός προέρχεται απ’ τους γέροντες, οι Έλληνες, όπως μας λέγεται, απ’ τους Σελλούς, που ήταν οι ιερείς του Μαντείου των Δελφών. Το σίγμα (“σ”), στη μία της ελληνικής γραφής είναι η δασεία. “Super” σήμερα λέγεται η βενζίνη, που είναι η “υπέρ”. Που στα Λατινικά, επειδή στη Δύση μεταφέρθηκαν οι του λεγόμενου λατινικού, δηλαδή το ένα απ’ τα δύο ελληνικά αλφάβητα, που τη δασεία την εξελάμβανε ως “σ” και το παρέλαβαν και οι Ρωμαίοι (η λατινική γλώσσα) και γι’ αυτό σήμερα όπου  υπάρχει δασεία σε ελληνική λέξη, αντικαθίσταται η δασεία με το “σ”.- Όμως, αυτό παραδίδεται ως προέλευση της ελληνικής θρησκείας· απ’ την Αίγυπτο. Η Αίγυπτος ήταν πολυθεϊκή όπως ξέρουμε. Δεν είχε θρησκεία μονοθεϊστική.


Γιώργος Κοντογιώργης







Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2020

 1922-2020. Ομοιότητες και διαφορές



1922-2020. Ομοιότητες και διαφορές. Αναλύει ο Γιώργος Κοντοιώργης, ομότιμος καθηγητής Πολιτικγής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. #livemedianews

Απομαγνητοφώνηση, Ελένη Ξένου. 

Οι τελευταίες εξελίξεις που έχουν κινήσει τη Ιστορία της Ελλάδας και τη διεθνή κατάσταση στην περιοχή, θυμίζουν πάρα πολύ και για πολλούς λόγους, αυτό που συνέβη και κατέληξε στο 1922. Τότε, αν σκεφθούμε απολογιστικά, η Ελλάδα προικοδοτήθηκε με ένα πρόβλημα σοβαρής ασφάλειας που στο μέλλον προοιωνίζονταν κατά τον τρόπο που το αντιμετωπίζουμε σήμερα. Διότι διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις ενός συσχετισμού δυνάμεων στην περιοχή που, δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές για την Ελλάδα. 

Ωστόσο, η παραλληλία η οποία μπορεί να εγκαθιδρυθεί μεταξύ αυτών που προηγήθηκαν και που οδήγησαν στο 1922 στη μικρασιατική καταστροφή κι αυτού που συνέβη στη διάρκεια της μεταπολίτευσης και που οδήγησε στη σημερινή κατάσταση της χώρας (της Ελλάδας), είναι πολύ μεγάλη. Έχει σημασία να σταθούμε στην παραλληλία αυτή, μεταξύ των όσων συνέβησαν και οδήγησαν στο 1922 και στη σημερινή πραγματικότητα, διότι έτσι θα αναδειχθεί η κοινή αιτία των δύο καταστροφών ουσιαστικά. Γιατί, η σημερινή καταστροφή η οποία έχει ήδη πραγματοποιηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και που ετοιμάζει την επικύρωσή της, εμφανίζει πολύ μεγάλη σχέση με την μικρασιατική καταστροφή. 

Τι συνέβη τότε; Φτάσαμε, στο όνομα της εθνικής ολοκλήρωσης, στον καταστροφικό πόλεμο του 1897. Γιατί οδηγηθήκαμε εκεί; Διότι το κράτος, δηλαδή το πολιτικό σύστημα και το πολιτικό προσωπικό που καλούσε για να το διαχειριστεί, κι άρα τις υποθέσεις του έθνους, ήταν αναντίστοιχο προς την βούληση και το συμφέρον της χώρας. Δεν έχει σημασία να σταθούμε σ’ αυτό. Σημασία έχει ότι, η ήττα του ελληνικού κόσμου στο μικρασιατικό, οργανώθηκε και συνέβη στην Αθήνα· όχι στο μέτωπο. Το 1897 λοιπόν, επειδή όλοι πίστευαν ότι κινδύνευε πια ο ελληνισμός από τους εθνικισμούς στα Βαλκάνια και, επειδή είχαν τη βεβαιότητα οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας -συμπεριλαμβανομένου και του βασιλέα- ότι οι μεγάλες δυνάμεις δεν θα επέτρεπαν μία παρέμβαση πολεμική στην περιοχή, κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον μιας αυτοκρατορίας και βεβαίως, οδήγησαν εκεί που οδήγησαν. Ο Βικέλας μας το λέει με πολύ παραστατικό τρόπο ότι, δεν υπήρχε στρατός, δεν υπήρχε ενδιαφέρον κι η πολιτική τάξη στο μέσον της καταστροφής ασχολιόταν με τις πελατειακές σχέσεις. -Ο υπουργός των ναυτικών είχε αμέτρητη ουρά, όταν το μέτωπο είχε καταρρεύσει, από πελάτες του που τους κατέγραφε ο ίδιος τα αιτήματα τους. 

Γιατί υπήρξε αυτή η ανάταση των Βαλκανικών Πολέμων και στη Μικρά Ασία στη συνέχει η Συνθήκη των Σεβρών; Διότι, έχοντας καταρρεύσει το παλαιό κομματικό σύστημα (η κομματοκρατία), που ουσιαστικά διαχειριζόταν τη χώρα δίκην παρασίτου -ως πρυτανείο σίτισης- και λειτουργούσε επικαλούμενη στην πραγματικότητα την μεγάλη ιδέα για να ηγεμονεύει εσωτερικά εις βάρος της χώρας, το σύστημα λοιπόν αυτό του παλαιοκομματισμού όπως λεγόταν, κατέρρευσε και, μετά το Γουδί, δεν είχε άλλη ελπίδα παρά να καλέσει κάποιον απ’ έξω για να το σώσει. Αν ο Βενιζέλος την πρώτη περίοδο λοιπόν της ηγεσίας της χώρας από αυτόν, δημιούργησε αυτό που δημιούργησε με την μεγέθυνση της χώρας και με τη Συνθήκη των Σεβρών, είναι γιατί δεν ήταν προϊόν αυτού του πολιτικού συστήματος. Δεν ήταν παράγωγο του πολιτικού συστήματος της χώρας. Ήρθε απ’ έξω φυτευτός. Και συνεπώς είχε άλλη λογική για τη σχέση μεταξύ της ηγεσίας του, του πολιτεύεσθαι και των συμφερόντων της χώρας. Διέπραξε ένα σφάλμα τότε. Αντί να ξεριζώσει το παλαιό καθεστώς, με τη “συντακτική” όπως λεγόταν, πραγματοποίηση την “αναθεωρητική” πράξη του, (τη βουλή δηλαδή, για την αναθεώρηση του συντάγματος), με αποτέλεσμα η πολιτική τάξη που είχε καταρρεύσει να ανασυγκροτηθεί και να ακυρώσει το μικρασιατικό διακύβευμα. Διότι ποιος ήταν ο λόγος; Ο λόγος ήτανε ένας. Ότι εάν ο Βενιζέλος κατόρθωνε να κρατήσει το μικρασιατικό, δηλαδή τη Συνθήκη των Σεβρών, αυτοί θα περιέρχονταν στο περιθώριο. Προτίμησαν δηλαδή να βάλουν το ίδιο παρασιτικό συμφέρον το οποίον είχαν και βεβαίως την ιδεολογία τους, επί καταστροφή του μείζονος Ελληνισμού. 

Σήμερα τι συνέβη; Από τη δεκαετία του ’80, είμαστε μάρτυρες της ίδιας λεηλατικής καταστροφής του κράτους, δια χειρός του κράτους. Από την πολιτική τάξη και όλους όσοι συγκατανευσιφάγοι κινούντο γύρω για να νέμονται την ελληνική χώρα. Τι συνέβη λοιπόν; Οδηγηθήκαμε στην απόλυτη αδυναμία των μνημονίων, της οικονομικής απαξίας και της εξάρτησης από τους πάσης φύσεως εξωτερικούς παράγοντες που ήρθαν να στηρίξουν αυτή την πολιτική τάξη για να παραγάγει το έργο που ήθελαν αυτοί και βεβαίως, μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα απομονώθηκε κι απαξιώθηκε και, διαλύθηκε τόσο ο κοινωνικός όσο και ο κρατικός και, βεβαίως πέραν του κρατικού και του κοινωνικού ιστού διελύθηκαν και οι ένοπλες δυνάμεις. Τη στιγμή που, στην Τουρκία, βρέθηκε ένας ηγέτης (ο σημερινός της ηγέτης), ο οποίος μέσα σε ελάχιστο χρόνο την ανασυγκρότησε και την οδήγησε με στρατηγική στόχευση σε ρόλους οι οποίοι σήμερα εκπλήσσουν! Εκπλήσσουν αυτούς οι οποίοι κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου. Όπως είναι η ελληνική πολιτική τάξη, η ελληνική άρχουσα τάξη, όλοι αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι κινούνται γύρω από το κράτος και το λυμαίνονται όπως τα παράσιτα το δέντρο που έχει τις ρίζες στην κοινωνία. 

Σήμερα λοιπόν, είμαστε παραστάτες του ιδίου φαινομένου. Ξέρετε, η πολιτική τάξη της χώρας έχει συνθηκολογήσει μέσα της. Ψάχνει να βρει τρόπο να έρθει από αλλού το περιεχόμενο της συνθηκολόγησης, γιατί ούτε έχει πρόθεση να οδηγήσει τη χώρα σε μια ανάταξη και συνεπώς σε μία λύση των ελληνοτουρκικών η οποία θα είναι συμφέρουσα γι’ αυτήν, ούτε και βεβαίως κάνει τα αναγκαία για την ταχύτατη ανασυγκρότηση του κράτους, των ενόπλων δυνάμεων και την επάνοδο της χώρας στο διεθνές προσκήνιο. Είναι πρωτοφανής η πολιτική και διπλωματική απομόνωση της χώρας σήμερα. Και αυτή η απομόνωση, φαίνεται από τις εκ των ενόντων προσπάθειες αυτή τη στιγμή, να κερδηθεί έδαφος στο διπλωματικό πεδίο, για να εμφανισθεί ο εξωτερικός “διαιτητής” -που μπορεί να είναι η Χάγη ή οι Ηνωμένες Πολιτείες- να μας οδηγήσουν στην υπογραφή της συνθηκολόγησης. Ξέρετε, οι διεθνείς σχέσεις και συμμαχίες μιας χώρας, χτίζονται μακροχρόνια. Άρα με στρατηγική, η οποία θα οδηγήσει σε σύγκληση συμφερόντων, μεταξύ της χώρας μας (της Ελλάδας) και των δυνάμεων που διαμορφώνουν τον γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής. Όταν εκ των ενόντων και, δυνάμει των πρωτοβουλιών του αντιπάλου τρέχει κανείς να διαμορφώσει σχέσεις, σημαίνει ότι εκεί επενδύει στην ήττα του. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα. Δηλαδή, προετοιμάζεται μία πρωτοφανής εκχώρηση εθνικού χώρου, όπως έγινε με άλλους όρους αλλά με τις ίδιες συνθήκες, η οποία θα είναι καταλυτική και για την εθνική υπόσταση -την πολιτισμική συνοχή την οποία άλλωστε καταγίνονται με συστηματικό τρόπο να την αποδομήσουν- αυτοί δηλαδή που θα κληθούν να πολεμήσουν σήμερα, έχουν διδαχθεί ότι πρέπει να εκχωρήσουμε. Έχουν διδαχθεί ότι η ιστορική πολιτισμική συνοχή που δημιουργεί ακριβώς την θέληση για ανεξαρτησία και ελευθερία, είναι, κάτι το πολύ “κακό”. Το πολύ “επικίνδυνο” για τις ανάγκες της χώρας. Και, βεβαίως είναι επικίνδυνο. Είναι επικίνδυνο όμως για την πολιτική τάξη της χώρας, η οποία θέλει νουνεχείς, θέλει ανθρώπους οι οποίοι θα χειροκροτούν ακόμα και για την εκχώρηση εθνικών συμφερόντων. 

Το κοινό σημείο λοιπόν, είναι το πολιτικό αυτό σύστημα, το οποίο αποτελεί το καρκίνωμα για τον Ελληνισμό και την ελληνική κοινωνία. Σήμερα, όπως και τότε, είναι όλοι γουναριστές. Υπάρχει όμως μία διαφορά. Ποια είναι αυτή η διαφορά; Το γεγονός ότι τότε, αυτοί που διαδέχθηκαν τον Βενιζέλο (οι γουναριστές), ήρθαν σε προφανή αντίθεση προς τις δυνάμεις που διαμόρφωναν τον χάρτη στην περιοχή. Και γι’ αυτόν τον λόγο η Ελλάδα οδηγήθηκε στην καταστροφή και βεβαίως σε μία ανατροπή των πολιτικών πραγμάτων και μια αστάθεια εσωτερική. Σήμερα συμβαίνει το αντίθετο. Δηλαδή, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, εκχώρησαν εθνικό χώρο, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και εξωτερικό –και συνεχίζουν να εκχωρούν- γιατί εισάγουν, εισπράττουν επομένως, από τους εξωτερικούς παράγοντες εσωτερική νομιμοποίηση. Γι’ αυτό και δεν οδηγούνται στην κατάρρευση. Γιατί έχουν ακόμα πολλές συναλλαγματικές να υπογράψουν. Όπως έγινε με την προηγούμενη κυβέρνηση και το Σκοπιανό, έτσι και τώρα με τα ελληνοτουρκικά, που είναι ένα μείζον θέμα για τις δυνάμεις και επομένως πρέπει η πολιτική τάξη της χώρας να βρει τον νομιμοποιημένο τρόπο από την εξωτερική παρέμβαση, που θα της επιτρέψει και να επιβιώσει, γιατί η νομιμοποίηση μιας πολιτικής απόφασης με όρους ήττας –χωρίς να πέσει τουφεκιά- είναι πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο για την επιβίωση της εξάρτησης αλλά, και για την συνέχιση αυτού του καθεστώτος, του εντελώς προσβλητικού για την χώρα. 

Γιώργος Κοντογιώργης