Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Γεώργιος Κοντογιώργης - Τα "κοινά" και η σημασία τους στην Ιστορία της Ελλάδας - 18.11.2020


Ο Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και πρώην Πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργος Κοντογιώργης στις 18.11.2020, στο πλαίσιο της εκπομπής "ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΦΩΝΟ", συνομιλεί με τον Άρη Λαμπρόπουλο για τα "κοινά" και τη σημασία τους στην Ιστορία της Ελλάδας.
Το ηχητικό υλικό της πρώτης ώρας της εκπομπής, απομαγνητοφωνήθηκε από την Ελένη Ξένου.


Γιώργος Κοντογιώργης:

Μετά την πρώτη μου επιστημονική ενασχόληση που ήταν «Η Επανάσταση στον Αριστοτέλη» και ουσιαστικά η μεταβολή πολιτείας, αποφάσισα να κάνω και μία δεύτερη και τρίτη εργασία. Προσανατολίστηκα -γιατί κάτι με κινούσε προς τα εκεί- για να μελετήσω αυτό που ελέγετο και συνεχίζουμε να το λέμε, οι κοινότητες της τουρκοκρατίας. Καθώς μελετούσα -γιατί συνηθίζω να μελετώ τις πηγές και όχι τα ιδεολογήματα με τα οποία φορτώνουν την υποτιθέμενη επιστήμη οι ιστορικοί- καθώς μελετούσα λοιπόν τις πηγές, διαπίστωνα ολοένα και περισσότερο έχοντας και γνώση της πόλης-κράτους ότι, αυτό που συναντάμε την περίοδο της τουρκοκρατίας, δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός το οποίο γεννήθηκε την περίοδο της τουρκοκρατίας ή έστω λίγο νωρίτερα ή ακόμη και ένα γεγονός που ήρθε στον ελληνικό κόσμο από έξω. Ολοένα και περισσότερο με έπειθε λοιπόν, ότι, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η πόλις-κράτος όπως εξελίχθηκε στον ιστορικό χρόνο κατά την περίοδο της οικουμένης -η οικουμένη είναι μία φάση που δυστυχώς την αγνοεί ο παγκόσμιος ιστορικός επιστημονικός κόσμος και όχι μόνο, δυστυχώς, ο ελληνικός και που διατήρησε όλα τα θεμέλια χαρακτηριστικά που είχε στην εποχή της πόλης-κράτους. Ακόμα και στην περίοδο της τουρκοκρατίας.

Αυτό που αποκαλώ ελληνικός κόσμος, ελληνικό κοσμοσύστημα, πρόκειται για την ανασυγκρότηση της κοσμοϊστορίας -και μέσα σε αυτήν και της ελληνικής ιστορίας- με όρους κοσμοσυστήματος. Μέχρι τώρα έχουμε συνηθίσει να ορίζουμε ή να διαβάζουμε την Ιστορία με βάση τα μεγάλα γεγονότα (ποιος κατέκτησε, ποιος είχε μεγαλύτερη ισχύ, ποιος λεηλάτησε, ποιος Αττίλας, ποιος Ρωμαίος)… Εν πάση περιπτώσει, κατέληξαν στον δυτικό κόσμο να περιοδολογούν αυτήν την ιστορική εξέλιξη με βάση την αρχαιότητα, το Μεσαίωνα και τη νεότερη εποχής. Αυτά είναι ιδεολογήματα τα οποία δεν έχουν καμία μα καμία ιστορική βάση. Είναι “παιδικές χαρές” στον τομέα της επιστήμης. Αυτό που μπορεί μόνο να επιτρέψει την κατανόηση της Ιστορίας και της εποχής μας, είναι το να οδηγηθούμε σε μία επίγνωση του τι ήταν αυτός ο κόσμος που υπήρξε στο παρελθόν και τι είναι ο κόσμος που υπάρχει σήμερα, έτσι ώστε να ξέρουμε και πού θα πάμε αύριο. -Και, σημειώνω εδώ, ότι το αύριο είναι εντελώς άγνωστο. Δεν μας το περιγράφει κανείς-. Άρα λοιπόν, τι είναι αυτό το οποίο θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε τον ιστορικό κόσμο εκτός από αυτόν που ηγεμόνευσε; Είναι ένα πράγμα: Η φύση των κοινωνιών. Η φύση των κοινωνιών πώς θα κριθεί για να ξέρουμε πώς εξελίχθηκε ο κόσμος ή πού κατατάσσουμε την κάθε κοινωνία επάνω στον πλανήτη; Μα αφού μιλάμε για ανθρώπινες κοινωνίες, με γνώμονα την ελευθερία. Δηλαδή ποιες κοινωνίες είναι ελεύθερες και ποιες δεν είναι ελεύθερες. Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι στο μεγαλύτερο μέρος της κοσμοϊστορίας (έστω αυτής που γνωρίζουμε) ο άνθρωπος έζησε σε καθεστώς δεσποτείας. Δηλαδή μη ελευθερίας (είτε φεουδαλικό είτε άλλο καθεστώς). Η μόνη περίοδος που αναδύεται σε ένα μέρος του πλανήτη (στη Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο και συνεχώς διευρύνεται) που υπάρχει εν πάση περιπτώσει και διαπιστώνεται η δημιουργία κοινωνιών με ελευθερία, είναι ο ελληνικός κόσμος σε αυτό το μέρος του πλανήτη. Ο ελληνικός κόσμος, από τη στιγμή που συγκροτείται και διευρυνόμενος με τους εποικισμούς σε κοσμοσύστημα με εσωτερική αυτάρκεια και εσωτερική δυνατότητα πορείας στην Ιστορία, αποκτά μία δυναμική εσωτερικής εξέλιξης. Αυτή η δυναμική της εσωτερικής εξέλιξης διακρίνεται σε δύο μεγάλες περιόδους: Η πρώτη, που είναι αυτό που αποκαλώ κρατοκεντρική (οι πόλεις-κράτη), δηλαδή ο κόσμος αυτός ως άθροισμα κρατών το ένα δίπλα στο άλλο που σταδιακά επικοινωνούν και μεταξύ τους και, η δεύτερη περίοδος -όταν εξαντλείται εξελικτικά αυτή η πρώτη περίοδος του κρατοκεντρισμού- είναι η περίοδος της οικουμένης (δηλαδή της μετα-κρατοκεντρικής εποχής) όπου ο κόσμος όλος, ο οικουμενικός αυτός κόσμος, συγκροτείται με βάση ένα άλλο κράτος που ενσωματώνει μέσα του τις πόλεις-κράτη και που οικοδομείται με μία εναρμονιστική λειτουργία ενός υπερκείμενου πολιτειακού συστήματος της μητρόπολης πολιτείας που είναι η κοσμόπολη. Η κοσμόπολη λοιπόν που είναι άγνωστη στις μέρες μας, είναι το κράτος της οικουμένης που διαμόρφωσε ο ελληνικός κόσμος και διακίνησε σε όλη την περίοδο της ιστορίας του, ανεξαρτήτως του αν σε μία φάση (μικρή, τριών-τεσσάρων αιώνων) ηγεμονεύθηκε από μία προσαρτηματική πόλη -τη Ρώμη- η οποία κινήθηκε πάλι μέσα σε αυτήν την ηγεμονία του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Αυτός ο κόσμος λοιπόν, φτάνει, με βάση αυτό το κοσμοσύστημα, μέχρι το τέλος του Βυζαντίου. Αλλά, τα αποτελέσματά του, η ύπαρξή του, συνεχίζει και στην τουρκοκρατία υπό καθεστώς εθνικής κατοχής.

Πρώτα-πρώτα να πούμε ότι η μακεδονική μοναρχία δεν είναι δεσποτική με την έννοια που την αντιλαμβανόμαστε, αυτή της αυτοκρατορίας. Δεύτερον, αυτό που χαρακτηρίζει την εξέλιξη του ελληνικού ή ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος -των κοινωνιών με ελευθερία που το αντίστοιχό τους είναι το σημερινό στη μεγάλη κλίμακα και, πρέπει να το πούμε αυτό για να ξέρουμε γιατί(;) ψάχνουμε το παρελθόν- κάθε φορά λοιπόν που είχε προετοιμαστεί μια μεγάλη ρήξη, μια μεγάλη φάση δηλαδή μετάβασης σε μία επόμενη (όπως είναι η μετάβαση στην οικουμένη, όπως ήταν η ενοποίηση της κοσμοπολιτειακής οικουμένης και όπως ήταν και η επόμενες που μπορούμε να πούμε) τότε έρχεται ένας περιφερειακός παράγον για να λειτουργήσει ως εμβρυουλκός. Η Μακεδονία, ήρθε να πραγματοποιήσει αυτό που προετοίμασε η Αθήνα και το επιχείρησε, αλλά που όμως απέτυχε. Διότι, εσωτερικά στο κοσμοσύστημα αυτό δημιουργούνται οι προϋποθέσεις αλλά, οι συσχετισμοί είναι τέτοιοι (η έλλειψη συνείδησης) που ενώ οδηγούν τους ανθρώπους δεν  τους κατευθύνουν και με αυτή τη συνείδηση. Δεν κατάφερε λοιπόν η Αθήνα να ολοκληρώσει αυτό το εγχείρημα και ήρθε κατά τον τρόπο της διαιτησίας η Μακεδονία. Το βλέπουμε αυτό στην περίπτωση του Ισοκράτη. Δηλαδή, πώς αρχικά βλέπει την Αθήνα να οδηγεί στην οικουμένη και στη συνέχεια αφού αποτυγχάνει η Αθήνα ψάχνει έναν εξωτερικό ηγεμόνα. Το ίδιο συμβαίνει με τη Ρώμη όταν η μετάβαση στην οικουμένη του ελληνικού κόσμου απέκτησε εσωστρέφεια και, η μία κοσμόπολη πολεμούσε την άλλη και φθειρόταν έτσι με ένα καθεστώς στασιμότητας. Το ίδιο συνέβη με τη στασιμότητα της Ρώμης που παρέδωσε τα κλειδιά στους Έλληνες πάλι, με τη μετακίνηση ακόμα και της πρωτεύουσας (της μητρόπολης). Το ίδιο θα συμβεί και με την ανάδυση της νεοτερικότητας της μεγάλης κλίμακας ως φάσης, αυτού που έχουμε σήμερα ως κράτος-έθνος, μέσα στο Βυζάντιο, αλλά που ήρθε να διαιτητεύσει ο δυτικός φεουδαλικός κόσμος. Πρέπει όμως εδώ να πούμε κάτι: Δεν τελείωσαν οι πόλεις με την μετάβαση στην οικουμένη μέσω της Μακεδονίας. Είναι λάθος αυτό να πιστεύεται. Ούτε οι πόλεις, ούτε η δημοκρατία. Μάλιστα, έγινε πιο βαθιά η δημοκρατία στην περίοδο της οικουμένης. Μην ξεχνάμε ότι όταν ο Αλέξανδρος πήγε στην Ασία, επέβαλε δημοκρατίες στις πόλεις της Μικράς Ασίας διότι οι ολιγάρχες τα είχαν βρει με τους Πέρσες εναντίον των Ελλήνων. Άλλωστε, μην ξεχνάμε επίσης ότι, οι πόλεις στον μητροπολιτικό κόσμο και στη Δύση, ως πόλεις-κράτη, υπήρχαν και μέχρι τη Ρώμη. Όταν η Μακεδονία με τον Φίλλιπο τον Β’ συγκαλεί το συνέδριο της Κορίνθου, προσπαθεί να βρει μία συνισταμένη κοινών αποφάσεων (συνάντησης δηλαδή των πόλεων-κρατών και των συμπολιτειών της εποχής) για να αντιτάξουν άμυνα εναντίον των Ρωμαίων.  Δεν επιβάλει καμία κυριαρχία και δεν τελειώνουν οι πόλεις. Αυτά είναι ιδεολογήματα για να μας πουν ότι η δημοκρατία και οι πόλεις τέλειωσαν τον 4ο αιώνα και ότι την ξαναβρήκαμε τη δημοκρατία σήμερα. Αυτά είναι ψεύδη του αίσχιστου είδους. Η δημοκρατία συνεχίζει και μάλιστα με εμβάθυνση μέχρι και τον 19ο αιώνα. Και μάλιστα χωρίς δουλεία! Οι πόλεις γίνονται συστατικό μέρος της κοσμόπολης.

 Όταν μιλάμε για κρατοκεντρική εποχή της εξέλιξης του ανθρωποκεντρικού κόσμου, εννοούμε ότι, η ανθρωποκεντρική εξέλιξη (δηλαδή με καθεστώς ελευθερίας) συντελείται στο εσωτερικό των πόλεων, δηλαδή των κρατών. Οι διακρατικές σχέσεις είναι σχέσεις δύναμης. Σχέσεις βαρβαρότητας. Δεν υπάρχει εκεί η αναγνώριση του πολίτη και του ελεύθερου ανθρώπου, όπως και σήμερα. Η εξέλιξη λοιπόν γίνεται –κι αυτή είναι η αντινομία του κρατοκεντρισμού, αλλά είναι η πρώτη φάση- συντελείται λοιπόν στο εσωτερικό των πόλεων. Γι’ αυτό και βλέπου ότι, όσο στο εσωτερικό οι κοινωνίες εισέρχονται στο οικονομικό και πολιτικό σύστημα (άρα προχωράμε προς τη δημοκρατία) τόσο οι διακρατικές σχέσεις γίνονται βιαιότερες. Και γι’ αυτό έχουμε το φαινόμενο των Μηλίων, των Σαμίων, των Μυτιληναίων, οι οποίο Αθηναίοι τι κάνουν; Εφαρμόζουν αυτό που θα πει ο Κλέων, την τυραννία έναντι των ηγεμονευομένων οι οποίοι αμφισβητούν την ηγεμονία τους αυτή. Δηλαδή, αυτό που το θεωρούμε αντίφαση σήμερα, είναι η αρμονία με την κρατοκεντρική εποχή. Η δημοκρατία εφαρμόζεται στο εσωτερικό, αλλά είτε είναι μοναρχία είτε αντιπροσώπευση είτε δημοκρατία, στις διακρατικές σχέσεις συμπεριφέρονται με όρους δύναμης. Αυτό μπορούμε να το δούμε στον Θουκυδίδη (στον διάλογο μεταξύ Σπαρτιατών και Αθηναίων, που ο ένας κατηγορεί τον άλλον για βιαιότητα). Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Έρχεται να ακυρώσει την έννοια του πολέμου που αιτία έχει τον κρατοκεντρισμό (τη συνύπαρξη των κρατών δηλαδή στο ίδιο κοσμοσυστημικό περιβάλλον) η οικουμένη/κοσμόπολη. Που καταργεί στο εσωτερικό της κοσμόπολης τον πόλεμο μεταξύ των πόλεων. Η πόλις όμως, διατηρεί όλες τις αρμοδιότητες που είχε στην κρατοκεντρική εποχή (εκτός από το δικαίωμα της ανεξαρτησίας) και μάλιστα, συμπληρώνεται με την συμμετοχή της στην διαχείριση του συνόλου κοσμοπολιτειακού κράτους. Γι’ αυτό και ο πολίτης μίας πόλης γίνεται και κοσμοπολίτης. -Για να δείτε πώς έχουν αφυδατωθεί οι έννοιες. Άλλοτε, ο κοσμοπολίτης στον ελληνικό κόσμο ήταν ο πολίτης της πόλης που ως εκ της συμμετοχής της στην κοσμόπολη, ήταν και πολίτης της κοσμόπολης. Θεσμική ιδιότητα. Σήμερα λοιπόν, θεωρείται αυτός ο οποίος είναι αποδεσμευμένος από την έννοια της πολιτειότητας και κινείται στον κόσμο ελευθέρως και αβιάστως.- Άρα λοιπόν, αντιλαμβάνεστε ότι εδώ έχουμε έναν ολόκληρο κόσμο εν εξελίξει, που εάν τον δούμε ακριβώς σε αυτή την βάση την κοσμοσυστημική, μπορούμε να συγκροτήσουμε τα θεμέλια μιας κοινωνικής καθολικής πολιτικής επιστήμης που θα μας επιτρέψει σήμερα να γνωρίζουμε πού βρισκόμαστε. Όχι να θεωρούμε ότι είμαστε το πρότυπο αναφοράς που ολοκληρώσαμε την εξέλιξή μας και είμαστε τώρα εδώ. Θα διαπιστώσουμε ότι είμαστε όχι ένα άλλο παράδειγμα -αυτό που λένε το «δυτικό παράδειγμα», είναι ψέμα. Η εποχή μας, συμπεριλαμβανομένης και της Δύσεως, βρίσκεται στην πρώιμη ανθρωποκεντρική εποχή του ελληνικού κόσμου. Δηλαδή στην μόλις προ-Σολώνεια εποχή. Την εποχή δηλαδή που οικοδομείται ο νεότερος ανθρωποκεντρισμός. Και αν κάνετε τη σύγκριση θα δείτε ότι είναι τα ίδια θεμέλια: Η ιδιοκτησία της οικονομίας ανήκει σε τρίτον ή στο κράτος ή σε ιδιώτη, το πολιτικό σύστημα ανήκει εξ ολοκλήρου σε έναν και σε ολίγους και η κοινωνία είναι εκτός. Η κοινωνική αντιπαράθεση γίνεται σε αθέσμιτο περιβάλλον μεταξύ αυτού που κατέχει το σύστημα (το οικονομικό ή το πολιτικό) και της κοινωνίας που είναι ιδιώτης και μπορεί να διαδηλώνει. Άρα λοιπόν, πρέπει να ξεχωρίσουμε αυτό που συνιστά φάση του συνόλου ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στη μεγάλη κλίμακα (το κράτος-έθνος αντί την πόλη-κράτος) και, από την άλλη μεριά την πρώιμη ανθρωποκεντρική φάση στην οποία έχουμε εγκατασταθεί.

Όταν μιλάμε για τα «κοινά», μπορούμε να αναδείξουμε δύο μεγάλα φαινόμενα της εποχής μας. Γιατί ξεκινάμε από μηδενική αφετηρία; Γιατί σήμερα ζούμε δηλαδή την πρωτόλεια αυτή εποχή την ανθρωποκεντρική εποχή που έχει μόνο την ατομική ελευθερία και την εξωθεσμική παρουσία των κοινωνιών; Την αντιπαράθεση, δηλαδή την αντιλογία του δικαιωματισμού που είναι η διεκδίκηση των ομάδων να έχουν εξουσία μονοπωλιακή επί της κοινωνίας εναντίον της ελευθερίας που θα επέτρεπε στην  κοινωνία να είναι αυτή ο κυρίαρχος παράγον στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Αυτό λοιπόν είναι το κεντρικό ζήτημα που, το συγκαλύπτουν γιατί αλλιώς πρέπει να ομολογήσουν ότι για να ολοκληρωθεί η μετάβαση στη μεγάλη κλίμακα του κράτους-έθνους μέσω της Δύσεως, κατηργήθη το σύνολο του ελληνικού πολιτισμικού κεκτημένου μιας οικουμενικής φάσης για να οπισθοδρομήσουμε στην πρόδρομη φάση που μόλις εισέρχεται και ο ελληνικός κόσμος στον ανθρωποκεντρισμό. Σκεφθείτε δηλαδή τι μέγεθος οπισθοδρόμησης για εμάς αλλά και για τον σύνολο κόσμο. Διότι αν είχε επικρατήσει ο ελληνικός δρόμος προς τη νεοτερικότητα, προς τη μεγάλη κλίμακα -που είχε ξεκινήσει από το Βυζάντιο και μετακενώθηκε στη Δύση- σήμερα ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός στις ελευθερίες του και σε όλα.

Σήμερα, έχουμε «ατομική» ελευθερία και κοινωνικοπολιτικά δικαιώματα εκεί που δεν είμαστε ελεύθεροι. Η διαδήλωση είναι δικαίωμα. Δε θα υπήρχε η ανάγκη της διαδήλωσης, άρα αυτού του δικαιώματος και στον τομέα της εργασίας και των άλλων δικαιωμάτων, εάν ήμασταν πολιτικά ελεύθεροι. «Είμαι ελεύθερος», σημαίνει αποφασίζω εγώ για τα πράγματα της ζωής μου. Είμαστε «ατομικά ελεύθεροι» σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή μπορούμε να κλείσουμε για παράδειγμα το μικρόφωνο και να βγούμε έξω να πάμε μία βόλτα -αν θέλουμε. Ή να κάνουμε επιλογές ιδιωτικής ζωής. Αλλά, πολιτικά, αφού αποφασίζει κάποιος άλλος για εμάς, δεν είμαστε ελεύθεροι. Κατά την ίδια έννοια που και όταν συνάπτουμε σχέση εργασίας δεν είμαστε ελεύθεροι. Ο ελληνικός κόσμος λοιπόν, μας διδάσκει πώς εξελίσσεται ένα οικονομικό σύστημα από αυτή τη φάση που έχουμε σήμερα σε μία άλλη φάση όπου εφαρμόζεται η δημοκρατική αρχή στο οικονομικό σύστημα. Που μετέχει δηλαδή στη διοίκηση του οικονομικού συστήματος και η κοινωνία της εργασίας. Το ίδιο και στην πολιτική. Άρα λοιπόν, ο ελληνικός κόσμος έχει να επιδείξει αυτό το φαινόμενο (ατομική ελευθερία με όρους εξουσίας ιδιοκτησιακής ή άλλης) το οικονομικό και πολιτικό σύστημα, στην εποχή του Σόλωνα. Ο Σόλωνας κάνει την τομή. Μέχρι τότε εκλέγονταν με την καθολική ψηφοφορία. Και κάνει την τομή γιατί; Για να μην επιτρέψει ξανά η οικονομία μέσω του συστήματος δανεισμού και άλλων τινών (τη νομισματική οικονομία που είχε μπει πλησίστια για την εποχή εκείνη), να ηγεμονεύσει επί της προσωπικής ζωής αλλά και επί των πόλεων αυτή η κορυφαία ιδιοκτησία της οικονομίας. Και τι κάνει; Μεταβάλει το μοναρχικό σύστημα (δηλαδή την εκλόγιμη μοναρχία αυτή που ζούμε και σήμερα) σε αντιπροσωπευτικό σύστημα. Δηλαδή, θέσμισε την κοινωνία σε δήμο και διαχώρισε την ιδιότητα του εντολέα και εντολοδόχου που την είχε ως καθολική αρμοδιότητα ο «πρωθυπουργός» της εποχής (ο Σόλωνας και οι άλλοι), τη διαχώρισε λοιπόν και την ιδιότητα του εντολέα την έδωσε στον δήμο (στην κοινωνία που την θέσμισε) για να είναι καθημερινός θεσμός (και όχι επ’ ευκαιρία όπως μας λένε σήμερα οι περίφημοι αμεσοδημοκράτες με τα δημοψηφίσματα) που μετέχει όπως και βουλή και οι υπουργοί στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων. Τι μας λέει ο Σόλωνας λοιπόν ότι έκανε; Έδωσε το «εκλέγειν», το «ανακαλείν», «το ελέγχειν» (να ελέγχει δηλαδή τον πολιτικό ο δήμος), το «ευθύνειν» να του ζητάει ευθύνες, να τον προσάγει στη δικαιοσύνη και βεβαίως να καθορίζει το πλαίσιο της πολιτικής που θα ακολουθήσει. Άρα λοιπόν, το πολιτικό σύστημα σήμερα, είναι προ-αντιπροσωπευτικό. Δηλαδή, τυπικά μια ολιγαρχευομένη εκλόγιμη μοναρχία. Ένας κατέχει το σύστημα και μία κοινωνία νομιμοποιεί διά της ψήφου της τον επόμενο μονάρχη. Ούτε τον τιμωρεί ούτε τίποτε. Τον νομιμοποιεί στη θέση του. Αυτό λοιπόν, τελειώνει -γιατί ξέρετε, αυτός ο ελληνικός κόσμος διδάσκει ότι, όσο χειραφετείται αυτονομείται και κυριαρχεί η οικονομία (ο ιδιοκτήτης του συστήματος της οικονομίας και όχι το κεφάλαιο), όσο λοιπόν αυτονομείται και επιβάλει την ηγεμονία, τόσο η κοινωνία προσπαθεί να μπει -σε πρώτη φάση- μέσα στο πολιτικό σύστημα. Αντί να είναι απ’ έξω και απλώς να “χτυπάει” την πόρτα του, μπαίνει μέσα και γίνεται θεσμός. Δηλαδή θεσμοθετεί και τον εαυτόν της ώστε η σύγκρουση η αντιμαχία, να γίνεται μέσα στο πολιτικό σύστημα και όχι μεταξύ αυτού που κατέχει το πολιτικό σύστημα και της κοινωνίας ιδιώτη. Αυτό λοιπόν διδάσκει όλη η ανθρωποκεντρική εξέλιξη μέσα στην πόλη-κράτος, αλλά το ίδιο διδάσκει και η κοσμόπολη με τη δημοκρατική ολοκλήρωση στην περίοδο του Βυζαντίου όπου ετοιμάζεται και η μετάβαση στη μεγάλη κλίμακα.

Η μεγάλη ακριβώς σύγχυση που έχει επικρατήσει στη νεότερη ιστοριογραφία, όπως ιταλικές πόλεις, χανσεατικές πόλεις και τα μικρά αυτά φαινόμενα στον σλαβικό κόσμο- δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αποτέλεσμα της μετακένωσης του ελληνικού κοινού στην δεσποτική του περιφέρεια. Όσο ο ελληνικός κόσμος εξελίσσεται και μάλιστα όταν εισέρχεται στην οικουμένη, τόσο διευρύνει τα όρια της επιρροής του άρα της διείσδυσής του μέσα στον κόσμο τα δεσποτείας. Αυτό συνέβη την περίοδο του κρατοκεντρισμού μέχρι την Αγγλία. Πήγαιναν εκεί οι Μασσαλιώτες για να βρουν κασσίτερο και μετέφεραν και τις αξίες και  ουσιαστικά και τους θεσμούς. Αυτά μας τα λένε οι αρχαίοι ιστορικοί. Ο Στράβων μας εξηγεί ότι, οι Γαλάτες είχαν υιοθετήσει ακόμα και τα συμβόλαια στην ελληνική και το σύστημα των πόλεων και λοιπά, όπως το είχαν οι Έλληνες. Αυτή λοιπόν η διακτίνωση του ελληνικού κόσμου, φέρνει -όχι μόνο- ό,τι και σήμερα ξέρετε. Όταν επεκτάθηκε ο δυτικός κόσμος στο σύνολο του πλανήτη μετέφερε εκεί όχι μόνο την οικονομική του ισχύ και την εκμετάλλευση αλλά μετέφερε και το σύστημά του- αυτό συνέβη και τότε λοιπόν. Αυτά που λέμε Χανσενικές, ιταλικές πόλεις και λοιπά, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της μετακένωσης από το Βυζάντιο, του συστήματος των κοινών από κοινού με τη νομισματική οικονομία και το εταιρικό σύστημα (την εφαρμογή δηλαδή της δημοκρατικής αρχής στην οικονομία) που αργότερα αποκλήθηκε ως «συντροφίες» (οι Βυζαντινοί το έλεγαν «σύστημα»), μετακένωση λοιπόν στον δυτικό κόσμο. Έτσι ξεκίνησε η δυτική Αναγέννηση.

Οι πρωτόγονες κοινωνίες λειτουργούν με βάση αυτοματισμούς. Δεν υπεισέρχεται η έννοια του συμφέροντος που υπεισέρχεται όταν καθιερώνεται η ιδιοκτησία και η εγκατάσταση των ανθρώπων σε κοινωνίες -με την έννοια που ξέρουμε των ανθρωποκεντρικών κοινωνιών. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να τις εξισώσουμε με την έννοια της δημοκρατίας. Πολλοί είναι εκείνοι που δεν καταλαβαίνουν τι είναι η δημοκρατία και σε ποια φάση αντιστοιχεί. Παραδείγματος χάρη, γιατί(;) δεν εμφανίστηκε στην πόλη στην ομηρική εποχή και εμφανίστηκε στον 5ον αιώνα αφού προηγήθηκαν η εκλόγιμη μοναρχία και η αντιπροσώπευση; Αυτοί που δεν καταλαβαίνουν λοιπόν, πάνε να βρουν τις πηγές της δημοκρατίας στην πρωτόγονη κοινωνία. Δεν γίνεται έτσι η εξέταση των πραγμάτων. Διότι ο κόσμος της πρωτόγονης κοινωνίας δεν συγκροτείται με τους όρους του ανθρωποκεντρισμού για να συγκριθεί με την ανθρωποκεντρική δημοκρατία που έχουμε. Δεν υπάρχουν δικαιώματα στις πρωτόγονες κοινωνίες. Δεν έχουνε συνείδηση ελευθερίας. Λειτουργούν κατά το συλλογικό όπως λειτουργούν και οι ομάδες των λιονταριών και των άλλων ζώων που δεν τρώγονται μεταξύ τους. Οι άνθρωποι “τρώγονται” -βέβαια- αλλά, λειτουργούν κατά ομάδες με βάση τη συγγένεια κυρίως.

Επομένως, συγκρατούμε ότι υπάρχει ένα δεσποτικό κοσμοσύστημα που κινείται στην Ιστορία μετά τον πρωτογονισμό, που είναι εγκατεστημένες κοινωνίες και που η ιδιοκτησία του δεσπότη/φεουδάρχη ή κρατικού δεσπότη κυριαρχεί (ανώτερη έκφραση είναι η ασιατική δεσποτεία) και, έχουμε στη συνέχεια σε αυτόν τον ελληνικό χώρο το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα από το οποίο μπορούμε να αντλήσουμε όλα τα στοιχεία της γνώσης που μας χρειάζονται για την επιστήμη προκειμένου να την απο-φορτώσουμε από ιδεολογία. Ο Διαφωτισμός και η απολυταρχία του 18ου – 19ου αιώνα, διέπραξε δύο μεγάλες ρήξεις με τον ελληνικό κόσμο, ενώ τον θαύμαζε και ήθελε να τον ανασυγκροτήσει. Όχι μόνο τον αρχαίο αλλά και τον βυζαντινό από τον οποίο προερχόταν. Οι δύο αυτές ρήξεις είναι, με τις έννοιες η μια και με τον ιστορικό χρόνο της ανθρωποκεντρικής εξέλιξης η άλλη. Έρχονται λοιπόν και βγάζουν το περιεχόμενο της δημοκρατίας από τη δημοκρατία όπως την ορίζει η εποχή που τη γέννησε και, βάζουν ως περιεχόμενο δημοκρατίας με επιθετικούς προσδιορισμούς και διάφορες τέτοιες ανοησίες τον κοινοβουλευτισμό. Δηλαδή την εκλόγιμη μοναρχία. Και μας λένε ότι, έχουν πραγματοποιήσει το “θαύμα”… Ότι δηλαδή, το ίδιο το πολιτικό σύστημα της εκλόγιμης μοναρχίας να είναι συγχρόνως και αντιπροσώπευση και δημοκρατία. Άρα δεν έχουμε, μας λένε, κάτι άλλο να γνωρίσουμε στην εξέλιξη και ότι δε μπορούμε ούτε καν να διανοηθούμε ότι θα εφαρμόσουμε τη δημοκρατική αρχή στην οικονομία/στο οικονομικό σύστημα. Δε μπορούμε, μας λένε, να εφαρμόσουμε τη δημοκρατική αρχή στο πολιτικό σύστημα. Και, όποιος αμφισβητεί αυτή την… “αυθεντία” της δημοκρατία του σήμερα, είναι υπόλογος για επιλογή της δικτατορίας. Εκεί έχουμε φτάσει. Αλλά το θέμα είναι, ότι, κάποτε, πρέπει να αναλογιστούμε ότι δεν είναι το κεφάλαιο που δημιουργεί την εκμετάλλευση. Είναι η ιδιοκτησία επί του οικονομικού συστήματος. Το αίμα που χύθηκε στη διάρκεια των δύο αιώνων (ιδίως του 20ου αιώνα) δεν χύθηκε στο όνομα της δημοκρατίας αλλά στο όνομα του εάν το οικονομικό σύστημα θα ανήκει στον ιδιώτη κατά κύριο λόγο ή στο κράτος. Οι κοινωνίες και στις δύο περιπτώσεις ήταν έξω. Δε μπορείτε να διανοηθείτε πόσο μοιάζουν ο φιλελευθερισμός με τον σοσιαλισμό. Έχουν ταυτολογική υπόσταση. (Το πολιτικό σύστημα δε διαφέρει, το οικονομικό σύστημα δε διαφέρει, η σχέση κοινωνίας και οικονομία, η σχέση κοινωνίας και πολιτικής δε διαφέρουν). Υπάρχει όμως μία θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των κοινωνικών επιλογών τους ελληνικού κόσμου στην αντίστοιχη περίοδο με τις κοινωνικές επιλογές στην εποχή μας που είναι και η στρέβλωση: Τότε, για την ατομική απελευθέρωση ενός εκάστου (ατομική ελευθερία) επελέγη η ισοδιανομή της γης. Η ισότητα ενώπιο της ιδιοκτησίας. Στην εποχή μας, επελέγη προλεταριοποίηση. Η ισότητα ενώπιον της ακτημοσύνης. Αλλά, ποια είναι η διαφορά; Ότι, την ιδιοκτησία του οικονομικού συστήματος δεν την κατήργησαν. Την οικειοποιήθηκε το κράτος έχοντας το κράτος και όλα τα άλλα (πολιτικό, οικονομικό σύστημα στην ιδιοκτησία του, τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη, τον στρατό και λοιπά) και ορίστηκε ως η πεμπτουσία του ολοκληρωτισμού. Μια ο σοσιαλιστικός ολοκληρωτισμός, δύο ο φιλελεύθερος ολοκληρωτισμός. Δεν έχουμε καμία σχέση με αυτό το εξελικτικό γινόμενο του ελληνικού κόσμου.

Αλλά προσέξτε όμως! Ξεφύγαμε από το θέμα το οποίο νομίζω είναι κεντρικό για την εποχή μας: τα κοινά. Θα επανέλθω σε αυτό για να επισημάνω ότι, ουδείς, μέχρι τη δεκαετία του ’70 προς ’80 που άρχισα να μελετώ τα κοινά, δεν είχε διανοηθεί να τα συσχετίσει με την πόλη-κράτος. Απέδειξα με το έργο μου εκείνη την εποχή, ότι, τα κοινά (αυτό που λένε «κοινότητες») που το όρισαν ουσιαστικά με βάση το τριτοκοσμικό υποκείμενο που μετακενώθηκε στη Δύση, των πόλεων, οι κοινότητες λοιπόν δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πόλεις-κράτους όπως μετεξελίχθηκαν στην οικουμένη. Μάλιστα έδειξα πώς οι αξίες και οι θεσμοί είχαν την ίδια αναφορά. Θα σας πω ένα-δύο περιπτώσεις για να δείτε ότι δεν το ανακάλυψαν οι Έλληνες της τουρκοκρατίας αλλά το κληρονόμησαν. Διότι από το Βυζάντιο εισήλθε ο ελληνικός κόσμος στην τουρκοκρατία με θεμέλιο τα κοινά και τη δημοκρατία μέσα στα κοινά. Το σεβάστηκαν οι Οθωμανοί γιατί τους προσέφεραν όφελος και όχι γιατί ήταν υπέρ. Αυτοί ήταν κρατικοί δεσπότες ασιατικού τύπου. Αλλά, αντλούσαν όφελος. Αντλούσαν δύναμη. Αν είχε μία δύναμη η οθωμανική αυτοκρατορία, ήταν αυτή που τους προσέφερε ο ελληνικός κόσμος. Τα κοινά της τουρκοκρατίας έχουν και εκλεγμένους άρχοντες. Πρώτα-πρώτα υπάρχει ο δήμος όπου συνέρχονται όλοι «μικροί» και «μεγάλοι» (δηλαδή σημαντικοί και μη σημαντικοί). Δεύτερον, εκλέγουν τους προεστούς. Οι προεστοί, είναι πάντα ένα συνοδικό σώμα του οποίου όμως τα μέλη έχουν αυτονομία. Δε διορίζει ο ένας τους άλλους. Ο καθένας έχει τη δική του αυτονομία (συγκρίνετε με τη σημερινή οποιαδήποτε κυβέρνηση που είναι μονοκράτορας ο ένας και διορίζει και παύει). Εκεί είναι συνοδικό το όργανο, εκλέγεται όπως και στην αρχαιότητα για έξι μήνες έως έναν χρόνο, είναι ελευθέρως ανακλητό και συγχρόνως λειτουργεί με τους όρους της ομοφωνίας. Η αρχή της πλειοψηφίας εφαρμόζεται στο δήμο -στη μάζωξη όπως λένε. Και πώς επιβεβαιώνεται αυτή η συνοδική λειτουργία με ομοφωνία των προεστών; Με την σφραγίδα. Κόβουν τη σφραγίδα σε τόσα κομμάτια όσοι είναι οι προεστοί. Και, για να υπάρξει απόφαση, πρέπει να φέρουν όλοι το κομμάτι της σφραγίδας. Εάν διαφωνήσουν, θα επανέλθουν στον δήμο, στη μάζωξη.

Για να έρθουμε λοιπόν στο Βυζάντιο. Αυτό που γνωρίζουμε όλοι είναι ο θαυμασμός προς τον Ιουστινιανό που σκότωσε στoν ιππόδρομο μερικές δεκάδες χιλιάδες πολίτες. Δε συγκρατούμε ότι, με τη μετάβαση στο Βυζάντιο το πολιτικό σύστημα αρχίζει σιγά-σιγά να αλλάζει δραματικά. Το κεντρικό πολιτικό σύστημα. Που σημαίνει το πολιτικό σύστημα της μητρόπολης, δηλαδή της Κωνσταντινούπολης. Ο δήμος παύει να είναι νομοκατεστημένος (δηλαδή να έχει τους συγκλητικούς και ο λαός να είναι απών όπως ήταν στη Ρώμη). Παύει να είναι όπως ήταν στην περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που, τον βασιλέα/μονάρχη τον εξέλεγε ο στρατός. Επανέρχεται ο δήμος της πόλης και η σύγκλητος. Και ποια είναι η σχέση αυτή; Η σχέση αυτή διαμορφώνεται κατά τον όρο της ισορροπίας ανάλογα του ποιος είναι πιο ισχυρός. Τι συνέβη λοιπόν την περίοδο του Ιουστινιανού; Ο δήμος διεκδίκησε πολύ μεγαλύτερη αρμοδιότητα από αυτήν που ήταν έτοιμος να του δώσει ο βασιλέας. Συνήλθε και καθαίρεσε τον βασιλέα Ιουστινιανό και εξέλεξε άλλον βασιλέα. Και τι έκανε ο Ιουστινιανός; Έβαλε τον στρατό και τους αποδεκάτισε. Δεν κατηργήθη όμως ο δήμος. Ομολογία εκεί ότι, έχουμε μία νέα θεσμική πραγματικότητα που τη συναντάμε σε όλη τη διαχρονία του Βυζαντίου, όπου θεσμός της κεντρικής πολιτείας δεν είναι ο βασιλέας. Δεν ενσαρκώνει το πολιτικό σύστημα ο βασιλέας. Είναι μέρος του θεσμικού περιβάλλοντος όπου κυρίαρχη παράμετρος είναι ο δήμος και η σύγκλητος. Μάλιστα, επειδή πολλά λέγονται κατά καιρούς για τις μονοσήμαντες προσεγγίσεις της εκκλησίας, στο Βυζάντιο η ελληνική εκκλησία (η ελληνική εκδοχή του χριστιανισμού) είναι θεματοφύλακας του νομικού αυτού πολιτισμού που καθιερώνει τη δημοκρατία στα κοινά.

Πώς προκύπτει: Θα σας το πω με μερικά ελάχιστα παραδείγματα. Πρώτα-πρώτα προκύπτει από το γεγονός ότι η ίδια υποστασιοποιήθηκε, διότι Έλληνες την έφτιαξαν και τη θέσμισαν, κατά το πρότυπο, δηλαδή με τους όρους της πόλης, γι’ αυτό και έχουμε τους μητροπολίτες και αυτόν τον κατακερματισμό, την απαγόρευση της εισπήδησης ακόμα και του οικουμενικού πατριάρχη (δηλαδή το να πάει κάπου χωρίς την άδεια του οικείου μητροπολίτη) πολεοκεντρική λοιπόν, και συγχρόνως, εκκλησία του δήμου των πιστών. Ξέρετε, η επιτυχία του χριστιανισμού ήταν γιατί ήταν η πρώτη φορά που ιδεολογικά ενώθηκαν οι Έλληνες εναντίον της ολιγαρχίας της Ρώμης. Αυτό το αγνοούμε. Αλλά όμως, η ελληνική εκδοχή του χριστιανισμού, δεν έγινε κατά το καθολικό δόγμα. Δε θεσμοθετήθηκε δεσποτικά. Αλλά ως εκκλησία του δήμου των πιστών. Γι’ αυτό και οι κληρικοί εκλέγονταν ακόμα και στην τουρκοκρατία, ανακαλούνταν από τον δήμο, δεν υπήρχε διοίκηση των πραγμάτων της εκκλησίας από τους κληρικούς αλλά διοικούνταν από τον κοινό λαό που συνέρχονταν και αποφάσιζε. Υπάρχει η δημοκρατική παράδοση που ξεκινάει από τις απαρχές του χριστιανισμού και τελειώνει τον 19ο αιώνα που έρχεται να επικρατήσει, να επιβληθεί και στον ελληνικό κόσμο/κράτος η δεσποτεία η βατικάνεια· με τους βαυαρούς. Τα περί… πρωτο-χριστιανών και άλλων τινών δεν ισχύουν. Είναι η παρηγοριά των δυτικών που θέλουν να μας πουν ότι η δεσποτεία είναι ανώτερη της δημοκρατίας. Γιατί κατηργήθη η εκκλησία του δήμου των πιστών. Να προσθέσω λοιπόν εδώ και κάτι ακόμα. Επειδή αναφερθήκατε στον αυτοκρατορικό χαρακτήρα. Έρχεται λοιπόν η εκκλησία η ίδια, πέραν των μεγάλων πλήθους αναφορών που υπάρχουν για την αντίσταση και τη θεωρητική επεξεργασία της διαφοροποίησης μεταξύ του βασιλέως και του τυράννου -(βασιλέας είναι αυτός που εκλέγεται από τον δήμο και πολιτεύεται προς το φιλάνθρωπον, δηλαδή με όρους κοινωνικής πρόνοια και που είχε αναπτύξει εξαιρετικά το Βυζάντιο, δηλαδή το κράτος δικαίου και πρόνοιας). Αυτά τα στοιχεία είναι εκείνα που οδηγούν τους θεωρητικούς της εκκλησίας να λένε στον βασιλέα ότι, «Η χάρις του θεού (δηλαδή η ευλογία του θεού, διότι δεν είναι ελέω θεού ο βασιλέας αλλά είναι εκλεγμένος) δεν έρχεται σε εσένα απ’ ευθείας, αλλά μέσω το δήμου. Εάν ο δήμος σου αφαιρέσει την αποδοχή και σε ανακαλέσει, παύεις να έχεις τη χάρη του θεού».

Ο Φωκάς, (όχι ο Νικηφόρος Φωκάς), είναι ένας που χαρακτηρίστηκε τύραννος. Ο Φωκάς λοιπόν ήταν ένας άσημος λοχίας -ας τον πούμε έτσι- του βυζαντινού στρατού, που κατάφερε να οικειοποιηθεί τη δυσαρέσκεια που υπήρχε για κάποιες πολιτικές επιλογές ενός σημαντικού βασιλέα του Βυζαντίου και, κατάφερε να ανακηρυχθεί από τον στρατό στον οποίο υπηρετούσε, βασιλιάς. Δεν τόλμησε να μπει ποτέ (όπως και οι άλλοι) στην Κωνσταντινούπολη. Περίμενε απ’ έξω να ανακηρυχθεί βασιλιάς από τον δήμο και τη σύγκλητο και μετά εισέλθει μέσα. Πώς γίνεται αυτή η ανακήρυξη; Συνέρχονται στον ιππόδρομο ή στον φόρο και,  αποφασίζουν. Είναι μία τυπική διαδικασία.

Για όλα αυτά που λέμε τώρα, μπορείτε να δείτε εκατοντάδες πηγές που αναφέρονται στο μόλις προ εβδομάδος εκ δοθέν βιβλίο μου, δηλαδή τον 4ο τόμο του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ, που είναι αφιερωμένος στο κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό σύστημα του Βυζαντίου. Δηλαδή στις ανθρωποκεντρικές τους σταθερές. Ο 3ος τόμος ήταν στην ταυτότητα και στην εξήγηση του γιατί(;) η Ρώμη παρέδωσε τα κλειδιά του ρωμαϊκού imperium (της Ρώμης) στους Έλληνες. Εδώ λοιπόν έχουμε αυτή την ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Έχουμε διαλόγους οι οποίοι εξηγούν πάρα πολύ καλά πώς λειτουργεί η βασιλεία. Θα σας αναφέρω μία: Πηγαίνει ο Κωνσταντίνος -ο κατά την εκκλησία Κύριλλος (ένας εκ των αποστόλων των Σλάβων που τους εκχριστιάνισε)- σε μία αποστολή σε έναν τουρκόφωνο λαό στην περιοχή της Κριμαίας. Και εκεί λοιπόν, κάνουν έναν διάλογο που μας μεταφέρει. Του λέει ο εκεί λοιπόν τοπικός άρχοντας: «Εμείς, έχουμε έναν μονάρχη από μία οικογένεια, που μας κυβερνά και είμαστε ήσυχοι. Εσείς, τη μία εκλέγετε τον έναν την άλλη τον άλλον, την άλλη δεν σας αρέσει αυτός και βγάζετε άλλον και, επομένως είστε σε μία διαρκή αλλαγή προσώπων και οικογενειών στη εξουσία». Και το απαντά ο άλλος: «Ναι, όντως. Εμείς δεν είμαστε ό,τι εσείς. Είμαστε διαφορετικοί». Το ίδιο μας αναφέρει μία πηγή κινεζική. Ένας Κινέζος που ήρθε στην Κωνσταντινούπολη ο οποίος γράφει: «Αυτός ο παράδοξος λαός που αντί να έχει έναν μονάρχη να τον κυβερνάει με μία οικογένεια, αλλάζει μονάρχη ανάλογα ακόμα και με τις καιρικές συνθήκες. Αν δηλαδή ο καιρός δεν ήταν καλός και έγινε μία μεγάλη ζημιά, την χρεώνουν στον βασιλιά τους και τον βγάζουν από την εξουσία και βάζουν έναν άλλον διότι θεωρούν ότι είναι αυτός υπεύθυνος ακόμα και για τις καιρικές συνθήκες».

Θέλω να πω, ότι, αυτά όλα δείχνουν ένα πράγμα. Ότι έχει απλωθεί πολύ μεγάλο “χαλί” για να σκεπάσει τις πηγές προκειμένου να μην φαίνεται αυτό το οποίο κατελύθη από τον δυτικό κόσμο όταν ανέλαβε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Οι πηγές μιλάνε μόνο για το Βυζάντιο όταν θέλουν να αναφερθούν στο κράτος, οι πηγές επίσης μιλάνε για τον βασιλέα των Ρωμαίων αλλά, από τον 9ο αιώνα όταν άρχισε να αμφισβητείται η ιδιοκτησία της Ρώμης από τους Έλληνες, από τον πάπα, -που ιδιοκτησία της Ρώμης σήμαινε ποιος έχει το δικαίωμα της ηγεμονίας επάνω στην οικουμένη- και μόλις άρχισε η αμφισβήτηση ο βασιλέας που μπορεί να είχε διάφορα προσωνύμια αλλά ποτέ των Ρωμαίων μέχρι τότε, πήρε αυτό το προσωνύμιο για φωνάζει προς τα έξω ότι «αυτός» είναι. Το ίδιο προσέφερε την αναγκαία νομιμοποίηση και η εκκλησία, λέγοντας ότι όπως υπάρχει ένας θεός στον ουρανό, υπάρχει μόνο ένας βασιλιάς και στην οικουμένη. Πρέπει να γνωρίζουμε την αμφισβήτησή του δηλαδή, από τους άλλους, τους δυτικούς και λοιπά. Επίσης, αυτό που συμβαίνει στην περίοδο της οικουμένης είναι ότι, το κράτος της οικουμένης δεν ορίζεται με βάση άλλη ταυτότητα παρά μόνο κατά τον τρόπο της συγκρότησής του από τη μητρόπολη πόλη. Το κράτος των Σελευκιδών, το κράτος των Πτολεμαίων (γιατί ήταν μοναρχικά τότε) ή των Αλεξανδρινών (η πρωτεύουσα), το κράτος των Ρωμαίων από τη Ρώμη, το κράτος του Βυζαντίου όπως το αποκαλούν από την αρχή σχεδόν οι Βυζαντινοί μέχρι το τέλος. Σπανίως και ελάχιστοι είναι εκείνοι που το αποκαλούν «Ρωμανία». Είναι στη φύση του κράτους της οικουμένης, της κοσμόπολης, να ορίζεται, γιατί έτσι είναι συγκροτημένο, με βάση και αφετηρία την πόλη η οποία βασιλεύει ή ηγεμονεύει (όπως θέλετε πείτε το) εκ των άλλων πόλεων. Η εξουσία του βασιλιά, σταματάει στα τείχη των πόλεων. Δεν υπάρχει το καθεστώς της πολιτικής κυριαρχίας που έχει σήμερα ένας πρωθυπουργός που απλώνει τους υπαλλήλους του και πιάνει τον κάθε έναν είτε για φορολογικούς είτε για άλλους λόγους στο τελευταίο χωριό. Δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα. Έχει μόνο την αρμοδιότητα της έννομης επιστασίας. Δηλαδή των μεγάλων πολιτικών αποφάσεων που έχουν να κάνουν με την επικράτεια και όχι με τις επιμέρους. Γι’ αυτό και βλέπουμε ότι και η νομοθεσία τους -με εξαίρεση τρεις μεγάλες ιστορικές περιόδους- περιορίζεται στη μητρόπολη. Η νομοθεσία του Λέοντα του Σοφού παραδείγματος χάρη για τα συστήματα/συντεχνίες αφορά στην Κωνσταντινούπολη· δεν αφορά στο σύνολο που έχουν αρμοδιότητα να δημιουργήσουν τις σχέσεις εσωτερικά η κάθε μία πόλη χωριστά. Η κωδικοποίηση των νόμων αφορά γενικά στοιχεία τα οποία έχουν να κάνουν με την επικράτεια και, ειδικότερα ζητήματα που έχουν να κάνουν με πολύ σημαντικές υποθέσεις. Παραδείγματος χάρη, τον θάνατο κάποιου. Δηλαδή μεγάλα ζητήματα. Μπορείτε να δείτε και στην περίοδο της τουρκοκρατίας ότι, τα κοινά, έχουν την ευθύνη για την ασφάλεια της περιοχής. Έχουν επίσης την ευθύνη για τη δημιουργία έργων εσωτερικών, για την παιδεία, έχουν την ευθύνη για τις φυλακές, για την άσκηση της δικαιοσύνης, για όλα. Στην περίοδο του Βυζαντίου, είχαν την αρμοδιότητα και για την άμυνα της πόλεως. Γι’ αυτό και έχουμε μεγάλες πραγματείες οι οποίες διδάσκουν πώς θα οργανωθεί η άμυνα της πόλης, η οποία είναι περιτειχισμένη. Δεν έχουμε δηλαδή το φαινόμενο που ισχυρίζονται σήμερα ότι, μεταβαίνουμε από την περιτείχιση της πόλεως στο κάστρο. Αυτό συνέβη στην Ευρώπη –που περιήλθε στη φεουδαρχία. Εδώ έχουμε την περιτείχιση των πόλεων. Τα κάστρα, είναι τα φρούρια σε ειδικά σημεία που είναι κομβικά στρατηγικής σημασία.

(...)

 

Ακούστε τη συνέχεια της εκπομπής στον σύνδεσμό: https://www.youtube.com/watch?v=MnlWynkKjBU&feature=share&fbclid=IwAR09DPDdB3bICLNZQs__NMBTipjf_ZLOTHeBjmipn_TlwcZFk6Dj2yeXF3g



Τα "κοινά/πόλεις" των Ελλήνων και η δημοκρατία καταντικρύ στην ολιγαρχική νεοτερικότητα: https://contogeorgis.blogspot.com/2020/11/blog-post_19.html?fbclid=IwAR3R3o52Utve_d9BEWJRgmohbhq2NBgR1XdruSv27PaRwCaqJ59_ZhHDd2g





Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

Πώς γράφεται η Ιστορία; (Αρχείο ΕΡΤ, 1983)




Νίκος Σβορώνος:
 
Στο γενικό αυτό ερώτημα "Πώς γράφεται η Ιστορία", καθώς καταλαβαίνετε η απάντηση (και μάλιστα η σύντομη απάντηση) δεν είναι εύκολη. Δεν ξέρω κι αν είναι δυνατή. Εν πάση περιπτώσει, ας πούμε ορισμένες γενικές -τουλάχιστον- αρχές, ή ακόμα καλύτερα, τουλάχιστον πώς εγώ ο ίδιος προσπαθώ να γράψω την Ιστορία.

Πρώτα-πρώτα η Ιστορία δεν γράφεται χωρίς πηγές. Δεύτερον, οι πηγές αυτές πρέπει να ελέγχονται. Να ελέγχεται η γνησιότητά τους, η ακριβή τους χρονολόγηση και, ένα σωρό άλλα πράγματα για τα οποία υπάρχει ολόκληρη τεχνική που αποτελεί τους διαφόρους βοηθητικούς κλάδους της Ιστορίας. Τρίτον, οι πηγές δεν μιλούνε μόνες τους. Δεν δίνουν παρά, απαντήσεις σε ερωτήματα τα οποία τους βάζει ο ιστορικός. Και, τα ερωτήματα αυτά που δημιουργούνται στο κεφάλι του ιστορικού, δεν βγαίνουν από τον ουρανό. Προέρχονται από μία θεώρηση -μια θεωρεία της Ιστορίας- στην οποίαν ο ιστορικός έχει ήδη βάλει από πριν τα ερωτήματα και, η θεωρεία αυτή είναι πείρα δουλειάς ιστορικών αιώνων. Πάρα ταύτα, ο ιστορικός πηγαίνει πλέον εις τις πηγές του, βάζει τα ερωτήματα αυτά στις πηγές του, για να ελέγξει ακριβώς τα ίδια του τα θεωρητικά εκ των προτέρων σχήματα, τα οποία στο βάθος δεν είναι "εκ των προτέρων". Εκεί, εάν είναι πραγματικά επιστήμονας o ιστορικός, είναι έτοιμος να διορθώσει την προβληματική του, να πλουτήσει την προβληματική του εμπνεόμενος από τα ίδια τα γεγονότα, να αλλάξει και να διορθώσει τις ίδιες του τις θεωρητικές προϋποθέσεις.

Για να μην πολυλογούμε γύρω από αυτό το πολύπλοκο και βασικό πρόβλημα του ιστορικού, θα λέγαμε το εξής: Ότι, ο ιστορικός ξέρει πως τα αίτια που κινούν την Ιστορία είναι πολλαπλά. Το πρόβλημά του είναι από εκεί και πέρα διπλό. Να ιεραρχήσει τους ιστορικούς παράγοντες. Να βρει το "ειδικό βάρος" -θα έλεγα- του καθενός. Και, δεύτερον, να μη μείνει σε ορισμένες γενικότητες "πασπαρτού" που μπορεί να εφαρμόζονται παντού και πάντα, αλλά να μελετήσει τις συγκεκριμένες διαδικασίες με τις οποίες μεταβαίνει ένα πολιτικό, κοινωνικό, γενικότερα ιστορικό καθεστώς σε ένα άλλο. Δηλαδή, να καθορίσει τις συγκεκριμένες διαδικασίες οι οποίες δημιουργούν τις ιστορικές δομές. Αυτό είναι η αντικειμενικότητα της Ιστορίας. Τα υπόλοιπα, η αξίωση της απλής περιγραφής των γεγονότων έξω από κάθε ερμηνευτική διάθεση, είναι κατά τη γνώμη μου απλώς ένα άλλοθι. Αυτό δεν είναι Ιστορία και ούτε αυτό είναι δυνατόν. Γιατί και σε κάθε περιγραφή -οσονδήποτε και να είναι πλήρης- υπάρχει μέσα -συνειδητά ή ασυνείδητα- το πρόβλημα της επιλογής. Και ας σταματήσουμε εδώ. Εγώ αυτήν τη διάθεση δεν τη λέω αντικειμενικότητα, τη λέω αντικειμενισμό, ο οποίος είναι ένα είδος άλλοθι.

Ο ιστορικός κατά τη γνώμη μου οφείλει να εξηγήσει και να ξέρει ότι η εξήγησή του είναι προσωρινή, είναι η εξήγηση που η εποχή του του επιτρέπει να δώσει, να ξέρει ότι μία άλλη εποχή και μια άλλη έρευνα μπορεί να προχωρήσει την εξήγηση αυτή πάρα πέρα και μπορεί να προσθέσει καινούρια στοιχεία. Και να γνωρίζει επιτέλους, ότι κάθε του πρόταση υπόκειται πάντοτε στον έλεγχο ενός άλλου ερευνητή και, στον έλεγχο γενικότερα μιας προβληματικής που θα επιβάλει μια άλλη εποχή μιας πιο πλούσιας προβληματικής. Αυτό είναι η ουσία της αντικειμενικότητας στην Ιστορία. Όλα είναι σχετικά.

Οι δυο βασικές ιστορικές τάσεις -οι σημερινές- από αυτήν την άποψη, είναι αυτό που λένε "ιδεαλιστική" τάση στην Ιστορία και, η δεύτερη είναι η "μαρξιστική" τάση στην Ιστορία. Η πρώτη (στην ιεράρχηση των παραγόντων) θεωρεί ότι ο βασικός ιστορικός παράγοντας είναι η ιδεολογία γενικότερα, ο μαρξισμός θεωρεί ότι το βασικό κίνητρο της Ιστορίας είναι η υλική ζωή του ανθρώπου (δηλαδή ο τρόπος παραγωγής και τα μέσα παραγωγής) ο οποίος βρίσκεται σε "τελευταία ανάλυση" -όπως είναι η έκφραση που τέλος πάντων που ελάνσαρε ο Μαρξ και που η έννοιά της ακόμα δεν έχει κατά τη γνώμη μου απολύτως κατανοηθεί- ότι σε τελευταία ανάλυση λοιπόν, πίσω, στη βάση κάθε ιδεολογίας, βρίσκεται η ίδια η υλική ζωή του ανθρώπου. Αυτές είναι οι δύο τάσεις. Το πρόβλημα όμως που αρχίζει και, που, κυρίως οι αντίπαλοι του μαρξισμού δεν έχουν κατανοήσει, είναι το πρόβλημα (όπως το θέτει ο μαρξισμός) της σχέσης ανάμεσα στα δύο αυτά κίνητρα -τα λέω βασικά κίνητρα της Ιστορίας: από τη μια μεριά η υλική βάση/τρόπος/μέσα παραγωγής και, το εποικοδόμημα, το πολιτιστικό στη γενικότητά του εποικοδόμημα. Εγώ ανήκω στη σχολή -όπως και, όλα μου τα βιβλία, από τα πιο τεχνικά ως τα πιο γενικά- στηρίζονται στη μαρξιστική σκέψη. Η προσπάθειά μου ακριβώς είναι, να δω σε κάθε εποχή ποια είναι κατά τη γνώμη μου η πραγματική λειτουργία των δύο αυτών βασικών παραγόντων, ξέροντας ότι, όταν γράφει κανείς ιστορία συγκεκριμένου χώρου και συγκεκριμένης εποχής, πρέπει να έχει υπόψη του ότι από τη μία μεριά δρουν οι υλικοί παράγοντες κι από την άλλη δρα το σχηματισμένο ήδη από αιώνες εποικοδόμημα το οποίον πολλές φορές ανεξαρτητοποιείται και γίνεται κύριος παράγοντας της Ιστορίας, που με τη σειρά του επηρεάζει την εξέλιξη των υλικών παραγόντων και που, με ένα είδος σύνθεσης συντελείται ακριβώς η μεταβολή. Η πρόοδος -η πρόοδος με την πρώτη σημασία της λέξης, όχι με την ηθική σημασία της λέξης- ή το προχώρημα της ιστορικής ζωής. Και, -όπως είπα και στην αρχή- αυτές είναι που θεωρώ, αυτές τις συγκεκριμένες μεθοδεύσεις, τις συγκεκριμένες διαδικασίες που αποτελούν και που εκφράζουν, με τις οποίες γίνεται ακριβώς αυτή η μεταβολή και που δημιουργούν τις ιστορικές τομές. Έτσι μόνον μπορεί να εξηγήσει κανείς τις μεταβολές αυτές. Τώρα, ως ποιο σημείο θα τις κρίνει κανείς αυτό εδώ είναι άλλο πρόβλημα. Εγώ έχω την τάση να ανήκω στους ιστορικούς εκείνους όπου θεωρούν ότι το έργο της Ιστορίας είναι να εξηγεί και όχι να αξιολογεί.

Απομαγνητοφώνηση, Ελένη Ξένου.



Πώς γράφεται η Ιστορία; (Αρχείο ΕΡΤ, 1983)