Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020


Γιώργος Κοντογιώργης:

Η νέα πραγματικότητα , οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι με το τέλος της Πανδημίας




Απομαγνητοφώνηση, Ελένη Ξένου.
Γιώργος Κοντογιώργης:
Μπορεί να συναγάγει κανείς ότι, σε μία τέτοια κρίση με πολυσήμαντες διαστάσεις, που η πολιτική ηγεσία επικαλείται -και βεβαίως πολύ σωστά- τη συλλογική μας ευθύνη και συστράτευση, απ’ την άλλη μεριά, τα μηνύματα που μας εξέπεμψε με την αφορμή της 25ης Μαρτίου ήταν, πολύ διχαστικά. Και αυτό μου προκαλεί μία σημαντική απορία. Δεν πρόκειται μόνο για τον έναν πολιτειακό παράγοντα. Εδώ έχουμε έναν διχαστικό πολιτικό λόγο που αναφέρεται σ’ αυτό που ενώνει τους Έλληνες (οποιονδήποτε λαό), που είναι η πολιτισμική του συνοχή κι η ιστορικότητά της και έχουμε μία ομοβροντία διχαστικών λόγων απ’ την πολιτειακή ηγεσία. Και της κυβέρνησης και της προεδρίας και της αντιπολίτευση. Η κυρία Σακελαροπούλου ως πρόεδρος, στον πρώτο της δημόσιο λόγο ουσιαστικά, μας μίλησε για έναν νέο «πατριωτισμό». Πώς τον αντιλαμβάνεται; Σαν αυτόν που με την ψήφο της απάλλαξε τον κύριο Παπακωνσταντίνου για μία καίριας σημασίας υπόθεση που αφορούσε το δημόσιο συμφέρον; Για να μην πω πού εντάσσεται η λογική του πατριωτισμού. Ο κύριος πρωθυπουργός, ο οποίος δικαίως εξελέγη διότι ήθελε να εκφέρει και, νομίζω και πολιτισμικά διαφέρει σημαντικά από τον κύριο Τσίπρα, απ’ την άλλη όμως μεριά, συμπίπτει απολύτως με τον πολιτικό του λόγο στο εθνικό ζήτημα με τον κύριο Τσίπρα. Πώς θα διαφοροποιηθούν λοιπόν αυτά τα ζητήματα; Και, μιλάμε για ένα θέμα το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό! Το να πει κανείς ότι υπήρξε έθνος πριν από το κράτος και το έθνος συγκρότησε το νεοελληνικό κράτος, ή, ότι το κράτος συγκρότησε το έθνος γιατί δεν υπήρχε πριν έθνος και άρα υπήρχαν ελληνόφωνοι, έχει τεράστια σημασία για το σήμερα. Πρώτα πρώτα πρέπει να μας εξηγήσουν γιατί επαναστάτησαν αφού δεν είχαν έθνος; Αφού δεν ήθελαν την ελευθερία τους ως έθνος; Δεν επαναστατεί κανείς ξέρετε, για να αλλάξει το σημείο του… καφενέ. Δεν του αρέσει στην μία πλευρά και θέλει να το πάει στην άλλη. Επαναστατεί κανείς για μείζονα ζητήματα. Και, χύθηκε πολύ αίμα στο όνομα του έθνους. Το ερώτημα λοιπόν, έχει διπλή τεράστια σημασία. Πρώτα πρώτα, είναι ανεπίτρεπτο να το λέει κανείς, να παίρνει τέτοια θέση η οποία συνιστά λογοκρισία, όχι στο υπόλοιπο μέρος του ελληνικού λαού –γι’ αυτό και είναι διχαστικό- αλλά στον λόγο των Ελλήνων της εποχής και των πηγών. Ποιος έχει το δικαίωμα να διαψεύσει αυτό που διακηρύσσει ο ελληνικός λαός πριν από την Επανάσταση και διαχρονικά, κι από την Άλωση και πριν την Άλωση; Είναι δυνατόν να μπορεί κάποιος; Θα μου λέγατε ότι, αν ήταν μεμονωμένο περιστατικό θα αφήνετο στην άγνοια του πρωθυπουργού. Δεν είναι υποχρεωμένος να ξέρει Ιστορία, είναι υποχρεωμένος όμως να διαλέγεται με την Ιστορία. Είναι υποχρεωμένος να διαλέγεται με τους δημιουργούς της Ιστορίας κι όχι να παίρνει το μέρος και να εκφέρει τον λόγο μιας μερίδας η οποία επιδιώκει τον διχασμό. Είναι κρίσιμες οι μέρες για να συμπεριφερόμαστε έτσι. Επίσης, θα έλεγα ότι εάν ήταν μεμονωμένο το περιστατικό θα είχε μόνο το στοιχείο του ανεπίτρεπτου (να μην γνωρίζει γιατί επαναστάτησαν και τι λένε οι πηγές, τα έγγραφα της προ-επαναστατικής εποχής, οι διακηρύξεις των επαναστατών). Αλλά, αν αυτό εντάσσεται σε έναν συνδυασμό σκέψης του ιδίου, που προκύπτει αν θέλετε από την σύνθεση της επιτροπής η οποία δημιουργήθηκε για να γιορτάσει, να οργανώσει τους εορτασμούς των διακοσίων ετών, τότε το πράγμα αποκτά πολύ μεγάλη σοβαρότητα. Διότι η επιτροπή αυτή είναι μονομερώς συγκροτημένη από φορείς της ενιαίας σκέψης που προάγει επομένως ιδεολογίες που δεν έχουν καμία σχέση με την ελληνική ιστορική πραγματικότητα και, κατατείνουν στο να δικαιώσουν δύο σημαντικά ζητήματα: Πρώτα πρώτα την ιδεολογία του ηγεμόνα, αυτού που κατήργησε την ελληνική σημειολογία της εξέλιξης –τον μείζονα ελληνισμό- για να δικαιώσει το νεοελληνικό κράτος και τα πεπραγμένα του. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Ότι στην πραγματικότητα, θα δοξάσουν το κράτος το οποίο κατέλυσε τον ελληνικό κόσμο της εποχής. Και αυτό, έχει σημασία διότι με αυτόν τον τρόπο πρώτα πρώτα καταργούν κάθε συγκριτικό προηγούμενο (πού ήμασταν και πού φτάσαμε), επιβάλουν ιδεολογικές μικρόψυχες αντιλήψεις διότι, αυτό που εξέφραζε ο ελληνικός κόσμος πριν την Επανάσταση και στη διάρκεια της Επανάστασης ξέρετε ήταν η δημοκρατία! Η δημοκρατία, όχι το μοναρχικό καθεστώς που ζούμε σήμερα, αλλά η δημοκρατία! Ακόμα και αν δεν το θέλουν θα έπρεπε να το δοξάζουν. Να λένε από πού προήρθαμε και γιατί δημιουργήθηκε αυτός ο ελληνικός πολιτισμός. Αλλά, το δεύτερο και κυριότερο θέμα ξέρετε είναι το εξής σε σχέση με αυτήν την πραγματικότητα που ζούμε, την διχαστική δηλαδή που εισάγει η ίδια η πολιτική ηγεσία: Το γεγονός ότι αυτό έχει τεράστια σημασία στο σήμερα! Διότι εάν θέλουμε να ιστορήσουμε τα πεπραγμένα του κράτους, σημαίνει ότι πρέπει να συνεχίσουμε. Ότι θέλουμε να συνεχίσουμε να τα πραγματοποιούμε. Δηλαδή, η καταστροφές που δημιούργησε όχι το κράτος της απελευθέρωσης αλλά το πολιτικό σύστημα και οι παράγοντες που το διαχειρίστηκαν, εάν θέλουμε να το συνεχίσουμε, τότε στο τέλος αυτού του αιώνα δεν θα υπάρχουν Έλληνες. Μήπως θέλουμε να ψάξουμε μέσα σ’ αυτή την επιτροπή και σε αυτούς που ασκούν επιρροές στα πράγματα σήμερα, που είναι μια διανόηση μεταξύ των άλλων η οποία διέρχεται οριζοντίως το πολιτικό σύστημα και που είναι με όλες τις καταστάσεις (γιατί όλες οι καταστάσεις τους βολεύουν). Μήπως θέλουμε λοιπόν να δούμε ανάλογες καταστάσεις και γι’ αυτό θέλουμε να δοξάσουμε αυτό το κράτος; Διότι, αυτό το κράτος που ξεκίνησε από την Πελοπόννησο και έφτασε ως τον Έβρο όπως μας λένε, είναι αυτό το οποίο δεν πραγματοποίησε δεν ολοκλήρωσε την εθνική μας αποκατάσταση. Πού είναι αυτός ο μείζον ελληνισμός και οι επιρροές του; Αν δείτε τι είναι ο ελληνικός εφοπλισμός σήμερα, που είναι αυτό που είναι διότι –δυστυχώς ή ευτυχώς- διέφυγε από τις δαγκάνες του νεοελληνικού κράτους, σε διεθνώς ανταγωνιστικές συνθήκες στέκει πρώτος! Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ούτε ένα ναυπηγείο. Ας μας εξηγήσουν λοιπόν τι σημαίνει αυτό και τότε θα δούμε τι δηλώνει η πρόθεση να ιστορήσουμε το έθνος δια του κράτους. Τι σημαίνει το ότι μας λένε ότι, συγκροτήσαμε έθνος, δηλαδή το κράτος μας συγκρότησε έθνος κι όχι το έθνος συγκρότησε κράτος για να ελευθερωθεί. Για την τεράστια σημασία, μπορείτε να το δείτε στο γιατί έφυγε ο Τσίπρας. Γιατί έφυγε; Για τις Πρέσπες. Ουσιωδώς. Δηλαδή για το γεγονός ότι θέλησε να κοντύνει (γιατί αυτό είναι το διατακτικό του) να κοντύνει την εθνική αναφορά των Ελλήνων δια της υιοθετήσεως του εθνικισμού των άλλων (των γειτόνων). Σ’ αυτό θα λειτουργήσουμε ξανά; Αυτό είναι το ερώτημα. Έχει κολοσσιαία σημασία! Και μάλιστα σε μια εποχή που βρισκόμαστε σε μία πανδημία, σε ένα καθεστώς αναγκαστικής συστράτευσης των Ελλήνων.

Η καρδιά του ζητήματος είναι ότι, απ’ τη μια μεριά έχουμε τις άμεσες επιπτώσεις (της πανδημίας) οι οποίες άμεσες επιπτώσεις έχουν να κάνουν με την υγεία, έχουν να κάνουν με την τεράστια οικονομική καταστροφή, όμως η οποία θα επέλθει γιατί δεν είναι υπόθεση ενός μηνός ή δύο. Ακόμα και εάν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς φτάσουμε στο τέλος Ιουνίου και δεν πάει πάρα πέρα, υπολογίζεται ότι η ύφεση στην Ευρώπη άρα και στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον κόσμο ακόμα περισσότερο θα ξεπερνάει το 10% - 15%. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Ξέρετε τι σημαίνει κυρίως να κλείσουν επιχειρήσεις και να έρθει ένα πολύ σημαντικό ποσοστό στην ανεργία και στην ανέχεια; Αυτό, αν το δούμε ιστορικά, θα διαπιστώσουμε ότι ναι μεν τώρα συντρέχουν οι προϋποθέσεις της συσπείρωσης μπροστά στον φόβο και τον κίνδυνο, αλλά μόλις αρχίζουν να ανοίγουν τα πανιά της σταθεροποίησης, δηλαδή της υπέρβασης της πανδημίας, θα έχουμε κοινωνικές ανατροπές, κινήσεις αποσταθεροποίησης, διότι εκεί θα αντιληφθεί κανείς σε ποιο σημεία έχει φτάσει. Και τότε θα δούμε πώς θα αναλογιστεί ο καθένας τις ευθύνες του. Διότι εκεί θα έρθει αντιμέτωπος κανείς με την κοινωνία, αυτήν που σήμερα την έχει μαζί του. Εδώ λοιπόν, αν φύγουμε δηλαδή από αυτές τις δύο επιπτώσεις, τίθενται τα ζητήματα σε τρία επίπεδα: Το πρώτο είναι στο ότι θα έχουμε ακριβώς επειδή υπάρχει ο εγκλεισμός, ένα αναγκαστικό βίαιο άλμα προς τα εμπρός. Πρώτα πρώτα της τεχνολογίας. Θα τρέξουν πολλοί να καλύψουν το κενό της επικοινωνίας που είναι αναγκαίο για την διεθνή των αγορών, για το χρηματοπιστωτικό ζήτημα, για χίλια δυο πράγματα, επομένως θα έχουμε μία αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας της επικοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. Απ’ την οικονομία, την πολιτική, την κοινωνία, το εκπαιδευτικό σύστημα, όλα! Το δεύτερο είναι ότι θα έχουμε εξ ανάγκης μία ραγδαία προσαρμογή των θεσμών. Κι όταν λέμε ραγδαία, την βλέπουμε ήδη. Πόσες φορές μας λέγανε ότι δε μπορούν να προχωρήσουν στον εκσυγχρονισμό στην τεχνολογική προσαρμογή του κράτους; Και πόσο γρήγορα μπορούν να κινούνται (μέσα σε δύο τρεις μέρες) για να οδηγούν σε λύσεις οι οποίες θα διευκολύνουν τον πολίτη να συναλλάσσεται με το κράτος απ’ το σπίτι του; Που σημαίνει ότι δεν ήθελαν. Ωστόσο, τώρα πια τα πράγματα τίθενται διαφορετικά. Όχι γιατί μεγαλώνει ο ρόλος του κράτους, αλλά γιατί γιγαντώνεται η ανάγκη του κράτους (κι όταν λέμε του κράτους, προσέξτε: αυτή η πονηρά σκέψη των νεοτέρων, δεν είναι το κράτος, είναι το πολιτικό σύστημα του κράτους που έχει ανάγκη να προστατέψει τον εαυτό του, να μπορέσει να εισπράξει, να μπορέσει να κατασιγάσει τους κινδύνους της αποσταθεροποίησης, να μπορέσει να λειτουργήσει για να μπορέσει και να υπάρχει). Αυτό λοιπόν, θα έρθει με μαθηματική ακρίβεια σε ελάχιστο χρόνο. Το βλέπουμε πώς κινείται επίσης. Το τρίτο όμως και πιο σημαντικό το οποίο κινεί τα υπόλοιπα, είναι η ραγδαία προσαρμογή της κοινωνίας. Αν σήμερα υπάρχει ένα γεγονός το οποίο ανατρέπει την ισορροπία που υπήρχε στο παρελθόν και που έχει θέσει τις κοινωνίες στο περιθώριο και στην ανάγκη, είναι το γεγονός ότι οι μεν αγορές (η διεθνής των αγορών, το χρηματοπιστωτικό σύστημα ή η οικονομία αν θέλετε εν γένει) έχουν κατακτήσει το μέλλον διότι έχουν κατακτήσει αυτό που στοιχειοθετεί την μετάβαση στο μέλλον που είναι η τεχνολογία της επικοινωνίας, οι κοινωνίες έχουν παραμείνει –και τις διατηρούν βεβαίως εν συνειδήσει- έγκλειστες στο αξιακό σύστημα στους θεσμούς του 18ου αιώνα. Διότι τις θέλουν να κινούνται σε μη αποτελεσματικά πλαίσια. Να διαδηλώνουν, να απεργούν και κυρίως να τις καταχεριάζουν και ιδεολογικά όταν επικαλούνται τα θεμελιώδη στοιχεία μιας κοινωνίας και ενός κράτους που είναι η πολιτισμική του συνοχή (δηλαδή το έθνος) και οι ανάγκες της (δηλαδή οι συνθήκες εργασίας και λοιπά). Αυτό λοιπόν, αλλάζει άρδην. Παραδείγματος χάρη αλλάζει το ζήτημα της εργασίας. Τώρα θα υπάρξει καλπάζουσα εξέλιξη! Η εργασία θα γίνει έργο. Συμφέρει και την εργοδοσία να μη διατηρεί γραφεία (κτήρια), να μην ασφαλίζει τους εργαζομένους και οι εργαζόμενοι να παρέχουν έργο αντί για εργασία απ’ το σπίτι τους και λοιπά. Αυτή η εξατομίκευση της σχέσης που οδηγεί στην αυτονομία της εργασίας, θα έχει κρίσιμες επιπτώσεις στο μέλλον. Πρόκειται για την απόρριψη της εξαρτημένης εργασίας. Άρα οδηγεί σε μία άλλη αντίληψη της ελευθερίας σε σχέση με την εργασία. Όποιος επιχειρήσει να γυρίσει μετά από πίσω, θα είναι χαμένος από χέρι.

«Περιποιώ τιμή» -αν θέλετε, σε εισαγωγικά- στον εαυτό μου, δηλαδή στο σύστημα γνώσης που διακονώ, στο ότι αυτά που λέω αυτή τη στιγμή για τη μετάβαση στο μέλλον και για τη θέση της τεχνολογίας, τα έλεγα εδώ και τριάντα και σαράντα χρόνια. Επομένως, δεν πρωτοτυπώ.  Απλώς τώρα διαπιστώνω, ότι αυτού του είδους η κρίση που διανύουμε, θα πραγματοποιήσει ένα αναγκαστικό και βίαιο άλμα προς τα εμπρός. Για να παραμείνω στο θέμα της κοινωνίας, η κοινωνίες πια, ήδη το επιχειρούν να διαμορφώσουν κοινωνικές σχέσεις διαμέσου του τεχνοδικτύου. Ήδη διαμορφώνουν συλλογικότητες στο επίπεδο του τεχνοδικτύου. Ήδη αναπτύσσουν εκεί τις ιδέες τους και μάλιστα διαπιστώνουν ότι έχουν τη δυνατότητα ατομικά το κάθε μέλος της κοινωνίας, να αναπτύξει οποιεσδήποτε ιδέες και σχέσεις, ανεξαρτήτως του ότι μπορεί να έρθει κάποια στιγμή το Facebook  ή οποιοσδήποτε τρίτος που λειτουργώντας φασιστικό τω τρόπω θα προκαλέσει στο Facebook την ακύρωσή του και, αυτός ο «άνθρωπος» είναι που ενοχλεί πια. Δηλαδή οι κοινωνίες συγκροτούνται σε ένα επίπεδο και θα συγκροτηθούν σε ένα επίπεδο κοινωνίας τεχνοδικτύου, που με την εξέλιξή του δε θα διαφέρει από αυτό που συνέβαινε μέχρι τώρα στον καφενέ ή οπουδήποτε αλλού σε οποιουσδήποτε χώρους και αίθουσες. Το βλέπουμε αυτό στην εκπαίδευση, το βλέπουμε παντού. Αυτό λοιπόν το γεγονός είναι που θα φέρει τις κοινωνίες στην αρχή αντιμέτωπες αλλά στο τέλος μέσα στο πολιτικό σύστημα. Δηλαδή θα δούμε στο τεχνοδίκτυο να συγκροτούνται "Πνύκες". "Πνύκες" μικρές, "Πνύκες" στο επίπεδο της συνολικής άρθρωσης μιας κοινωνίας. Εκεί λοιπόν η τεχνολογία, από τεχνολογία της πληροφορίας θα γίνει τεχνολογία συστήματος. Δηλαδή θα λειτουργεί για τη συγκρότηση της κοινωνίας ως σύστημα.

Θα σας πω μια πληροφορία. Ήμουν στο τέλος Νοεμβρίου στο Στρασβούργο, σε μία μεγάλη εκδήλωση που οργανώνει το συμβούλιο της Ευρώπης, «Παγκόσμιο forum για τη δημοκρατία» το λέει. Διαπίστωσα εκεί λοιπόν, ότι η μεγάλη έγνοια όλων ήταν πώς θα καταξιώσουν τις ΜΚΟ -αυτές τις συμμορίες δηλαδή που διακινούνται και οικειοποιούνται τον δημόσιο χώρο παντού- πώς θα τις καταξιώσουν ως την πεμπτουσία της δημοκρατίας. Και όλη τους η έγνοια επίσης ήταν, πώς κατασιγάσουν, πώς θα ελέγξουν τον πολίτη που κινείται ανεξέλεγκτα στο διαδίκτυο και λέει και αμφισβητεί ό,τι θέλει, γιατί αυτό αποτελεί μείζονα κίνδυνο. Προφανώς σκεφτόντουσαν ότι όταν υπήρχε μόνο η τηλεόραση, οι εφημερίδες και λοιπά, μπορούσαν εκεί να ελέγξουν τα πράγματα και να περιορίσουν το λόγο του πολίτη στο καφενείο. Όταν λοιπόν έθεσα το ζήτημα κατά πόσον πρέπει να σκεφτόμαστε με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή πώς θα ελέγξουμε την αυτονομία του πολίτη να εκφέρει τον λόγο του έστω και εξωθεσμικά μέσω του διαδικτύου, αντί να ενσωματώσουμε αυτόν τον πολίτη στο πολιτικό σύστημα ώστε να αλλάξει και η ατζέντα του (να παρεμβαίνει δηλαδή γι’ αυτό που θα αποτελεί αντικείμενο απόφασης στο πολιτικό σύστημα) επικράτησε πλήρης «αγαπητική» σιωπή… Γιατί αυτό; Διότι, θέλουν να κρατήσουν ατόφιο το πολιτικό σύστημα υπό τον έλεγχό τους, (η έννοια της δημοκρατίας που αρχίζει και τελειώνει στην εκλόγιμη μοναρχία, το σύστημα όλο δικό τους) και η κοινωνία ως ιδιώτης να μη μπορεί να εκφράζεται πέραν από τις ανοχές της. Δηλαδή πρέπει η κοινωνία να διατηρηθεί στις αντιλήψεις και το πολιτικό σύστημα του 18ου αιώνα. Αυτή η αντιδραστική αντίληψη λοιπόν των πραγμάτων, σήμερα τελειώνει. Κι εδώ έρχεται αν θέλετε και μία διάψευση όλης αυτής της παραφιλολογίας των οργουελιανών που μας λέγανε ότι η τεχνολογία είναι το μεγάλο κακό που θα μας βρει, που θα μας παρακολουθούν, και λοιπά. Προσέξτε: Η τεχνολογία είναι ουδέτερο γεγονός. Αυτό που οδηγεί στον έλεγχο δεν είναι η τεχνολογία. Είναι το σύστημα της οικονομίας και κυρίως της πολιτικής που οδηγεί στον έλεγχο της κοινωνίας. Εάν το πολιτικό σύστημα ανήκε στην κοινωνία, έστω κατά τον τρόπο της αντιπροσώπευσης, ποιος θα τολμούσε να χρησιμοποιεί την τεχνολογία κατά τον τρόπο που φαντασιωνόταν ο Όργουελ. Όταν λοιπόν περιγράφεις μόνο το γεγονός χωρίς να αγγίζεις το σύστημα σημαίνει ότι κατατρομάζεις την κοινωνία και της λες “κάτσε εκεί σταυγά σου και ιδιώτευσε και μην μπαίνεις στα πράγματα”. Προσέξτε: Εάν οδηγηθούμε σ’ αυτό που θεωρώ αναπότρεπτο, δηλαδή στη συγκρότηση μικρών ή μεγάλων "Πνυκών" (δηλαδή δήμων) στο διαδίκτυο, σημαίνει ότι επειδή η εποχή μας είναι ακόμα κρατοκεντρική (δηλαδή συγκρότηση κρατών) κι επειδή το πολιτικό σύστημα υπάρχει μόνο μέσα στα κράτη και όχι σε διακρατικό επίπεδο, τότε η αντιπροσώπευση ή η δημοκρατία αναπότρεπτα θα συναντηθεί ξανά με το έθνος! Αν καταπολεμούν οι ιδεολόγοι της διεθνούς των αγορών -αυτά τα διανοητικά προσαρτήματα που μηρυκάζουν ό,τι κατασκευάζει ο ηγεμόνας- εάν αυτό προχωρήσει και θα πάψει το έθνος να είναι ο εθνικισμός και θα είναι η πολιτισμική βάση πάνω στην οποία θα συγκροτηθεί η δημοκρατία, που θα συγκροτηθεί η αντιπροσώπευση. Δηλαδή, δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικό σύστημα, είτε μοναρχίας όπως είναι το σημερινό, είτε αντιπροσώπευσης, είτε δημοκρατίας, έξω από τα κράτη. Τα κράτη μπορούν να ασκούν εξωτερικά φασισμό αλλά στο εσωτερικό τους θα έχουν το πολιτικό σύστημα που αρμόζει στην εποχή τους. Εάν λοιπόν μεταβούμε στην αντιπροσώπευση ή στη δημοκρατία, το έθνος θα επανέλθει ως η ρίζα πάνω στην οποία θα στηριχθεί αυτό το νέο πολιτικό σύστημα. Γιατί θα είναι η κοινωνία που θα εκπροσωπεί το έθνος, θα είναι το έθνος της κοινωνίας και όχι το έθνος του κράτους. Αυτό το έθνος του κράτους στο μέτρο που τώρα ενοχλεί, η διεθνής των αγορών και τα προσαρτήματα της διανόησης το καταπολεμούν. Διότι είναι αντίθετο προς την αυτονομία της εξουσίας που διακονούν. Αυτό λοιπόν είναι το μείζον θέμα αν θέλετε της εποχής μας. Αυτό που θα έρθει μετά από τον εθισμό της κοινωνίας και την εξοικείωση όλων των θεσμών και της ίδιας της τεχνολογίας στο καινούργιο περιβάλλον που θα έρθει μετά την πανδημία.

Η ευτυχία των εξουσιών είναι ότι έχουν πετύχει (ενόψει πανδημίας) αυτό που μέχρι τώρα δεν μπορούσαν να πετύχουν. Δηλαδή την συσπείρωση του λαού στην εξουσία τους, στο λόγο τους και στις αποφάσεις τους. Η κλαίουσες Μαγδαληνές -για να χρησιμοποιήσουμε και τους ιστορικούς όρους- μέσα τους είναι ευτυχισμένες. Διότι σήμερα δεν τους αμφισβητεί κανείς. Σκεφθείτε τι έχει γίνει τα τελευταία χρόνια. Ξέρουμε ότι όλοι ψήφιζαν αντισυμβατικά. Τώρα λοιπόν όλοι συσπειρώθηκαν και τους χειροκροτούν. Αλλά προσέξτε. Είναι όπως είπα στην αρχή, είναι κάτι το οποίο είναι πρόσκαιρο. Διότι όταν θα φύγει η πανδημία και αισθανθούν οι κοινωνίες ότι μπορούν να ξαναβγούν έξω και να αναπνεύσουν, το πρώτο που θα συναντήσουν θα είναι οι συνέπειες της πανδημίας που θα είναι δικές τους. Γιατί θα έχουν απολυθεί, θα έχει πέσει το εισόδημά τους, θα έχει αποσυνδεθεί η οικονομία, θα είναι σε μία κρίση άλλου τύπου, που εκεί αν δεν την δουν έγκαιρα -και δεν ξέρω σε ποιον βαθμό ανάλογα με το πόσο θα διαρκέσει η κρίση αν μπορούν να το αντιμετωπίσουν σε πολύ κοντινό ορίζοντα- θα δούμε καθεστώς αποσταθεροποίησης και ανατροπών που δεν θα το χωράει ο νους μας. Αυτό θα είναι ένα κρίσιμο ζήτημα. Η Ιστορία διδάσκει ότι, μετά την κρίση αυτού του είδους που δημιουργεί στη συσπείρωση, όταν βγαίνει κανείς στο ξέφωτο, εκεί αρχίζουν τα προβλήματα. Γιατί εκεί ξανά οι κοινωνίες βρίσκονται αντιμέτωπες με την εξουσία από την οποία προσδοκούν και δεν έχουν. Και όταν προσδοκά κάποιος από κάποιον ο οποίος κάποιος έχει χάσει -και δεν είναι αυτός που δεν είχε, είναι αυτός που έχει χάσει- τότε τα πράγματα δυσκολεύουν.  Θα σας το πω με ένα παράδειγμα. Τι σημαίνει να έχει χάσει κανείς; Εάν σε έναν πεινασμένο της Αφρικής που δεν έχει σήμερα να φάει ούτε ψωμί του δώσετε πέντε καρβέλια ψωμί, θα σας είναι ευγνώμων. Εάν σε έναν της μεσαίας τάξης ή σε έναν της ανώτερης τάξης που είχε και έχασε τον φέρεις αντιμέτωπο με την ανέχειά του, τότε αυτός δε θα σου είναι ευγνώμων ακόμα κι αν του δώσεις πέντε καρβέλια ψωμί. Θα εγερθεί εναντίον σου διότι παρ’ όλον ότι θα προέρχεται από την πανδημία -ένα τρίτο γεγονός- το αποτέλεσμα αυτό της ανέχειάς του, θα τον δείτε να ξεσηκώνεται και να αξιώνει αυτό το οποίο δε θα μπορείτε να δώσετε τότε. Θέλετε να σας πω κι ένα πολύ ωραίο που έχει να κάνει με την ιστορικότητα αυτού ελληνικού λαού που αρνούνται; Βρισκόμαστε στον 9ο προς 10ο αιώνα, στο Βυζάντιο. Ένας Κινέζος που επισκέπτεται το Βυζάντιο, σχολιάζει στη συνέχεια: “Τι είναι αυτοί οι άνθρωποι εδώ πέρα; Οι οποίοι έχουν έναν βασιλεία σήμερα από ένα γένος, άλλον αύριο από άλλη οικογένεια, μετά έναν τρίτον και που, εάν ακόμα και ο καιρός τους να μην πάει καλά και καταστρέψει τη σπορά φταίει ο βασιλιάς και τον ανατρέπουν και φέρνουν άλλον; Εμείς έχουμε έναν τον οποίον το έχουμε εκεί εγκατεστημένο βρέξει-χιονίσει και δεν του καταλογίζουμε ποτέ τις ευθύνες του γι’ αυτά τα φυσικά φαινόμενα”. Ε λοιπόν, αυτή είναι η διαφορά μεταξύ ανθρωποκεντρισμού, δηλαδή κοινωνικών εν ελευθερία που ζουν στη δημοκρατία και κοινωνιών δεσποτικού/φεουδαλικού τύπου που ήταν η κινεζική κοινωνία. Κάτι ανάλογο μπορούμε να δούμε σήμερα στη σχέση της ελληνικής κοινωνίας με τις ευρωπαϊκές. Εδώ η αλήθεια του κράτους είναι το ψέμα της κοινωνίας. Εκεί η αλήθεια του κράτους είναι και η αλήθεια της κοινωνίας. Διότι το κράτος τους απελευθέρωσε από τα δεινά της φεουδαρχίας. Εδώ, το κράτος ήρθε ως δυνάστης επί της κοινωνίας. Και ως δυνάστη, δε μπορεί ποτέ να αισθάνεται η κοινωνία ευεργέτη. Εκτός κι αν αποκτήσει το σύνδρομο της Στοκχόλμης. Που ευτυχώς η ελληνική κοινωνία έχει αποκτήσει πολλές άλλες ιδιαιτερότητες αλλά σ’ αυτό δεν έχει φτάσει ακόμα. Έχω εξηγήσει πως, στην Ευρώπη οι πολιτικές του κράτους είναι αποτέλεσμα συσχετισμών. Άρα, είναι ταξικά οριοθετημένο στις πολιτικές του. Αλλά οι ταξικές πολιτικές έχουν κι ένα πεδίο συμβιβασμών για να επιτυγχάνεται η συνοχή της κοινωνίας, η συναίνεση.  Άρα λοιπόν, υπάρχει περιθώριο για την ύπαρξη, τη λειτουργία του κράτους δημοσίου χώρου. Δεν υπάρχει θέση για το δημόσιο χώρο, διότι το κράτος έχει φροντίσει να αποδομήσει την κοινωνική συλλογικότητα και έχει φροντίσει να μη διατηρεί, να μην επιτρέπει, κατήργησε μια ολόκληρη αστική τάξη που ήταν οικουμενική στον μείζονα ελληνισμό, δεν της επέτρεπε να μπει μέσα, διότι θα ήταν ενοχλητική για την κομματοκρατία. Δηλαδή για την πλήρη ιδιοποίηση του πολιτικού συστήματος. Το ελληνικό κράτος είναι απέναντι στην κοινωνία. Κάποτε πρέπει να το αντιληφθούμε, ότι όταν αντιμάχονται το έθνος, αντιμάχονται τις πολιτικές που θα είναι συναρτημένες με το συμφέρον και τη βούληση της κοινωνίας. Άρα με το εθνικό συμφέρον. Αυτό τους ενοχλεί και γι’ αυτό βρισκόμαστε στο πεδίο αυτό που βρισκόμαστε, να θέλουμε μέσα από επιτροπές που αποτελούν τη ντροπή του έθνους, αυτές οι επιτροπές να μας εισηγούνται ότι ο επόμενος πατριωτισμός και η επόμενη εθνική αναφορά του χώρου θα έχει να κάνει με την αλλαγή λαού.

Κάθε ιστορική εξέλιξη μεγάλου διαμετρήματος, κάνει το άλμα προς τα εμπρός μέσα από κρίση και οπισθοδρόμηση. Η ανάγκη κάνει τον άνθρωπο να σκεφθεί τις επόμενες λύσεις. Και αυτό που δημιουργείται μέσα στην κρίση, όπως τώρα η τεχνολογία της επικοινωνίας, είναι αυτό που δημιουργεί τις προϋποθέσεις  ώστε να ιππεύσει η κοινωνία και να πάει μπρος. Αυτό που είναι κεντρικό ζήτημα σήμερα είναι η διάσταση μεταξύ αυτών που κατέχουν το σύστημα –άρα που κατέχουν και την ηγεμονία επί της κοινωνίας και έχουν φτάσει στο ακραίο της όριο όπως η Ιερά Συμμαχία τον 18ο  και μετά τον 19ο αιώνα- και της κοινωνίας που όπως είπα ζει ακόμα στον αξιακό σύστημα του 18ου αιώνα και την κρατούν ερμητικά εκεί. Γι’ αυτό και μέσα από ιδεολογικές αλχημείες που μας λένε ότι είναι δημοκρατία το σημερινό σύστημα αλλά είναι και συγχρόνως αντιπροσώπευση, ας μας φέρουν όποιον θεό θέλουν να μας πουν αν μπορεί να κάνει αυτό το θαύμα! Τρία συστήματα σε ένα. Να κυβερνάει ο Μητσοτάκης ή ο Τσίπρας, να κυβερνάει συγχρόνως η κοινωνία και συγχρόνως να έχουν χωρίσει και τις αρμοδιότητές. Ο ένας εντολέας κι ο άλλος εντολοδόχος. Είναι γελοιότητες αυτά. Αλλά όμως αυτά έχουν επικρατήσει και διδάσκονται στα πανεπιστήμια στην εκπαίδευση. Αυτά λοιπόν, γιατί πολλοί λένε ότι είναι θέμα παιδείας. Όχι! Είναι ζήτημα ανάγκης. Όταν οι κοινωνίες μέσα απ’ την ανατροπή των συσχετισμών παθαίνουν την ανήκεστη βλάβη, σκέφτονται πώς θα πάνε στο μέλλον. Και σήμερα οι κοινωνίες στη Δύση, είναι πολύ πιο μπροστά απ’ τη διανόηση κι απ’ τις πολιτικές τους ηγεσίες. Γιατί αυτές υφίσταται τις συνέπειες. Θα έχουμε λοιπόν μία καθίζηση, βεβαίως, αλλά το αισιόδοξο μήνυμα είναι ότι, σε έναν μεσοπρόθεσμο ορίζοντα θα πάμε στην επόμενη μέρα. Ας ελπίσουμε ότι αυτό θα γίνει με σταθερό και εξελικτικό τρόπο και όχι με βίαιο, γιατί πολύ φοβάμαι ότι οι άμυνες, οι αντιστάσεις των ηγεμόνων θα θελήσουν να επιβάλουν καταστάσεις που σημαίνει στο τέλος ότι θα έχουμε αιματοχυσίες. Το απεύχομαι.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ




Γ. Κοντογιώργης : Η νέα πραγματικότητα , οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι με το τέλος της πανδημίας

Ο καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Γιώργος Κοντογιώργης μιλώντας στον 98.4 , προσέγγισε το ζήτημα το πώς η συσπείρωση των κοινωνιών σήμερα γύρω από τις πολιτικές ηγεσίες , ελέω της παγκόσμιας διάστασης της πανδημίας του κορωνοιού , αποτελεί την έναρξη κοινωνικών διεργαισών με το τέλος του «συναγερμού» για την νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται , όπου κυρίαρχα η εργασία και μάλιστα η εξαρτημένη μετατρέπεται ραγδαία σε υπηρεσία έργου. Το αν οι κοινωνίες θα οδηγηθούν βιαίως στο νέο μετασχηματισμό ή με διαδικασίες όπου οι ίδιες θα έχουν κυρίαρχο ρόλο , ιδίως μπέσα από διαδικτυακές δημοκρατικά οργανωμένες «τεχνολογικές Πνύκες» που έτσι όμως θα ενδυναμώνουν την έννοια του έθνους σε ένα διατύπωσε, είναι το ανοιχτό στοίχημα. Όπως είπε ο κ. Κοντογιώργης, τέτοιοι ριζικοί μετασχηματισμοί, όπως αυτός που επέρχεται με το πέρας του συναγερμού για την πανδημία, αρχικά οδηγούν σε πισωγύρισμα τις κοινωνίες, αλλά είναι πολύ πιθανό παρά τον κίνδυνο για βίαιες μετατροπές, επειδή οι κοινωνίες ιδίως στη Δύση, έχουν ξεπεράσει πλέον σε ικανότητα και προοπτική τα πολιτικά τους συστήματα, να οδηγηθούμε σε μια νέα πραγματικότητα προς όφελος των κοινωνιών , διαφορετικά το κύμα ανεργίας και φτώχειας μετά την πανδημία , μπορεί να οδηγήσει σε βίαιες καταστάσεις και ανατροπές. 




Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020


Γιώργος Κοντογιώργης

Ο Ρήγας, η εποχή του και το μέλλον του σύγχρονου κόσμου - 18.6.2016





Ομιλία του Ομότιμου Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργου Κοντογιώργη με θέμα «Ο Ρήγας, η εποχή του και το μέλλον του σύγχρονου κόσμου», η οποία έγινε στις 18.6.2016, στο πλαίσιο Ημερίδας - Αφιερώματος στη διαχρονικότητα της σκέψης και των μηνυμάτων του Ρήγα Βελεστιλνή με θέμα «Ρήγας, ο οικουμενικός Έλληνας», που διοργάνωσε το Ιστορικό Αρχείο - Μουσείο Ύδρας.
Η απομαγνητοφώνηση της ομιλίας έγινε από την Ελένη Ξένου.


Γιώργος Κοντογιώργης:
Ο Ρήγας σήμερα, εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται υπό μία διπλή οπτική -αν θέλετε. Η μία για το γεγονός ότι ήταν ένας εμπνευστής της επαναστατικής λύσης του ελληνικού προβλήματος, της εθνικής ανεξαρτησίας και, ο άλλος, για το γεγονός –όπως διατείνονται- ότι ήταν ένας μεταπράτης των ιδεών του Διαφωτισμού (των δυτικοευρωπαϊκών ιδεών).

Θα ερωτηθώ, εάν το ελληνικό παράδειγμα προσφέρεται για διαφορετική εξέταση. Ξέρετε, η μετάβαση στη νεότερη εποχή (στην νεωτερικότητα όπως λέγεται) είχε δύο δρόμους. Ο Δυτικός (αυτός που σηματοδοτεί την έξοδο από τη φεουδαρχία με τα στάδια της Γαλλικής Επανάστασης του Διαφωτισμού και της νεότερης εποχής) και ο ελληνικός, που έρχεται απ’ ευθείας από το ελληνικό κοσμοσύστημα της αρχαιότητας και συνεχίζει με τους ίδιους όρους στην περίοδο του Βυζαντίου και στη συνέχεια. Ο ένας επικράτησε και ηγεμόνευσε, ο άλλος ηττήθηκε. Και, εδώ ακριβώς υπεισέρχεται η περίπτωση του Ρήγα που μας επιτρέπει να συγκρίνουμε τα δύο παραδείγματα τα οποία αναφέρονται σε κοινωνίες εν ελευθερία, το παράδειγμα το ελληνικό και το παράδειγμα της αναγεννώμενης -όπως λέγεται- Ευρώπης, δηλαδή των ανθρωποκεντρικών θυλάκων, των θυλάκων της ελευθερίας, που άρχισαν να γεννιούνται σιγά σιγά και να αναπτύσσονται, να κινούν τη δυναμική των Δυτικών κοινωνιών μέσα στην απολυταρχία, στην κρατική δεσποτεία.

Ο Ρήγας, επέλεξε να στρέψει την προσοχή του από την Ρωσία στη Γαλλία. Και μάλιστα να διαλέγεται με τους πιο ριζοσπαστικούς πυρήνες της Γαλλικής Επανάστασης που ήταν οι Ιακωβίνοι. Αυτό, μας επιτρέπει να δούμε πόσο πολύ επηρεαζόταν από τους θιασώτες της ριζοσπαστικής εκδοχής (έχει σημασία ποιους επέλεξε να έχει συνομιλητές) και, για να δούμε ακριβώς ποια ήταν η δική του οπτική για τα πράγματα. Ήταν μεταπράτης των ιδεών -της έστω ριζοσπαστικής εκδοχής- της Γαλλικής Επανάστασης ή κάτι άλλο; Τι προτείνουν -όπως μας λένε οι ίδιοι οι μαθητές, οι σύντροφοι του Ρήγα- όταν συλλαμβάνονται στην Τεργέστη και ανακρίνονται από τις αυστριακές αρχές; Τους ρωτούν γιατί(;) εκθειάζουν τους Ιακωβίνους και το γαλλικό σύνταγμα (τη Γαλλική Επανάσταση). Και αυτοί απαντούν: διότι εμπνέονται -οι ίδιοι το λένε- από το σύνταγμα του Σόλωνα. Εμείς όμως, δεν υιοθετούμε το σύνταγμα του Σόλωνα, αλλά το σύνταγμα της δημοκρατίας (λένε).

Για να διευκρινίσω: Το σύνταγμα των Ιακωβίνων, είναι αυτό που επικρατεί σήμερα σε όλες τις χώρες του κόσμου. Δηλαδή, ένα μη αντιπροσωπευτικό και μη δημοκρατικό πολιτικό σύστημα. Που, στην πραγματικότητα, δίνει εκλογική νομιμοποίηση κι όχι ιδιοκτησιακή αναφορά -όπως ήταν η απόλυτη μοναρχία- σε αυτούς οι οποίοι ασκούν τις ίδιες αρμοδιότητες που είχε κι ο απόλυτος μονάρχης (μία εκλόγιμη μοναρχία). Αυτό, το διευκρινίζει η ίδια η επιχειρηματολογία, η λογική των ανθρώπων του Ρήγα. Αλλά το δηλώνει και το ίδιο το σύνταγμα του Ρήγα.
Τι προβλέπει το σύνταγμα του Ρήγα: (Για να δούμε με πόση αυτονομία διαπραγματευόταν τη δική του εκδοχή για την απελευθέρωση της χώρας σε σχέση με τους ριζοσπάστες της Γαλλικής Επανάστασης). Ο Ρήγας, προτείνει την δημιουργία μίας οικουμενικής κοσμόπολης. Δηλαδή την ανασύσταση του κράτους των Ελλήνων, το οποίο επικράτησε μετά τον Αλέξανδρο και που το γνωρίζουμε με καθαρό τρόπο στην περίοδο του Βυζαντίου. Αυτή η παρεξηγημένη περίοδος η οποία είναι λαμπρή στο πολιτειακό και σε πολλά άλλα μέρη. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι έχει πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι, οι Έλληνες στην περίοδο της τουρκοκρατίας ζουν σε αυτό που λέγεται κοινοτικό φαινόμενο, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πόλεις-κράτη της αρχαιότητας όπως μεθαρμόστηκαν και προσαρμόστηκαν στην επόμενη περίοδο και που είναι το ζωντανό κύτταρο των κοινωνιών του ελληνισμού. Αυτό λοιπόν το γεγονός, με τη συνεκτίμηση επίσης του γεγονότος ότι η πόλις/το κοινό είναι συγχρόνως και δημοκρατικά συντεταγμένο (δηλαδή με όρους αυτοκυβέρνησης) είναι ο πυρήνας της σκέψης του Ρήγα. Ο Ρήγας δεν έχει μπροστά του όπως οι Ιακωβίνοι ένα επαναστατικό σχέδιο ανατροπής της φεουδαρχίας των δουλοπαροίκων για να δημιουργήσει πολίτες. Έχει μπροστά του πολίτες που αυτοκυβερνιόνται με όρους δημοκρατίας. Ποια είναι η διαφορά σε σχέση με το πολιτειακό πρόταγμα του Ρήγα -αυτής της δημοκρατικής κοσμόπολης- και του ιστορικού παρελθόντος; Έχει δύο μεγάλες διαφορές με το παρελθόν. Ότι θέλει σε όλες τις πόλεις-κοινά να εφαρμόζεται η δημοκρατία και όχι κατά τους εσωτερικούς συσχετισμούς και, από την άλλη μεριά, η κεντρική πολιτεία να μη συγκροτείται από τη μητρόπολη (Κωνσταντινούπολη στην περίοδο του Βυζαντίου) αλλά από το σύνολο των πολιτών της επικράτειας. Δείτε στο πολιτικό επίπεδο τη διαφορά, για να συγκρίνουμε και με το σημερινό παράδειγμα το πρόταγμα του Ρήγα. Ο Ρήγας θεωρεί ότι η βουλή και η κυβέρνηση είναι νομοπαρασκευαστικά όργανα σε μια νομοθετική διαδικασία στην οποία αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό -όπως έχει τη νομοθετική πρωτοβουλία επίσης- ο λαός. Ο αυτοκράτορας λαός! Μας λέει και τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες θα συντελεστεί αυτό το γεγονός. Επίσης, στο επίπεδο της οικονομίας, προτείνει ένα συμβιβαστικό σημείο σεισάχθειας, που, κατατείνει με την απελευθέρωση στο να διαγράψει οτιδήποτε έχει να κάνει με δάνεια ατόμων ή κοινών που έχουν υπερβεί σε επίπεδο τόκων το ίσο μέρος του κεφαλαίου κι αυτό, για να δώσει μία νέα εκκίνηση στην οικονομία. Όπως επίσης δέχεται την εταιρική οικονομία κι όχι την ιδιοκτησία του συστήματος από αυτόν που κατέχει το κεφάλαιο. Είναι το εταιρικό σύστημα που επικράτησε από τους ελληνιστικούς χρόνους και ιδίως έγινε καθεστώς στην περίοδο του Βυζαντίου και, κατηργήθη δυνάμει αυτού η δουλεία. Αυτό λοιπόν το σύστημα και πολλά άλλα όπως η έννοια του κοσμοπολίτη -που είναι θεσμική ιδιότητα του πολίτη της πόλης/του κοινού στο επίπεδο της συνολικής επικράτειας που είναι η κοσμόπολη κι όχι αυτό που θεωρείται σήμερα, δηλαδή η απελευθέρωση από την θεσμική ιδιότητα του πολίτη- είναι το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται ο Ρήγας. Θα ερωτηθώ: Είναι επαναστατικό το σχέδιο αυτό; Σε σχέση με τον ελληνισμό και τα βιώματά του όχι. Μόνο στο εθνικό επίπεδο. Να φύγουν οι Οθωμανοί και να προσαρμοσθεί στο κεντρικό πολιτειακό σύστημα (στις πραγματικότητες της δημοκρατίας) και συγχρόνως να αποκαθαρθεί το σύνολο του ελληνισμού από τις αγκυλώσεις της οθωμανικής δεσποτείας. Αλλά η βάση είναι αυτή. Συγχρόνως, δεν υιοθετεί το πρόταγμα των Δυτικών για την ομοιογένεια, δηλαδή την εξαφάνιση του διαφορετικού όπως συμβαίνει ακόμα και σήμερα στις διάφορες εθνικές κοινότητες από τη Γαλλία μέχρι την Τουρκία μέχρι όλον τον κόσμο. Είναι υπέρ της πολυσημίας. Αναγνωρίζει την εθνική στέγη που ανάγεται στον ελληνισμό (η ελληνική ταυτότητα) αλλά συγχρόνως, αποδέχεται την αυτονομία των επί μέρους εθνοτικών κι όχι εθνικών ομάδων που θεωρεί ότι έχουν αυτή τη στέγη την ελληνική, τη γλώσσα και την εκπαίδευση και τις αξίες. Και, στο πλαίσιο αυτό αποδέχεται ακριβώς ότι μπορούν όλοι να στεγαστούν σε αυτήν την κοσμοπολιτειακή οντότητα και να έχουν τις εσωτερικές ελευθερίες οι οποίες αρμόζουν στον ελληνικό κόσμο.

Βλέπετε δηλαδή ότι, η διαφορά μεταξύ αυτού που είναι το Δυτικό παράδειγμα που ζούμε σήμερα κι αυτού που είναι το ελληνικό παράδειγμα το οποίο υπόσχεται ο Ρήγας, είναι τεράστια. Ο Ρήγας θέλει αποκατάσταση της κοσμοπολιτειακής οικουμένης. Δεν θέλει να φτιάξει εκ του μηδενός πολίτες διότι πολίτες είναι -και μάλιστα όχι υπήκοοι- αλλά, πολίτες με την έννοια της δημοκρατίας. Συγχρόνως πρέπει να πω ότι, το πρόταγμα του Ρήγα δεν είναι ουτοπικό. Γιατί πολλοί θα λέγανε ότι, “Ναι αλλά πώς μπορεί να γίνει, αφού ούτε και σήμερα δε μπορεί να γίνει αυτή η δημοκρατία; Αφού δεν τη διεκδικεί κανείς”; Αυτό είναι λάθος! Ήταν βίωμα του ελληνικού κόσμου της εποχής ως ιστορική πραγματικότητα, την οποία έζησε μέχρι την οθωνική περίοδο. Επομένως, το πρόταγμα του Ρήγα, η ελληνική δημοκρατία του Ρήγα όπως προβάλλει, δεν απέτυχε επειδή ήταν ουτοπική, αλλά διότι ηττήθηκε ο ελληνισμός στην Επανάσταση. Αυτή η συντριπτική ήττα του ελληνισμού κάνει και τη διαφορά της προ-επαναστατικής περιόδου ή της περιόδου που αφορά τον μείζονα ελληνισμό έξω από το κράτος και, του νεοελληνικού κράτους. Μας επιτρέπει δηλαδή, να σκεφθούμε από πού ερχόμαστε και πού καταλήξαμε. Τι είναι αυτό το οποίο καθιέρωνε τον ελληνικό κόσμο υπό καθεστώς οθωμανικής εθνικής κατοχής να ηγεμονεύει ουσιαστικά σε τρεις αυτοκρατορίες οικονομικά και πολιτικά και να έχει διανοητική από κάθε άποψη αυτονομία ως προς τον τρόπο της σκέψης και της διαχείρισης των υποθέσεών του και, πού καταλήξαμε σήμερα.

Θα σας επικαλεστώ δύο παραδείγματα τα οποία έχουν πολύ μεγάλη σημασία για να γνωρίζουμε το τις πταίει και πού υπάρχει η λύση. Το ένα αφορά ένα υπόμνημα ενός Γάλλου προξένου στη Λεμεσό. Δηλώνει ο Γάλλος πρόξενος στις γαλλικές αρχές, ότι είναι επείγον -κι αυτή είναι η ουσία του Ανατολικού ζητήματος (1878)- να θρυμματίσουμε την οθωμανική αυτοκρατορία σε μικρά εθνικά κράτη, διότι διαφορετικά είναι προδιαγεγραμμένο ο ελληνικός κόσμος οικειοποιηθεί την οθωμανική αυτοκρατορία (αυτό άλλωστε ήταν και το πρόταγμα του Ρήγα και των άλλων έναν αιώνα πριν) και να δημιουργήσουν ένα κράτος που θα είναι ισάξιο των δυνάμεών του, αλλά δυσανάλογα μεγάλο για τις δικές μας βλέψεις για την ηγεμονία του κόσμου. Και από την άλλη μεριά, ο θαυμασμός σε ένα κείμενο/άρθρο του Ντοστογιέφσκι την ίδια περίοδο, τέλος του 19ου αιώνα, που διαλογίζεται για το ποιον δρόμο πρέπει να επιλέξει η Ρωσία. Και απαντά, ότι, έχουν τον γερμανικό ή τον ελληνικό (δεν επικαλείται άλλον). Αλλά, ο γερμανικός που είναι αυτός των Γερμανών -δηλαδή ενός άξεστου λαού που έχει πολλά αρνητικά χαρακτηριστικά δεν τους ενδιαφέρει. Να επιλέξουμε -λέει- τον ελληνικό δρόμο. Διότι είναι έμποροι, είναι αστοί, είναι πολιτισμένοι, έχουν αισθητική, έχουν πάρα πολλά καλά στοιχεία. Αλλά, κάνει και μια υποσημείωση (είναι η εποχή του πανσλαβισμού). Τέλειωσε -λέει- η εποχή που οι Έλληνες είχαν τη δυνατότητα να ελέγξουν τα πολιτικά πράγματα της Ρωσίας και να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη. Τώρα τη θέλουμε για τον εαυτό μας.

Αυτό, δείχνει ακριβώς, ότι όταν διαλογιζόμαστε σήμερα τις πταίει για τη σημερινή κατάντια της ελληνικής χώρας και, προσάπτουμε στις κληρονομιές μας τις πραγματικότητες αυτές, κάτι δεν πάει καλά. Επιδιώκουμε δηλαδή να δώσουμε σε λάθος ασθενή το φάρμακο γι’ αυτό το οποίο συμβαίνει. Γι’ αυτό και επί δύο αιώνες δεν έχει γίνει κατορθωτό αυτό το κράτος να κάνει την παραμικρή θεραπεία. Να προσαρμοστεί -έστω- στο πρότυπό του, στην εκλόγιμη μοναρχία της Ευρώπης. Εν ολίγοις, και τελειώνω, το κράτος αυτό δημιουργήθηκε στο όνομα του εξευρωπαϊσμού, ως ένα θνησιγενές και διαλυμένο κοινωνικά μόρφωμα κι ως προτεκτοράτο υπό καθεστώς εθνικής κατοχής –ακόμη- γιατί οι Έλληνες ήταν… "αναρχικοί" και δεν μπορούσαν να κυβερνηθούν. Δηλαδή, στο όνομα της προόδου κατηργήθη η δημοκρατία σε επίπεδο κορυφής, για να επιβληθεί η απόλυτη μοναρχία (η κρατική δεσποτεία) και η πρώτη πράξη αυτής της κρατικής δεσποτείας της οθωνικής που είχε και στρατό κατοχής όπως ξέρουμε, ήταν να καταργήσει με έκφραση απέχθειας τα κοινά και τη δημοκρατία μέσα στα κοινά. Διότι δεν μπορεί -λέει- αυτός ο "εγωπαθής" ο "αγράμματος" -και άλλα τινά που στόλισαν τον κοινό λαό- να ασκεί αυτό το ευγενές λειτούργημα της πολιτικής. Το να είναι η πολιτική υπεράνω του νόμου -αυτό που ο Ρήγας βεβαίως το απέρριπτε μετά βδελυγμίας διότι είχε επίγνωση τι λέει ο Αριστοτέλης, ότι αυτοί που διαπράττουν τα μεγάλα αδικήματα και συλλογικά πρέπει να τιμωρούνται αυστηρότερα από τους άλλους- αυτό το παράδειγμα λοιπόν, καθιερώθηκε ως στίγμα δημοκρατικής αναφοράς της κοινωνίας. Το να είναι δηλαδή η πολιτική τάξη (άρα το πολιτικό σύστημα) υπεράνω του νόμου. Αυτό λοιπόν το φαινόμενο είναι που σήμερα ταλανίζει. Δηλαδή, η διάρρηξη της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που ταλανίζει το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Διότι οτιδήποτε δεν εξαναγκάζεται στον τρόπο του πολιτεύεσθαι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οδηγείται στην αυτονομία. Όταν καταργήθηκε λοιπόν η θεσμιμένη συλλογικότητα της ελληνικής κοινωνίας τι συνέβη; Ο πολίτης έτρεχε να βρει τον πολιτικό διότι αυτός είχε την αρμοδιότητα κι όχι ο δήμος. Αποτέλεσμα, ήταν ότι η πολιτική έπαψε να έχει αναφορά στη συλλογικότητα και είχε αναφορά στην πελατειακή σχέση.

Το δεύτερο και μεγάλο ρήγμα με τον ιστορικό ελληνισμό, είναι το γεγονός ότι αυτή η πολιτική τάξη δεν θέλησε ποτέ (το πολιτικό σύστημα δηλαδή που καλλιεργεί αυτό το γεγονός) δεν θέλησε ποτέ να δεχθεί στους κόλπους του την ελληνική οικουμενική αστική τάξη. Γι’ αυτό και βλέπουμε σήμερα να ιστορείται ο ελληνισμός δυνάμει των πεπραγμένων του κράτους και όχι το κράτος δυνάμει των πεπραγμένων του ελληνισμού. Η διαφορά είναι τεράστια! Και η ευθύνη της διανόησης γι’ αυτό είναι επίσης κολοσσιαία!

Αν λοιπόν θέλουμε να δούμε τον Ρήγα, θα τον δούμε στα εξής επίπεδα: Πρώτον, στο γεγονός ότι εισηγείται ένα παράδειγμα δημοκρατικής πολιτείας στη μεγάλη κλίμακα κι όχι απλώς στην πόλη. Πράγμα που σημαίνει ότι διακρίνει την μετάβαση από τις πόλεις, τις κοινωνίες των πόλεων που ζούσαν την εποχή, στη μεγάλη κλίμακα των κρατών εθνών. Δεύτερον, στο γεγονός ότι διδάσκει ακόμα και σήμερα το μέλλον. Με ποια έννοια διδάσκει το μέλλον; Μας λέει ότι, όσο περισσότερο αυτονομούνται οι αγορές (η οικονομία δηλαδή μεθαρμώζεται και γίνεται σύστημα που δεν έχει σχέση άμεση με την παραγωγική βάση μέσα στη χώρα) τόσο οι κοινωνίες για να αντισταθμίσουν την δύναμη της οικονομίας, επιδιώκουν να μπουν στην πολιτική ως θεσμικοί παράγοντες για να είναι αναγκαίοι οι εταίροι στη λήψη των αποφάσεων. Αυτό είναι οφθαλμοφανέστατο μέσα στην λογική της ίδιας της ελληνικής δημοκρατίας δηλαδή του συντάγματος του Ρήγα, αλλά προκύπτει κι από τη σημερινή πραγματικότητα. Ξέρετε, οι αγορές (η οικονομία) έχουν μεταβεί στο μέλλον και έχουν αποκτήσει αυτό που έχει και η πολιτική τάξη. Δηλαδή αυτορρύθμιση. Άρα, μη υπαγωγή σε ένα κράτος δικαίου. Ενώ οι κοινωνίες παραμένουν δέσμιες στο διατακτικό του Διαφωτισμού, δηλαδή των Ιακωβίνων που τότε θεωρούνταν επαναστάτες. Με άλλα λόγια, παραμένουν στην ιδιωτεία και αναμένουν μέσα από τους συσχετισμούς του δρόμου και όχι μέσα από τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων να επηρεάσουν τα πολιτικά πράγματα.

Αυτή η διδαχή του Ρήγα είναι νομίζω κρίσιμη, όχι μόνο για την ελληνική περίπτωση για να ξέρουμε την αιτία της ελληνικής κακοδαιμονίας που είναι το αναντίστοιχο και προ-πολιτικό κράτος προς τη δημοκρατική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας που έχει κληρονομήσει, αλλά και για το σύνολο πια του δυτικού κόσμου. Επομένως, είναι ένα παράδειγμα το οποίο χρίζει περεταίρω μελέτης υπό αυτό το πρίσμα και μέσα από το παράδειγμα της μελέτης του Ρήγα, της ανασυγκρότησης και της ανάκτησης του ελληνικού παραδείγματος το οποίο είναι το μόνο που διδάσκει την πρόοδο και όχι οι αναφορές στον όποιον Διαφωτισμό. Διαφωτισμός, στην ελληνική πραγματικότητα δεν υπήρξε. Ο Διαφωτισμός αφορά στη Δύση που ήταν η σκέψη που είχε να κάνει με το πώς από τη φεουδαρχία θα μεταβούμε σε ένα κράτος που θα είναι λιγότερο απολυταρχικό με την ατομική και μόνο ελευθερία και ορισμένα κοινωνικοπολιτικά δικαιώματα. Εδώ έχουμε πνευματική απογείωση. Διότι δεν έχουμε μετάβαση από τη φεουδαρχία. Είναι το άλλο παράδειγμα μεταφοράς του κόσμου που απέτυχε, από τον ελληνικό ανθρωποκεντρικό κόσμο της μικρής κλίμακας των πόλεων, στη μεγάλη κλίμακα των κρατών-εθνών που ζούμε σήμερα.

Σας ευχαριστώ.




Γ. Κοντογιώργης - Ο Ρήγας, η εποχή του και το μέλλον του σύγχρονου κόσμου - 18.6.2016