Κυριακή 29 Μαΐου 2022

 «Η Πόλις εάλω…»

Γιώργος Κοντογιώργης - Το Βυζάντιο των Ελλήνων κατά την Οθωμανοκρατία



Γ. Κοντογιώργης - Το Βυζάντιο των Ελλήνων κατά την Οθωμανοκρατία

Διαδικτυακή διάλεξη του Ομότιμου Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργου Κοντογιώργη με θέμα «Το Βυζάντιο των Ελλήνων κατά την Οθωμανοκρατία», η οποία έγινε στις 29.5.2021 στο πλαίσιο εκδηλώσεων που διοργάνωσε η Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινοπολιτών με αφορμή την 568η επέτειο της άλωσης της Πόλης.

Η απομαγνητοφώνηση της διάλεξης έγινε από την Ελένη Ξένου.

https://youtu.be/xAWgHEp0z40

Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας και Χριστός Ανέστη. Όπως κάθε επέτειο της Άλωσης, η Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινοπολιτών οργανώνει ομιλίες, συνέδρια, εκδηλώσεις στην επέτειο αυτού του ιστορικού γεγονότος που έχει κομβικό σημείο στην ιστορία όχι μόνο του ελληνισμού αλλά και της παγκόσμιας Ιστορίας. Σήμερα έχουμε την χαρά και την τιμή να είναι μαζί μας για μία πάρα πολύ ουσιαστική ομιλία για την οποία έχετε ενημερωθεί -για τον ελληνισμό του Βυζαντίου κατά τη διάρκεια της οθωμανοκρατίας- ο αξιότιμος Καθηγητής και πρώην Πρύτανης Παντείου Πανεπιστημίου Κύριος Γιώργος Κοντογιώργης που, σε όλους μας βεβαίως είναι πολύ γνωστός. …

Τον ευχαριστώ από αυτήν τη θέση και το ότι δέχθηκε σήμερα να είναι ο ομιλητής μας αλλά και για το ότι είναι πάντοτε μαζί μας στις προσπάθειες που κάνει η Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινοπολιτών σε πάρα πολλούς τομείς. Κύριε Καθηγητά σας ευχαριστούμε πάρα πολύ και πάλι και, με πολύ ενδιαφέρον θα σας παρακολουθήσουμε.

Γιώργος Κοντογιώργης: Καλησπέρα. Εγώ σας ευχαριστώ. Θεωρώ ότι είναι μεγάλη μου τιμή να απευθύνομαι διά μέσου της Ομοσπονδίας των Κωνσταντινοπολιτών στο κοινό για να μιλήσω για ένα τόσο σημαντικό, θα έλεγα, για την κοσμοϊστορία και όχι μόνο για τον ελληνισμό θέμα. Η συγκυρία το έφερε ώστε το εξάτομο αυτό έργο, το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟΣΥΣΤΗΜΑ, να ολοκληρωθεί με τους δύο τελευταίους τόμους πριν από λίγες μέρες που μόλις κυκλοφόρησε ο 5ος και ο 6ος, που διαπραγματεύονται ακριβώς την όλη αυτή πορεία του ελληνισμού. Και, εννοώ όχι ιστορική πορεία αλλά την ουσιαστικά πορεία του,  εξ επόψεως ιδιοσυστασίας και ταυτότητας στον κόσμο και τις επιδράσεις του, στο μέτρο που εάν θέλουμε να είμαστε αληθής και συνεπείς απέναντι στην Ιστορία, πρέπει να αποδεχθούμε αυτό που διδάσκει η πραγματικότητα της Ιστορίας. Ότι, εάν υπάρχει σήμερα ο κόσμος στο σημείο που βρίσκεται, οφείλεται στο Βυζάντιο. Με μία λέξη, η λεγόμενη Ευρώπη, η λεγόμενη νεοτερικότητα, στην κυριολεξία ο κόσμος της μεγάλης κλίμακας που ενσαρκώνει το κράτος-έθνος με όρους ελευθερίας, δεν γεννήθηκε στον Μεσαίωνα ούτε στη Δύση. Μετακενώθηκε στη Δύση, γεννήθηκε όμως στο Βυζάντιο.

Η κρατούσα άποψη προσπαθεί –και θα δούμε «γιατί»- να αποδομήσει και να απαξιώσει τόσο το Βυζάντιο, να το διαχωρίσει δηλαδή από την ελληνική του ομοθεσία και συγχρόνως από την ευρωπαϊκή Ιστορία, ή στην καλύτερη περίπτωση, αν θέλετε, να το διαχωρίσει από την τουρκοκρατία προκειμένου να καταδείξει ότι αυτό που είναι ο ελληνισμός της τουρκοκρατίας δεν έχει καμία αντιστοίχηση με το Βυζάντιο άρα και με τον ελληνικό κόσμο, ιδίως δε, με την απώτερη αρχαιότητα. Και, βεβαίως, ότι είναι μία παράκλητη παράμετρος της δυτικής εξέλιξης η οποία είναι καθόλα ανώτερη και γι’ αυτό άλλωστε ακολούθησε τον βηματισμό του και ο ελληνικός κόσμος υιοθετώντας το κράτος το οποίο ζούμε σήμερα, δηλαδή το κράτος της δυτικής απολυταρχίας. Δεν θα αναφερθώ στην αποφράδα ημέρα, δεν νομίζω ότι μπορεί να αποφέρει κάτι σημαντικό, όσο, να δώσω μία εξήγηση στην πορεία αυτής της παρουσίας μου εδώ, του «γιατί» είχαμε αυτές τις αλυσιδωτές ήττες του ελληνισμού το 1204, το 1453 και το 1821. Για να δούμε όμως αυτήν την πλευρά της πραγματικότητας πρέπει να αποκομίσουμε ένα στοιχειώδες –διότι δεν μπορούμε να είμαστε αναλυτικοί σε αυτόν τον χρόνο που έχουμε στη διάθεσή μας- να έχουμε όμως ένα στοιχειώδες πανόραμα αυτού που είναι ο ελληνικός κόσμος μετά το Βυζάντιο, δηλαδή στην περίοδο της οθωμανοκρατίας.

Σπεύδω να πω εξαρχής -ώστε να γνωρίζετε τον προσανατολισμό και την ανάλυση στην οποία θα προβώ- ότι θα δείξω πως οι Έλληνες της οθωμανοκρατίας ζούσαν το Βυζάντιο. Ζούσαν το πνεύμα του, το περιβάλλον του, την ιδιοσυστασία του, την ελληνική του ταυτότητα και, διά του Βυζαντίου, την απώτατη αρχαιότητα. Είχαν πλήρη συνείδηση γι’ αυτό. Θα δείξω δηλαδή, ότι το Βυζάντιο, απώτατη προ-ρωμαϊκή αρχαιότητα και η τουρκοκρατία, συγκροτούν ένα ενιαίο όλον που συνεχίζει αδιάπτωτα και φυσικά εξελισσόμενο χωρίς στατικότητα, μετασχηματίζεται στον χρόνο, συγκρατεί όμως τα θεμελιώδη στοιχεία του όπου είναι εκείνα τα οποία άλλωστε του επιτρέπουν να έχει και τις εξωτερικές εκδηλώσεις τις οποίες συνήθως  διακρίνουμε διά γυμνού οφθαλμού, τη συνέχεια της γλώσσας, των παραδόσεων, των ηθών, της νομοθεσίας και πολλών άλλων ζητημάτων τα οποία έχουν να κάνουν ακριβώς με αυτή τη συνέχεια της ιδιοσυστασίας του. Στο κλίμα δηλαδή, αυτού που θα μπορούσαμε να πούμε του ανθρωποκεντρισμού (των κοινωνιών με ελευθερία). Θα προσπαθήσω λοιπόν σε αυτόν τον λίγο χρόνο, να δείξω (για να κατανοήσουμε αυτό που συνιστά το μετά το Βυζάντιο, ελληνικό κεκτημένο) τι ήταν το Βυζάντιο. Τι αντιπροσώπευε σε σχέση με την πρεσβυτέρα Ρώμη που κληρονόμησε και τι με τον ελληνισμό. Και, στη συνέχεια, θα δείξω τι από αυτά τα συστατικά στοιχεία που έφερνε μαζί του, απαντώνται στην τουρκοκρατία ώστε να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το Βυζάντιο είναι παρόν στην τουρκοκρατία. Ο ελληνικός κόσμος της τουρκοκρατίας μολονότι στενάζει κάτω από τον οθωμανικό ζυγό, είναι ένας κόσμος που ζει τις συνθήκες του Βυζαντίου και, βεβαίως, προσδοκά ονειρεύεται και σχεδιάζει την δική του αποκατάσταση και στο επίπεδο της κρατικής οντότητας αλλά και της άρσης των αγκυλώσεων που δημιούργησε η οθωμανική δεσποτεία. Για να αντιληφθούμε ακριβώς αυτή την πραγματικότητα -τι ήταν δηλαδή το Βυζάντιο και τι αντιπροσωπεύει στη σύγκρισή του με τον ευρωπαϊκό κόσμο της εποχής αλλά και με τη νεοτερικότητα- θα σας προτείνω επίσης να αντιμετωπίσουμε το όλο αυτό ζήτημα υπό το πρίσμα δηλαδή με την οπτική της οθωμανοκρατίας με την ομόλογη περίοδο της Ευρώπης, επικεντρώνοντας σε τρεις βασικούς άξονες: ως προς την ταυτότητά του (την εθνική του εντέλει ταυτότητα), ως προς την φύση της κοινωνίας (τι ήταν αυτή η κοινωνία του Βυζαντίου)  και ως προς το είδος του κράτους που αντιπροσώπευε το Βυζάντιο και που ευαγγελίζονταν ή βίωναν παραμέτρους του οι Έλληνες της τουρκοκρατίας και ήθελαν ακριβώς να το αποκαταστήσουν.

 

Τι ήταν λοιπόν το Βυζάντιο;

Πρώτα-πρώτα εξετάζοντάς το υπό μία ιστορική οπτική, δεν είναι τίποτε άλλο παρά, η ολοκλήρωση και η κατάληξη αυτού που δημιούργησε ο ελληνικός κόσμος από τον Αλέξανδρο και μετά, δηλαδή η οικουμενική περίοδος του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κόσμου. Είχαμε την προηγούμενη περίοδο την κρατοκεντρική (πόλεις-κράτη), έχουμε τώρα την υπέρβαση αυτού του κρατοκεντρισμού. Μία άλλη φάση δηλαδή στην ιστορία του ελληνικού κοσμοσυστήματος η οποία έχει το εξής χαρακτηριστικό, που θα το συναντήσουμε και στη συνέχεια στο Βυζάντιο. Ότι δεν καταργεί το προγενέστερο μέρος της συγκρότησης του ελληνικού κόσμου (τις πόλεις-κράτη), τις ενσωματώνει σε ένα νέου τύπου κράτος το οποίο είναι άγνωστο σήμερα (και αυτό δεν τιμά τη νεοτερική επιστήμη διότι θέλει δεν θέλει υπάρχει) που είναι η κοσμόπολη. Η κοσμόπολη συγκροτείται ως το κράτος της οικουμένης το οποίο ενσωματώνει τις πόλεις άρα τους αφαιρεί την ανεξαρτησία, αλλά τους επιτρέπει να διατηρήσουν όλες τις αρμοδιότητες που συνεπάγεται η έννοια της θεμελιώδους κοινωνίας -το αντίστοιχο της πόλης και στην προηγούμενη περίοδο και στην οικουμενική περίοδος είναι το κράτος-έθνος (σήμερα), η μεγάλη και η μικρή κλίμακα. Η μικρή κλίμακα λοιπόν της πόλης ενσωματώνεται με όλες τις αρμοδιότητες που είχε ως πόλις-κράτος και συγχρόνως αναλαμβάνει νέες αρμοδιότητες τις οποίες καλείται να ασκήσει για λογαριασμό ή ως εταίρος της κεντρικής πολιτείας που, η κεντρική πολιτεία τι είναι τελικά; Δεν είναι ένα συγκεντρωτικό απολυταρχικό κράτος ή ένα κράτος πολιτικής κυριαρχίας όπως το σημερινό το οποίο φτάνει την αρμοδιότητά του μέχρι τον τελευταίο πολίτη στο τελευταίο ορεινό χωριό, αλλά, είναι μία αναπαραγωγή στο κέντρο/στη μητρόπολη της έννοιας της πόλεως η οποία αναπαραγωγή της έννοιας της πόλεως, όχι μόνο στα συστατικά στοιχεία που λειτουργεί ως πόλη αλλά και στο επίπεδο της επικράτειας, ασκεί αρμοδιότητες οι οποίες έχουν να κάνουν με την έννομον επιστασίαν. Παραδείγματος χάρη, το δημοσιονομικό σύστημα, η στράτευση, αλλά και όλες οι άλλες αρμοδιότητες που σήμερα θεωρούνται ότι είναι υπόθεση της κεντρικής πολιτείας άρα ενός μονοσήμαντα μοναρχικού κράτους ολιγαρχικής κοπής, το κράτος της κοσμόπολης στα στάδιά του ακόμα και τις ρωμαιοκρατίες που ξεκινούν από τους ελληνιστικούς χρόνους και ολοκληρώνονται στο Βυζάντιο, είναι αρμοδιότητες εννόμου επιστασίας που η κεντρική πολιτεία δεν συναντάει τον πολίτη, αλλά, η εξουσία της σταματάει στα τείχη των πόλεων.

Μία άλλη πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή αυτού του κράτους είναι ότι το ίδιο δεν λειτουργεί κατά τρόπο συγκεντρωτικό αλλά εντελώς αποκεντρωτικό, με την έννοια ότι, η κεντρική νομοθεσία, εκτός από τις μεγάλες λειτουργίες του κράτους που ενοποιούν το όλον, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η νομοθεσία της κεντρικής πολιτείας που η κάθε πόλη αναπαράγει ή μεταβάλλει όπως και το πολιτειακό της σύστημα.

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της ολοκλήρωσης της βυζαντινής κοινωνίας είναι το τέλος της δουλείας. Που ξεκινάει σιγά-σιγά από την περίοδο των ελληνιστικών χρόνων αλλά ολοκληρώνεται ουσιαστικά στο Βυζάντιο. Η έννοια της δουλείας στο Βυζάντιο δεν είναι παρά η έννοια της εξαρτημένης εργασίας και αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι καταργείται με απόφαση η δουλεία, αλλά στην πραγματικότητα γίνεται άχρηστη με δεδομένο ότι το οικονομικό σύστημα συγκροτείται με την παρουσία και του κεφαλαίου και της εργασίας, άρα σε μία εταιρική δημοκρατική σχέση. Είναι τα περίφημα συστήματα του Λέοντος του Σοφού που μας τα περιγράφει με πολύ παραστατικό τρόπο και, βεβαίως, στο σύνολο της τουρκοκρατίας αυτό είναι ένα κυρίαρχο φαινόμενο το οποίο αποτρέπει την εξαρτημένη εργασία. Άρα τη δουλεία που σήμερα τη θεωρούμε αυτονόητη και, παρ’ όλον ότι είναι υπαρκτή, που συνεπάγεται η εξαρτημένη εργασία άρα η παραίτηση από την ίδια την αυτονομία της πράξης και της σκέψης στο πεδίο της εργασίας. Άρα λοιπόν, η κεντρική πολιτεία αναπαράγει το πολιτικό σύστημα της κάθε πόλης, ωστόσο με έναν περιορισμό: Ενώ το σύνηθες είναι ότι οι πόλεις δηλαδή τα κοινά του Βυζαντίου έχουν ως πολιτειακό σύστημα τη «μέση» δημοκρατία (πολλές φορές λιγότερο ή περισσότερο, αλλά πάντως έχουν τη «μέση» δημοκρατία), το κεντρικό πολιτειακό σύστημα έχει ως πολιτικό σύστημα ένα είδος αντιπροσώπευσης. Σε αντίθεση με τους ελληνιστικούς χρόνους, με τη Ρώμη και με τη δεύτερη Ρώμη (δηλαδή την εποχή των αυτοκρατόρων), τώρα ο βασιλέας δεν είναι τίποτε άλλο παρά μέρος του πολιτικού συστήματος της πόλης του οποίου πηγή νομιμοποίησης και λειτουργίας είναι ο δήμος της Κωνσταντινούπολης και η σύγκλητος.

Βλέπουμε λοιπόν ότι αυτή η συνύπαρξη κεντρικής πολιτείας που είναι η βασιλεύουσα πόλη με τις πόλεις, δημιουργεί μία κρατική οντότητα η οποία εξελίσσεται στον χρόνο αλλά έχει και ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σε αυτή την εξέλιξή της. Ότι, ορίζει το κράτος με βάση το επωνύμιο της μητρόπολης. Οι ελληνιστικοί χρόνοι ορίζονται με βάση τη βασιλεία, τη μοναρχία (Πτολεμαίοι -Σελευκίδες) ή, την πρωτεύουσα/μητρόπολη (την Αλεξάνδρεια ή την Αντιόχεια παραδείγματος χάρη). Μία εξαίρεση υπάρχει στη Μακεδονία διότι έχει άλλη ιστορική αναφορά. Από την άλλη όμως, η Ρώμη είναι μία πόλη η οποία κατάφερε να ηγεμονεύσει επί του ελληνικού κόσμου και η οποία έδωσε το όνομά της στο κράτος· στην επικράτεια τη ρωμαϊκή. Κατά τον ίδιο λόγο λοιπόν και το Βυζάντιο (παρ’ όλα τα ανόητα και αναπαραγωγικά χωρίς σκέψη που δίδονται στην εποχή μας), ορίζεται ως Βυζάντιο από τους ίδιους τους Βυζαντινούς. Δηλαδή με βάση το όνομα που εκείνοι αποφασίζουν να δώσουν στη μητρόπολη πολιτεία. Δεν είναι λοιπόν νεότερο δημιούργημα η έννοια/ορισμός «Βυζάντιο», αλλά είναι αυτό που αποτελεί συστατικό γνώρισμα της ίδιας της βυζαντινής κοσμόπολης. Έχει σημασία να το προσέξουμε αυτό ξέρετε. Η Ρώμη δημιουργεί τη νέα Ρώμη. Πώς ερμηνεύθηκε αυτό; Ερμηνεύθηκε ως παράδοση του ρωμαϊκού imperium, δηλαδή της ρωμαϊκής ηγεμονίας στην οικουμένη, από τους Ρωμαίους Λατίνους στους Έλληνες. Αυτό είναι γενικώς αποδεκτό και από την παπική εκκλησία και τη Δύση και από τον ελληνικό κόσμο. Με άλλα λόγια δεν άλλαξε ταυτότητα ο Έλληνας όταν εξέλειπαν οι Ρωμαίοι (περιήλθαν στη φεουδαρχία και δεν είχαν εθνική ταυτότητα πια και γνώση του τι είναι η εθνική ταυτότητα) αλλά, παρέμειναν Έλληνες έχοντας όμως λειτουργήσει ως επικαρπωτές του ρωμαϊκού imperium. Γιατί το χρησιμοποιούσαν αυτό; Διότι τους παρείχε τη νομιμοποίηση που δεν μπορούσε πια να δώσει η ελληνική παρουσία όπως στους ελληνιστικούς χρόνους, στην ηγεμονία και της Δύσης και της Ανατολής και της Μεσογείου, δηλαδή της περιοχής της οικουμένης. Η Ρώμη λοιπόν, είναι ένα όνομα το οποίο εκλείπει.

Έχω αποδελτιώσει στο σύνολο της ελληνικής γραμματείας το επωνύμιο του Βυζαντίου. Πλέον του 90% οι Βυζαντινοί συγγραφείς, οι πηγές γενικότερα, αποκαλούν «Βυζάντιο», το κράτος του, ως προέκταση της επωνυμίας της μητρόπολης για να γίνει γνωστό και να συνεννοηθούν για το τι είναι το κράτος αυτό. Είναι η βασιλεύουσα πόλη επί των άλλων πόλεων. Αυτό ορίζει η έννοια της κοσμόπολης και αυτό έρχεται να αποδώσει και αυτό το επωνύμιο. Θα με ρωτήσετε αν υπήρχαν άλλες ονομασίες. Καμιά φορά ονομάζεται «Νέα Ρώμη», καμιά φορά ονομάζεται «Κωνσταντίνου πόλις». Σπανιότερα από όλα ονομάζεται «Ρωμανία». Ο Κεκαυμένος το αναφέρει μερικές φορές, παρ’ όλον ότι όταν θέλει να ορίσει το Βυζάντιο ως Βυζάντιο, ως κράτος/επικράτεια, το αποκαλεί Βυζάντιο. Εκεί που θέλει να το αποκαλέσει Ρωμανία είναι όταν αναφέρεται σε περιοχές των συνόρων όπου εισήλθαν, λέει, Άραβες στη Ρωμανία. Δηλαδή στο έδαφος του Βυζαντίου -εξηγεί. Άρα λοιπόν αυτό που κατά άλλους σήμερα καταβάλλεται προσπάθεια να αποκληθεί το Βυζάντιο και ο ελληνισμός της τουρκοκρατίας επίσης ως Ρωμανία, είναι επίσης ιδεολογικά φορτισμένο και δεν έχει να κάνει με την πραγματικότητα του Βυζαντίου που στη συντριπτική του πλειοψηφία οι Βυζαντινοί το αποκαλούν Βυζάντιο.

 

Τι γίνεται με τον βασιλέα: Η επιλογή των Βυζαντινών Ελλήνων να αποκαλούν τον βασιλέα «βασιλέα των Ρωμαίων» δεν ξεκινάει από την αρχή του Βυζαντίου -δηλαδή της μεταφοράς της μητρόπολης από τον Κωνσταντίνο. Ξεκινάει από τον 9ο αιώνα, όταν η ιδιοκτησία της Ρώμης από τους Βυζαντινούς αμφισβητείται από την παπική εκκλησία. Τότε λοιπόν έχουμε αυτό το φαινόμενο, να προσκτάται στο όνομα του βασιλέα «βασιλεύς των Ρωμαίων» για να δοθεί ακριβώς αυτή η δυνατότητα στην βυζαντινή οικουμένη να αξιώσει την εφαρμογή του ρωμαϊκού imperium. Ξέρουμε ότι ακόμα και ο Καρλομάγνος προσπαθούσε να νομιμοποιηθεί από το Βυζάντιο για να μη θεωρείται απλώς ηγεμόνας αλλά, να είναι ένας κανονικός και ισότιμος μονάρχης. Αυτό λοιπόν είναι πολύ ενδιαφέρον διότι η επιλογή των Βυζαντινών να αποκαλούν το κράτος τους Βυζάντιο δεν είναι άδολη. Είναι απόφαση των ιδίων να αποστασιοποιηθούν, να απορρίψουν την καταγωγική τους αναφορά στη Ρώμη, συγκρατώντας το πολιτικό imperium, αλλά να αναχθούν στην ιστορική τους καταβολή ως Έλληνες. Γι’ αυτό και βλέπουμε ότι όλες οι αναφορές των Βυζαντινών στους προγόνους δεν γίνεται στους Ρωμαίους αλλά στους Έλληνες των ελληνιστικών και των προ-ελληνιστικών χρόνων. Τα πρότυπά τους εκεί ανάγονται, όπως και ίδιο το εκπαιδευτικό τους σύστημα εδράζεται στα ομηρικά έπη και στις τραγωδίες δηλαδή στην ελληνική γραμματεία.

Πολλοί ισχυρίζονται επίσης, ότι, εξέλειπε η ελληνική ταυτότητα στο Βυζάντιο διότι και η έννοια του Έλληνα όριζε τον μη χριστιανό και όχι τον εθνοτικά Έλληνα. Είναι ψευδές αυτό! Εάν παρακολουθήσει κανείς τους τόμους αυτούς του «ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ» (ιδίως στον 3ο τόμο που αναφέρεται στην ταυτότητα) θα διαπιστώσει ότι από την πρώτη μέρα της εγκατάστασης του Κωνσταντίνου στην Κωνσταντινούπολη (στο πρώην Βυζάντιο) η αναφορά στην έννοια του  «Έλληνα» (άρα εκεί που επικρατεί οριστικά ο χριστιανισμός) έχουν και εθνοτικό χαρακτήρα. Είναι δισυπόστατη. Ορίζει αυτόν που δεν είναι χριστιανός αλλά ορίζει και εθνοτικά τον Έλληνα. Υπάρχει όμως και μία δεύτερη παράμετρος αυτού του ζητήματος. Η έννοια του «Γραικού» που πλεονάζει στην εποχή του Βυζαντίου. Η «γραικική εκκλησία», όπως αποκαλείται, πολλές φορές ήδη από την πρώτη οικουμενική σύνοδο, από τη σύνοδο της Καρχηδόνας επίσης η ελληνική εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Για παράδειγμα, όταν ένας πρέσβης Βυζαντινός πηγαίνει στη Σκυθία για να διαπραγματευθεί εκεί με τους τοπικούς ηγεμόνες, συναντάει στον δρόμο του έναν ντυμένο σκυθικά άνθρωπο ο οποίος μιλάει άπταιστα ελληνικά και τον ρωτάει πώς τα έμαθε τα ελληνικά -και του απαντά: «Είμαι Γραικός». Τι δηλώνει αυτό; Δεν δηλώνει ταυτότητα; Αυτοπροσδιορίζεται Γραικός. Και είναι άπειρες αυτές οι αναφορές. Αλλά και όταν αναφέρονται στην έννοια του Ρωμαίου, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να εννοούν την έννοια του Έλληνα.

Θα σταθώ σε τρία πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα διότι είναι κρίσιμα γι’ αυτά τα οποία συζητούνται σήμερα και, σε σχέση με τον ελληνισμό της τουρκοκρατίας που τον θεωρούν αεθνικό και απλώς ελληνόφωνο και, για τον βυζαντινό κόσμο. Έχει διασωθεί και έχω αναδείξει, -διότι, δεν συνέφερε και αφέθηκε εν σιωπή- μία αλληλογραφία του πάπα Νικολάου (9ος αιώνας) με τον βασιλιά της Κωνσταντινούπολης, ουσιαστικά με τον Φώτιο. Διαμαρτύρεται λοιπόν ο παπάς Νικόλαος, διότι στην αλληλογραφία τους οι Βυζαντινοί δεν θεωρούν Ρωμαίους τους Λατίνους της Ιταλίας, ουδέ καν τη Ρώμη και τον πάπα. Και μάλιστα, χαρακτηρίζει την λατινική γλώσσα ως βαρβαρική και σκυθική· όχι ρωμαϊκή. Και απαντάει διαμαρτυρόμενος λοιπόν ο πάπας, «…Κατά τι εσείς που σας παρέδωσε ο Κωνσταντίνος τη Ρώμη διατηρήσατε τη ρωμαϊκότητά σας, αφού, μιλάτε την ελληνική και απορρίψατε τη λατινική που ήταν η γλώσσα της Ρώμης, ντύνεστε ελληνικά, αισθάνεστε Έλληνες και μιλάτε με τέτοια περιφρόνηση για εμάς που μας θεωρείται μάλιστα ανάξιους να είμαστε Ρωμαίοι;…». Τι δηλώνει λοιπόν αυτό; Δηλώνει ακριβώς ότι, και η έννοια του «Ρωμαίου» είναι το ταυτοτικό ισοδύναμο της έννοιας του Έλληνα.

Θα σας πω άλλο ένα παράδειγμα που έχει πολύ μεγάλη σημασία, διότι υπάρχει στην εποχή εκείνη που ιδίως χαρακτηρίζεται η έννοια του «Έλληνα» ως έννοια που αποδίδει τον μη χριστιανό. Ο Καρλομάγνος είναι ο ηγεμόνας στη Δύση, η Ειρήνη η Αθηναία είναι βασίλισσα του Βυζαντίου. Ο Καρλομάγνος λοιπόν, παρ’ όλον ότι τον στέφει βασιλιά των Ρωμαίων ο πάπας ο Λέων ο 3ος για τους δικούς του λόγους (για να γλυτώσει την καταδίκη για όσα είχε διαπράξει και αρνούμενος να υποβληθεί στη δικαιοσύνη μιας γυναίκας -για αναλογιστείτε εδώ τώρα λίγο τη διαφορά πολιτισμού) προσπαθεί να συνάψει γάμο με την Ειρήνη την Αθηναία. Το αποτρέπει όμως η σύγκλητος και ο λαός του Βυζαντίου και στη συνέχεια προσπαθεί να παντρέψει την κόρη του με τον γιο της Ειρήνης της Αθηναίας, τον Κωνσταντίνο. Στέλνει λοιπόν στο Βυζάντιο στην αυλή του Καρλομάγνου έναν συμβολαιογράφο λόγιο της Κωνσταντινούπολης, τον Ελισαίο, για να διδάξει τη μέλλουσα βασίλισσα στην οποία δίδουν και το ελληνικό όνομα Ερυθρώ, να τη διδάξει την ελληνική γλώσσα, τα ελληνικά ήθη και τα θέσμια της Ρωμαίων βασιλικής αυλής. Το έθνος των Ρωμαίων, των Ελλήνων, που έχουν ως καταπίστευμα το ρωμαϊκό κράτος, το ρωμαϊκό imperium, είναι παρόν. Δηλώνεται το 8ο αιώνα παρακαλώ!

 

Τρία τελευταία στοιχεία που είναι αναγκαία για να κατανοήσουμε την ελληνική κληρονομιά του Βυζαντίου από τους Έλληνες της τουρκοκρατίας: Το πρώτο, το οποίο υπαινίχθηκα ήδη, είναι ότι στο Βυζάντιο ολοκληρώνεται το τέλος της δουλείας. Γίνονται όλοι πολίτες των πόλεων και λειτουργούν εν δημοκρατία. Συγχρόνως –και είναι η αιτία- γενικεύεται η έννοια των συστημάτων, δηλαδή της εταιρικής οικονομίας, της εφαρμογής της δημοκρατικής αρχής στην οικονομία/οικονομικό σύστημα. Αδιανόητο για την εποχή μας, αλλά παρ΄ όλα αυτά υπαρκτό στον ελληνικό κόσμο. Τι δηλώνουν όλα αυτά; Ότι ζούμε σε μία φάση που ουσιαστικά η κοινωνία η οικονομία και η πολιτική έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό βίο και μάλιστα με όρους ανωτερότητας ακόμα και με την κλασική εποχή. Η δημοκρατία της Αθήνας των κλασικών χρόνων, ενώ έχει κατακτήσει την καθολική ελευθερία για τους πολίτες της, άρα και κοινωνική ελευθερία, το οικονομικό σύστημα το άφησε απ’ έξω. Ο ελληνικός κόσμος της οικουμένης με πρώτη ολοκληρωμένη εκδοχή το Βυζάντιο, εισάγει τη δημοκρατική αρχή (και γι’ αυτό εκλείπει η δουλεία) και στο οικονομικό σύστημα. Άρα λοιπόν είναι η περίοδος αυτή η οποία προετοιμάζει μια νέα κρίσιμη απογείωση που είναι η μετάβαση στον νεότερο κόσμο.

Μία άλλη παράμετρος που έχει σημασία να την συγκρατήσουμε και, αναφερόμαστε σε μία εποχή που αυτός ο ανθρωποκεντρικός κόσμος του Βυζαντίου αντιπαραβάλλεται με την πιο σκοτεινή περίοδο της ανθρώπινης Ιστορίας και όχι μόνο της ευρωπαϊκής, που είναι η «ιδιωτική» φεουδαρχία στον δυτικό κόσμο και η πρωτόγονες κοινωνίες στον ανατολικό κόσμο. Ο 9ος αιώνας είναι ο κομβικός για τη μετακένωση αυτού του βυζαντινού κόσμου και στη Δύση και στην Ανατολή και στους Άραβες. Ξεκινάει η Αναγέννηση με τη μετακένωση στη Δύση, γίνεται ο εκχριστιανισμός και άρα η ενσωμάτωση στον ελληνικό πολιτισμό των Σλάβων και, βεβαίως, μετακενώνεται για πρώτη φορά η ελληνική γραμματεία στους Άραβες.

Η άλλη παράμετρος που πρέπει να τη συγκρατήσουμε διότι δημιουργεί πολλά προβλήματα στην κατανόηση του Βυζαντίου και του σημερινού ελληνικού κόσμου είναι ο χριστιανισμός –η νέα θρησκεία. Η νέα θρησκεία, στην ελληνική της εκδοχή, πρέπει να την θεωρήσουμε ως εξολοκλήρου δημιούργημα των Ελλήνων. Δεν διέρρηξε μόνο με την ολύμπια θρησκεία αλλά και με τον Ιουδαϊσμό. Δογματικά, θεσμικά, θεολογικά και ως προς τον τρόπο του θρησκεύεσθαι αποτελεί εικόνα και ομοίωση του ελληνικού κόσμου. Με άλλα λόγια, η διάρρηξη με την ολύμπια θρησκεία δεν στοιχειοθετεί διάρρηξη με τον ελληνισμό και με αυτό που είναι ο ελληνισμός ως πραγματικότητα. Αντιθέτως! Συνδυαζόμενη και με τη ρήξη της με τον Ιουδαϊσμό, ενσωματώνεται στην πολιτισμική μήτρα, δηλαδή σε αυτό που συγκροτεί το θεμελιώδες στοιχείο της ταυτότητας. Δεν έχουμε δηλαδή δύο ταυτότητες όπως εμφανίζονται σήμερα μεταξύ των χριστιανών και των Ελλήνων. Έχουμε μία ταυτότητα μέσα στην οποία ενσωματώνεται και το θρησκευτικό ιδίωμα. Όπως ήταν η ολύμπια θρησκεία μέρος της ελληνικής ταυτότητας στην προ-χριστιανική εποχή, έτσι είναι τώρα η χριστιανική ταυτότητα μέρος της ελληνικής εθνικής ταυτότητας η οποία συνοδεύει τον Έλληνα και στην περίοδο της τουρκοκρατίας.

Ένα τελευταίο, εξαιρετικά σημαντικό όμως στοιχείο αυτής της πραγματικότητας που φέρνει μαζί του ο ελληνικός κόσμος στην περίοδο της τουρκοκρατίας, είναι και το δημιούργημα της νεοτερικότητας που ανέφερα στην αρχή. Η δημιουργία της νεοτερικότητας, η ανάδυση της νεοτερικότητας, δηλαδή αυτού που είναι το κράτος-έθνος σήμερα, δημιουργήθηκε στο μέσο και άνω Βυζάντιο. Δηλαδή, συγκεκριμένα από τους Ισαύρους, ιδίως από τους Μακεδόνες και, κατά ένα μεγάλο μέρος διακινήθηκε επίσης από τους Κομνηνούς. Έχουμε αυτή την περίοδο, τη δημιουργία όλων εκείνων των προϋποθέσεων για να δημιουργηθεί η εθνική κοσμόπολη. Αυτό κάνει τη διαφορά που μας επιτρέπει να γνωρίζουμε τι συνέβη στη συνέχεια όταν ο ελληνικός κόσμος ηττήθηκε σε αυτά τα τρία στάδια που ανέφερα πριν και ανέλαβε την ηγεσία της μετάβασης στη νεοτερικότητας (στο νεότερο κόσμο) η Δύση, αλλά, έχοντας ήδη μετακενωθεί εκεί οι προϋποθέσεις αυτής της μετάβασης στη νεοτερικότητας. Ποια είναι η διαφορά λοιπόν μεταξύ του ελληνικού και του δυτικού δρόμου ο οποίος ελληνικός δρόμος διακινείται -όπως θα δούμε- εν κατακλείδι και στην περίοδο της τουρκοκρατίας; Ότι, ο ελληνικός δρόμος θέλει να μεταφέρει μαζί με το κεκτημένο του ελληνικού πολιτισμού ως τρόπου του βίου και ως ταυτότητας από το οικουμενικό κοσμοπολιτειακό κράτος το εθνικό κοσμοπολιτειακό κράτος με λειτουργίες μεγάλης κλίμακας, χωρίς να καταργηθούν τα κοινά, αλλά αναλαμβάνοντας έναν μεγάλο και διαφορετικό ρόλο μέσα σε αυτό το νέο κράτος, ενώ στη Δύση από τη στιγμή που ανέλαβε την ηγεσία αυτό που συμβαίνει είναι να οδηγήσει μεν στη νεοτερικότητα αλλά έχοντας απορρίψει όλο αυτό το κεκτημένο του ελληνικού πολιτισμού και της βυζαντινής οικουμένης (δημοκρατία οικουμενική και κοσμοπολιτειακή) και της πόλης-κράτους, μεθαρμόζοντας τις έννοιες και αποδίδοντας την έννοια της δημοκρατίας δηλαδή της κοινωνικο-οικονομικής και πολιτικής αυτοκυβέρνησης από τον δήμο στο κράτος της πολιτικής κυριαρχίας, δηλαδή στον πρωθυπουργό. Αυτό λοιπόν είναι ένα κεφαλαιώδες ζήτημα! Διότι και στην περίοδο της τουρκοκρατίας ο ελληνικός κόσμος ζει το καθεστώς των πόλεων/των κοινών, διατηρεί αυτούσιες τις πόλεις, διατηρεί αυτούσια τη δημοκρατική εφαρμογή στο οικονομικό σύστημα και, επιπλέων, μέσα σε αυτό το πλαίσιο της σχέσης με το οθωμανικό καθεστώς έχει αποκλείσει την άμεση παρέμβαση του οθωμανικού καθεστώτος επάνω στο άτομο -όπως θα ήτανε εάν είχαμε ένα καθεστώς πολιτικής κυριαρχίας σαν το σημερινό -δηλαδή εκλόγιμης μοναρχίας- και, βεβαίως, η έννοια της συλλογικής ευθύνης και της δημοκρατικής υποστασιοποίησης των πόλεων/κοινών της τουρκοκρατίας. Και όταν μιλάμε για πόλεις, να διευκρινίσουμε ότι δεν είναι τα αστικά κέντρα, αλλά είναι από ένα χωριό μέχρι ένα μεγάλο αστικό κέντρο όπως η Κωνσταντινούπολη. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν έχουμε το άτομο να είναι υπεύθυνο για τη δημοσιονομική ευθύνη και για όλα, αλλά και η συλλογικότητα, η αρχή της αλληλεγγύης, το αλληλέγγυο των Βυζαντινών, απέναντι στο οθωμανικό καθεστώς. Κρίσιμος θεσμός που αναγκάστηκε βεβαίως ο Οθωμανός κατακτητής να το αποδεχθεί διότι τον συνέφερε. Το δεύτερο είναι το οικουμενικό πατριαρχείο, η εκκλησία η ίδια, που ανέλαβαν ρόλους που ανήκαν προηγουμένως σε μεγάλο βαθμό στο κοσμοπολιτειακό κράτος του Βυζαντίου. Εκλιπόντος του κράτους έχουμε το οικουμενικό πατριαρχείο και τη σύνολη εκκλησία να αναλαμβάνει πολιτικούς ρόλους μέσα στον χριστιανικό πληθυσμό. Η ίδια η θέσμιση της εκκλησίας παραμένει αυτό που ήταν στο Βυζάντιο, δηλαδή πολεοτική και συγχρόνως δημοκρατική, γι’ αυτό και αποκαλείται «εκκλησία του δήμου των πιστών». Όλα αυτά καταργήθηκαν από το νεοελληνικό κράτος, όπως και τα κοινά, όπως επίσης και η δημοκρατία μέσα στα κοινά.

 

Το οθωμανικό καθεστώς έχει τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία βαραίνουν επάνω σε αυτόν τον ελληνικό κόσμο της τουρκοκρατίας, χωρίς όμως να ακυρώνουν αυτή τη συνάφειά του με τα βιώματα τους θεσμούς και τις πραγματικότητες του Βυζαντίου, όπως και το να ονειρεύεται την ανασύσταση του Βυζαντίου. Είναι, το ότι είναι εθνικός κατακτητής και, συγχρόνως, θρησκευτικά διαφορετική πραγματικότητα, ότι είναι δεσποτικό καθεστώς και ότι, βεβαίως, μετά από μία στιγμή, όπως και προηγουμένως στις απαρχές του, εκφυλίζεται κατά τρόπο που δημιουργεί μια τρομακτική ανασφάλεια και αυτονομίες στις τοπικές πραγματικότητες. Ωστόσο, ο ίδιος ο νομικός πολιτισμός, που σημαίνει η ανθρωποκεντρική πραγματικότητα του Βυζαντίου, εφαρμόζεται μέσα στα κοινά από την ίδια την εκκλησία και στο επίπεδο των συντεχνιών –δηλαδή της εταιρικής οικονομίας. Δεν ζουν (και το βλέπουμε αυτό στον λαϊκό πολιτισμό και στο δημοτικό τραγούδι) δηλαδή την οθωμανική πολιτισμική ή θεσμική σφαίρα. Την απαξιώνουν, την απεχθάνονται και τη διαχωρίζουν. Το δημοτικό τραγούδι τι δηλώνει ακριβώς; Ομολογεί έναν πολιτισμό ο οποίος είναι εντελώς αυτόνομος, εντελώς συγκροτημένος με όρους αυτονομίας έστω και υπό καθεστώς οθωμανικής κατοχής. Εάν θελήσουμε δηλαδή να συγκρίνουμε τη ρωμαιοκρατία με την Οθωμανοκρατία, θα δούμε πάρα πολλά κοινά στοιχεία αλλά και με πολλές όμως διαφορές βεβαίως, με κυριότερη αυτήν του γεγονότος ότι οι Οθωμανοί δεν ήταν μια πόλη που επικάθησε επάνω στον ελληνικό κόσμο ως ηγεμονεύουσα πόλις αλλά μία κρατική δεσποτεία ασιατικού τύπου. Κι αυτό είναι το βεβαρυμμένο παρελθόν μιας πραγματικότητας που έπρεπε ο ελληνικός κόσμος να αποτινάξει παρ’ όλον ότι, πολλοί ακόμη, επειδή ακριβώς αυτά τα θεμέλια του βυζαντινού κόσμου στην περίοδο της τουρκοκρατίας του επέτρεψαν να αναπτυχθεί, να γίνει μια κυρίαρχη πραγματικότητα που ηγεμόνευε ουσιαστικά σε τρεις αυτοκρατορίες οικονομικά, πολιτισμικά και εκκλησιαστικά και, συγχρόνως, που κατάφερε να ενσωματώσει στον εθνικό κορμό ακόμα και λαούς οι οποίοι αντιστάθηκαν στο Βυζάντιο. Και ξέρουμε ότι υπήρχαν διαρκείς πόλεμοι για την καταστολή τους, όπως ήταν ο βουλγαρικός λαός. Οι πηγές της εποχής των παρυφών του 18ου – 19ου αιώνα μας λένε, όπως ο μεγάλος μητροπολίτης της Αυστρίας ο Νεόφυτος Δούκας, ότι, τελειώσαμε πια, είναι όλοι Έλληνες, μιλάνε την ελληνική. Το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα που είναι το μοναδικό στην εποχή του -στην παγκόσμια δηλαδή εποχή του κοσμικό εκπαιδευτικό σύστημα- ανήκει στα χέρια των ελληνικών δικτύων, των ελληνικών κοινών.

Όλα αυτά, δηλώνουν τελικά ότι, σε μία αποτίμηση του ελληνικού πολιτισμού στο σύνολό του, τα διάφορα στάδια από την απώτατη αρχαιότητα των πόλεων-κρατών, την ελληνιστική, τη ρωμαϊκή, τη βυζαντινή και την οθωμανική εποχή, διατηρούν μία ενότητα που μας βεβαιώνουν ότι ο ελληνικός κόσμος της τουρκοκρατίας δεν ζει απλώς το Βυζάντιο, αλλά ζει σε μία γενικότερη εκδοχή του την αρχαιότητα. Δηλαδή με τους όρους των πόλεων-κρατών, δηλαδή αυτού που έχω αποκαλέσει του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας που στοιχειοθετεί η έννοια της θεμελιώδους κοινωνίας της πόλης. Αυτή λοιπόν η κατάληξη που στην πραγματικότητα μας επιτρέπει να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε και τι έγινε στην Επανάσταση και στη συνέχεια, μας φέρνει αντιμέτωπους με δύο κρίσιμα ερωτήματα: Πρώτον, πώς συνέβη κι αυτός ο βυζαντινός ελληνισμός, καταπιστευματοδόχος της Ρώμης, ηγεμόνας και γεννήτορας του νεότερου κόσμου, να υποταχθεί το 1204 και το 1453 σε υποδεέστερες και δη δεσποτικές δυνάμεις που δεν μπορούσαν να έχουν τη φιλοδοξία της οικονομικής και πολιτικής ηγεμονίας αλλά μόνο της λεηλασίας; Και δεύτερον, τι συνέβη με την Επανάσταση που, εντέλει, έφερε το ελλαδικό κράτος; Σε τι απέβλεπαν οι Έλληνες τελικά; Απέβλεπαν στη δημιουργία αυτού του κράτους ή μήπως σε κάτι διαφορετικό; Πολύ σύντομα θα πω, ότι, το 1204 το Βυζάντιο δεν ηττήθηκε. Ήταν κραταιό και είχε όλες τις προϋποθέσεις να αντιμετωπίσει ακόμα όλους τους εξωτερικούς βαρβαρικούς λαούς που μοναδικό τους πρόσημο είχαν την πολεμική λεηλασία. Παραδόθηκε. Παραδόθηκε αμαχητί στους Σταυροφόρους από τις δυνάμεις εκείνες οι οποίες μέσα στο Βυζάντιο αντιστάθηκαν σε αυτή τη μετάβαση από τη μικρή στη μεγάλη κλίμακα, δηλαδή στο εθνικό κοσμοπολιτειακό κράτος που θα έφερνε τη νεοτερικότητα. Διότι διακυβεύονταν μεγάλης κλίμακας συμφέροντα. Δεν είναι του παρόντος να σας τα εξηγήσω αυτά με συγκεκριμένες χρονολογίες και συντελεστές, αλλά μπορεί κανείς να τα δει στην εξέλιξή του και πώς οδηγήθηκε σε αυτή την πραγματικότητα. Το 1453, αποτελεί τη συνέχεια αυτής της αντιμαχίας μέσα στο Βυζάντιο μεταξύ εκείνων που ήθελαν να οδηγήσουν στην επόμενη φάση το Βυζάντιο -της εθνικής δηλαδή κοσμόπολης- και εκείνους που ήθελαν να διατηρήσουν το παλαιό καθεστώς. Δυστυχώς, τη δυναμική που ανέπτυξε το κράτος της Νίκαιας με τους Λασκαρίδες και τον Βατάτζη, θα έλεγα ως ένα βαθμό και το κράτος της Ηπείρου ή της Πελοποννήσου, δεν ακολουθήθηκε από τους Παλαιολόγους. Με αποτέλεσμα να παραμείνει κατακερματισμένος ο ελληνικός κόσμος, να κατατρύχεται από εσωτερικές υπονομεύσεις, έριδες και πολέμους που έφερνε μαζί του τους ξένους να διαιτητεύσουν, όπως επίσης και του κρίσιμου γεγονότος ότι μετέβαλαν την βασιλεύουσα πόλη που ήταν εναρμονιστική συνιστώσα του συνόλου της επικράτειας των πόλεων σε πόλη-κράτους που ουσιαστικά χρησιμοποιούσε την επικράτεια ως αποικία της. Δηλαδή ως νεμητική παράμετρο της όλης λειτουργίας. Γι’ αυτό και, ήδη ο Κεκαυμένος μέμφεται τον βασιλέα και τους αξιωματούχους ότι δεν βγαίνουν πέραν της Θράκης που πηγαίνουν για κυνήγι. Ότι δεν γνωρίζουν πια το τι γίνεται στην επικράτεια και ότι το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να εισπράττουν φόρους, να καταπιέζουν τους τοπικούς πληθυσμούς και τις πόλεις για να ζουν καλά στην Κωνσταντινούπολη και να εξαγοράζουν (γνωρίζουμε καλά τις πελατειακές εξαγορές του δήμου της Κωνσταντινούπολης από τους βασιλείς, από τη σεισάχθεια των χρεών τους μέχρι τις άφθονες παροχές), ώστε να εξαγοράζουν την εκλογή τους και ούτω καθεξής. Άλλαξε άρδην δηλαδή η ιδιοσυστασία του κοσμοπολιτειακού κράτους και, βεβαίως, αυτό είναι ένα κεντρικό ζήτημα που έρχεται σε αντίθεση με αυτό που ήταν ο ελληνικός κόσμος στην ύστερη περίοδο του Βυζαντίου, δηλαδή, ένας κόσμος σε τρομακτική απογείωση όχι μόνο την πολιτισμική που ξέρουμε αλλά και αυτογνωσίας και οικονομικο-κοινωνική. Αυτή λοιπόν η πραγματικότητα είναι που οδήγησε στην τουρκοκρατία. Μια εσωτερική ουσιαστικά υπόθεση η οποία γνωρίζουμε καλά ότι όταν αγωνιούσαν οι πόλεις της Βιθυνίας να τους σταλεί μία μικρή βοήθεια για να αποτραπεί το πλιάτσικο των Οθωμανών που δεν ήταν παρά δύο-τρεις χιλιάδες, δεν μπορούσαν οι Βυζαντινοί βασιλείς να στείλουν ούτε πεντακόσιους οπλίτες να υπερασπιστούν και να βοηθήσουν τους πληθυσμούς των πόλεων αυτών. Αυτός ο εκφυλισμός λοιπόν που ουσιαστικά οδηγεί και στους καταστρεπτικούς εμφυλίους που φέρνουν τους Οθωμανούς και τους άλλους ξένους μέσα στην επικράτεια, -και γνωρίζουμε ότι ο Κατακουζηνός επεχείρησε να φέρει τους Τούρκους μέσα στην Κωνσταντινούπολη για να μπορέσει να κατανικήσει  τον δήμο και τον Ιωάννη Παλαιολόγο που τον ήθελε ο δήμος, προκειμένου να μπορέσει να επιβληθεί ο ίδιος. Ευτυχώς δεν τα κατάφερε και γι’ αυτό η άλωση καθυστέρησε για λίγο χρόνο.

Τι προσδοκούσε λοιπόν αυτός ο βυζαντινός κόσμος της περιόδου της τουρκοκρατίας για την απελευθέρωσή του; Προφανώς είχε σε υψηλή εκτίμηση τα κοινά. Με βάση τα κοινά λειτουργεί ακόμα στην Κωνσταντινούπολη και το πατριαρχείο. Εσείς οι Κωνσταντινοπολίτες γνωρίζετε –δεν ξέρω στα τελευταία χρόνια τι συνέβη- αλλά, στην περίοδο της τουρκοκρατίας η σύνοδος των αντιπροσώπων του κοινού της Κωνσταντινούπολης είναι εκείνο που διαμορφώνει τις πολιτικές του πατριαρχείου και όχι ο πατριάρχης ή μόνο ο κλήρος. Άρα, αυτό δηλώνει ότι ακόμα και ως κεντρική πολιτεία υπάρχει το κοινό της Κωνσταντινούπολης, των αντιπροσώπων δηλαδή των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων από τις συντεχνίες μέχρι τους Φαναριώτες, δηλαδή τα αστικά στρώματα κ.λπ. Άρα λοιπόν δεν σκοπεύουν να καταργήσουν.

Για μην μακρηγορήσω θα σας το πω με παραδείγματα. Τα προτάγματα των Ελλήνων για την απελευθέρωση, άρα για την υπέρβαση της οθωμανοκρατίας, την αποτίναξη της οθωμανοκρατίας και της συγκρότησης ενός κράτους εθνικού/ελληνικού, δεν έχουν να κάνουν με αυτό που συμβαίνει στη Δύση. Δηλαδή με την εγκαθίδρυση ενός απολυταρχικού δεσποτικού κράτους, αλλά του κράτους της κοσμόπολης. Δεν έχουμε παρά, να δούμε τι γράφουν οι στοχαστές της εποχής εκείνης και πώς αντιμετωπίζουν το δυτικό φεουδαλικό παράδειγμα. Δεν έχουμε παρά, να δούμε την πιο προχωρημένη εκδοχή του διαλόγου των Ελλήνων της τουρκοκρατίας με τη Γαλλική Επανάσταση και το πρόταγμά της που είναι το πολιτειακό πρόταγμα του Ρήγα, η ελληνική δημοκρατία. Που ενώ παραλαμβάνει τις βασικές αρχές, δεν είχε μία γραμματεία γύρω του να κάνει επεξεργασίες, αυτού του συντάγματος του 1793 και, το μεθαρμόζει σε καθεστώς δημοκρατίας. Εκείνο ήταν απλώς μια εκλόγιμη μοναρχία. Το δηλώνουν οι ίδιοι κι έχουν συνείδηση του γεγονότος αυτού. Άρα λοιπόν θέλουν την αποκατάσταση της βυζαντινής κοσμόπολης με ένα επιπλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα, ότι, η δημοκρατία εφαρμόζεται στο σύνολο των κοινών, δεν εξαρτάται δηλαδή από τους εσωτερικούς συσχετισμούς και συγχρόνως η κοινωνία του κεντρικού πολιτειακού συστήματος που εκλέγει και που διαλέγεται με την κεντρική κυβέρνηση και βουλή, είναι το σύνολο της κοινωνίας της επικράτειας και όχι της πρωτεύουσας της μητρόπολης. Αλλά η βουλή παραδείγματος χάρη είναι νομοπαρασκευαστική. Η κυβέρνηση δεν διαθέτει πολιτική κυριαρχία και έχει όλα τα γνωρίσματα της οικουμενικής κοσμόπολης. Που η κεντρική κυβέρνηση ασκεί μία έννομη επιστασία. Άρα η απόσταση μεταξύ αυτού που ονειρεύεται και βάζει μπροστά ως πρόταγμα για την απελευθέρωσή του ο ελληνικός κόσμος, έχει απόσταση ετών φωτός από αυτό το οποίο διακινείται αυτήν την εποχή. Ακούμε σήμερα ότι η Ελληνική Επανάσταση εμπνεύστηκε από τον διαφωτισμό. Από πού κι ως πού εμπνεύστηκε από τον διαφωτισμό; Ακόμα και το κράτος το οποίο εμφυτεύθηκε όταν ηττήθηκε ο ελληνικός κόσμος στην Πελοπόννησο, στη μήτρα δηλαδή του ελληνικού κόσμου, δεν εμπνέεται από τον διαφωτισμό αλλά από την απολυταρχία της εποχής. Κι αυτό συμβαίνει διότι πρέπει αφενός να ελεγχθεί ο ελληνικός κόσμος -γι’ αυτό και είναι ένα προτεκτοράτο- αφετέρου να κατασταλεί η δυναμική που δημιουργούσε και κινδύνους με τον φιλελληνισμό στην Ευρώπη διότι ενίσχυε τα φιλελεύθερα κινήματα της εποχής και άρα την αμφισβήτηση της απολυταρχίας και, βεβαίως, για να αποτελέσει ένα καρφί στο σώμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας για να ελέγχεται η ίδια στην πορεία της ιστορίας της στη συνέχεια.

Συγκρατούμε λοιπόν ότι, η ήττα της Επανάστασης του 1821 έχει δύο σκέλη: Ήττα στη Μολδοβλαχία που οφείλεται στην κακή οργάνωση και όχι στην φιλοδοξία που είχε και, ήττα στην Πελοπόννησο λόγω των εμφυλίων που δεν επέτρεψε στις δυνάμεις της επανάστασης να κατακτήσουν μία ευρύτερη ζωτική περιοχή και να διεισδύσουν όπως φιλοδοξούσαν στην Ήπειρο και στη Μακεδονία κι αυτό διότι ακριβώς επικράτησε ο πολεοκεντρισμός. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν είχε ηγεσία και δεν οργανώθηκε με συντεταγμένο τρόπο ώστε να μπορέσει να διαχειριστεί το πρόταγμά της και να οργανώσει την περαιτέρω εξέλιξή της, δείχνει ακριβώς ότι η επανάσταση αυτή ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Έχει σημασία όμως να συγκρατήσουμε ότι, μέχρι την τελευταία στιγμή οι Έλληνες όπως ξέρετε οργάνωσαν συντάγματα χωρίς να έχουν κράτος –διότι, συντάγματα είχαν και τα κοινά/πόλεις της τουρκοκρατίας. Οργάνωσαν λοιπόν συντάγματα και μάλιστα δημοκρατικά, σε μία εποχή που στην Ευρώπη δεν υπήρχε ούτε ένα σύνταγμα. Προέβαλαν οι Γάλλοι επαναστάτες συντάγματα που δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Και, βεβαίως, η περίπτωση του Καποδίστρια. Ο οποίος Καποδίστριας κατηγορήθηκε ως αυταρχικός διότι ήταν αντιβασιλικός, ήταν βαθιά δημοκρατικός και ήθελε να συγκεράσει αυτό που γνώριζε ότι έθεταν ως προϋπόθεση οι Δυνάμεις, δηλαδή την επιβολή της απολυταρχίας, με το ελληνικό κοσμοπολιτειακό παράδειγμα. Γι’ αυτό και εισάγει (κι αυτό ήταν η αιτία της πολεμικής των Κοτζαμπάσηδων εναντίο του) τη δημοκρατία ξανά στα κοινά στην περιοχή της Πελοποννήσου και της Στερεάς που έλεγχε η τότε κυβέρνηση. Συγκροτούσε δηλαδή ένα κράτος συμβιβασμού διότι δεν είχε άλλα δυνατότητα αυτή την εποχή, αλλά ήταν το τελευταίο εγχείρημα. Διότι στο τέλος επεβλήθη αυτό το οποίο έκανε το κράτος της απολυταρχίας –όπως είπα- δηλαδή, στο όνομα του εξευρωπαϊσμού μας οδήγησαν σε μία ολοκληρωτική επιστροφή/οπισθοδρόμηση στην προ-σολώνεια εποχή που είχαμε γνωρίσει αυτό το καθεστώς.

Τι όμως συνέβη στη συνέχεια; Γιατί πολλοί λένε σήμερα ότι, «…τι να κάνουμε; αυτό το κράτος έχουμε…». Κανείς δεν αντιλέγει ότι εκεί που καταλήξαμε, αυτό το κράτος έχουμε. Αλλά πρέπει να έχουμε και επίγνωση όμως του «γιατί» αυτό το κράτος αποδόμησε όλο το συστατικό μέρος του ιστορικού αυτού βυζαντινού οικουμενικού ελληνισμού από τα κοινά και τη δημοκρατία τους μέχρι την εταιρική οικονομία, το «γιατί» αποδόμησε και δεν αποδέχθηκε την ενσωμάτωση του μείζονος ελληνισμού (όλες οι καταστροφές του μείζονος ελληνισμού διαπράχθηκαν στην Αθήνα συμπεριλαμβανομένης και της τελευταίας δηλαδή της Μικρασιατικής Καταστροφής) και, το «γιατί» εντέλει σήμερα βρίσκεται σε μία αντιμαχία και με τον εσωτερικό ελληνικό κόσμο. Υπάρχει λοιπόν μόνο μία εξήγηση. Ότι για να νομιμοποιηθεί αυτό το κράτος, πρέπει να ιστορηθεί με βάση την δυτική του προέλευση και την αναγωγή του στην αρχαιότητα χωρίς να παρεμβληθεί το Βυζάντιο και η τουρκοκρατία. Άρα, να δηλωθεί ότι του είμαστε ευγνώμονες που συγκροτούμε Έθνος, γιατί αυτό μας συγκρότησε σε Έθνος, ότι δεν επαναστατήσαμε ως Έθνος για να συγκροτήσουμε κράτος (ό,τι έγινε δηλαδή και στη Δύση) και ότι αυτό το κράτος μας δίδαξε τη δημοκρατία που απλώς ορίζει την εκλόγιμη μοναρχία και όχι τη δημοκρατία που βίωνε ο κόσμος της τουρκοκρατίας και του Βυζαντίου, για να μας διδάξει επίσης ότι από αυτό το κράτος και από τη Δύση διδαχθήκαμε τους αρχαίους, ο Κορυδαλλέας που βρίσκεται κάποιους αιώνες πριν από τους Δυτικούς στην επικοινωνία τους (και όχι μόνο, απλώς αναφέρω ένα παράδειγμα) με την ελληνική αρχαιότητα και το Βυζάντιο, η ίδια η χριστιανική θεολογία και όλα αυτά, ότι τα παραλάβαμε από τη Δύση, όπως μας λένε. Και ό,τι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί έτσι, βεβαίως απαξιώνεται. Όπως είναι οι πόλεις/τα κοινά. Αλλά όταν απαξιώνεις την πόλη και τη δημοκρατία στα κοινά της τουρκοκρατίας, με τη δήλωση μάλιστα των Βαυαρών ότι τα καταργούν επειδή είναι δημοκρατικά υποστασιοποιημένα, σημαίνει ότι απαξιώνεις τη δημοκρατία στην πόλη-κράτος στην εποχή του Περικλή. Αλλά αυτό ήδη το έχουν διαπράξει εγκαλώντας τη δημοκρατία της πόλης ως προνεοτερική και άρα την εκλόγιμη μοναρχία  που ζούμε σήμερα ως ανώτερη της δημοκρατίας.

Αυτά λοιπόν είναι τα φαινόμενα τα οποία δεν φέρει μαζί του ως ξένο σώμα προς τον ελληνισμό αυτό το κράτος, αλλά, και ως ιδεολογία που κατατείνει στο να απαξιώσει αυτή την ιστορική συνέχεια με όρους προόδου και δημοκρατίας για να μας διδάξει ότι ερχόμαστε από έναν άλλον κόσμο που προήλθε από τη φεουδαρχία και έφερε το καινούργιο. Και γι’ αυτό μας εγκαλεί επίσης ως ιστορική πραγματικότητα ότι δεν περάσαμε από τον διαφωτισμό και από την Αναγέννηση. Μα, για να περάσει κανείς από τον διαφωτισμό και ή από την Αναγέννηση, προηγουμένως πρέπει να είναι φεουδαλικός ο κόσμος τους. Δηλαδή δουλοπάροικοι που να θέλουν να ελευθερωθούν και να συγκροτήσουν έννοιες και εικόνες μιας κοινωνίας εν ελευθερία. Αυτό δεν το χρειαζόταν ο ελληνικός κόσμος διότι ζούσε και μάλιστα την οικουμενική διάσταση του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι. Άρα λοιπόν, αντιλαμβανόμαστε ότι και αυτή τη στιγμή που ζούμε το δράμα της τουρκοκρατίας στη χειρότερη εκδοχή της, δηλαδή της αποδόμησης και των τελευταίων στοιχείων του ελληνικού ταυτοτικού κεκτημένου, είναι παρόν.

Θα σας καλέσω να παρακολουθήσετε δύο σειρές εκπομπών, επειδή η μία εκφράζει την κρατική τηλεόραση και η άλλη το ιδιωτικό ραδιόφωνο. Η μία είναι μια σειρά εκπομπών που έχει οργανωθεί και έχουν κληθεί ακριβώς οι παράκλητοι της απολογίας του κράτους και της οπισθοδρόμησης, στην ΕΡΤ, που νομίζω προβάλλεται ακόμη. Είναι τραγικό αυτό που ακούει κανείς εκεί μέσα, ως δοξαστικό ενός κράτους και ως απαξίωση του ελληνικού κόσμου. Που, για να μπορέσει να νομιμοποιηθεί σε αυτό που θέλει να δείξει τι κάνει; Αγνοεί τον μείζονα ελληνισμό για να περιγράψει τον ελληνικό κόσμο ως τον κόσμο της Πελοποννήσου. Έναν δηλαδή περιδεή αγροτικό και κατεστραμμένο κόσμο και όχι αυτόν που είναι ο ηγήτορας του ελληνικού κόσμου που είναι των μεγάλων αστικών κέντρων –που δεν είναι λίγα- και με κορυφαία την Κωνσταντινούπολη. Με άλλα λόγια, αφαιρεί και αποεθνοποιεί τον ελληνικό κόσμο της τουρκοκρατίας για να μπορέσει να δείξει ότι ήρθε αυτό το κράτος της Πελοποννήσου για να συγκροτήσει το έθνος των Ελλήνων που δεν υπήρχε προηγουμένως. Η δεύτερη σειρά, λυπάμαι που θα το πω, είναι η σειρά στο ΣΚΑΪ που οργανώνει ο συμπολίτης σας ο κύριος Άρης Πορτοσάλτε.  Δεν έχω ξανακούσει -και, βεβαίως, δεν τα λέει ο ίδιος, αν και βοηθάει- αλλά δεν έχω ακούσει ξανά τέτοια αποδόμηση του μείζονος ελληνισμού και του ιστορικού του κεκτημένου από αυτές τις δύο σειρές εκπομπών. Και διερωτώμαι, τι είναι αυτό που κινεί τα νήματα της σκέψης όχι μόνο αυτών; Αυτά τα αναφέρω ως παραδείγματα γιατί με λυπεί, πρέπει να σας πω, το γεγονός ότι ένας Κωνσταντινοπολίτης είναι ενορχηστρωτής μιας τέτοιας πραγματικότητας. Ειδάλλως εγώ δεν συνηθίζω να αναφέρω ονόματα. Και δεν είναι το όνομα που κάνει το γεγονός αλλά είναι η σειρά μιας ιδεολογίας και μιας πραγματικότητας που οδηγούν τα ονόματα. Άρα, που αποδέχονται αυτή την πραγματικότητα. Τι είναι αυτό λοιπόν που τους δίνει τέτοια ένταση στο μυαλό ώστε να αισθάνονται την ανάγκη να νομιμοποιήσουν ένα κράτος το οποίο βεβαίως οφείλει να υπάρχει, αλλά δεν πρέπει επ ουδενί να μεταβληθεί από χώρα σε χώρο. Πράγμα στο οποίο οδηγούμαστε σήμερα. Διότι σε τελική ανάλυση το πρόβλημα δεν είναι το κράτος ως επικράτεια, αλλά το γεγονός ότι δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι είναι άλλο πράγμα το κράτος ως επικράτεια και άλλο πράγμα το κράτος ως πολιτική συγκρότηση. Το ερώτημα είναι λοιπόν: θα συνεχίσουμε να ταυτίζουμε το πολιτικό σύστημα/την πολιτεία με το κράτος κρατώντας την κοινωνία μακριά από τα δρώμενα; Ή, να ανακτήσουμε το ιστορικό παρελθόν συμπεριλαμβανομένης και της τουρκοκρατίας όπου αυτός ο πολιτισμός είχε αυτή την εδραία βάση της συνάντησης εντός της πολιτείας του πολιτικού προσωπικού με την ίδια την κοινωνία; Άρα να γίνει η κοινωνία εταίρος της πολιτείας ώστε η πολιτεία να παράγει εθνικές πολιτικές, πολιτικές κοινωνικού εθνικού συμφέροντος άρα πολιτικές πολιτισμού που θα είναι συμφυείς με τις αναφορές και τη βούληση του ελληνικού κόσμου. Διότι εάν υπάρχει ελληνικό κράτος, αν υπάρχει ελληνική οικονομία, υπάρχουν όλα αυτά μόνο για έναν λόγο: ότι υπάρχει η ελληνική κοινωνία. Εάν πάψει να υπάρχει ελληνική κοινωνία δεν θα υπάρχει ελληνικό κράτος ούτε ελληνικό πολιτικό προσωπικό. Κατά τι λοιπόν η πολιτική τάξη κρατάει μακριά κι ακολουθώντας τα βήματα της δυτικής ομοφροσύνης την κοινωνία από την πολιτεία, τη στιγμή που δεν είναι εφικτή η εξωθεσμική, ιδεολογική ή άλλη συνάντηση της κοινωνίας με το πολιτικό προσωπικό παρά μόνον μέσα στην πολιτεία; Γιατί αυτό διδάσκει ο ελληνικός κόσμος με όρους προόδου. Ότι, η πολιτική ελευθερία οφείλει να είναι παρούσα και βιούμενη από την ίδια την κοινωνία και όχι να αποτελεί μομφή για την κοινωνία όπως και η εθνική αναφορά.

Σας ευχαριστώ πολύ.


Γ. Κοντογιώργης, Το Βυζάντιο των Ελλήνων κατά την Οθωμανοκρατία