Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2019

Γεώργιος Δ. Κοντογιώργης
Η Σημασία του Έθνους στον 21ο Αιώνα



Γεώργιος Δ. Κοντογιώργης

Η Σημασία του Έθνους στον 21ο Αιώνα

Ιανουάριος 2016
enLogois
https://vimeo.com/151285877?ref=fb-share&fbclid=IwAR3gZTXrbRcClEK8fYHuTWulwGvddBxZN93UuPdiI8lSsSsLDZlJMEs_vw8
|Απομαγνητοφώνηση διάλεξης, Ελένη Ξένου|

Να σας ευχαριστήσω θερμά για την πρόσκληση και την ευκαιρία που μου δίνετε να συζητήσουμε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα για την εποχή μας. Θα υποστηρίξω ότι, το έθνος, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, είναι σήμερα όχι μόνο χρήσιμο αλλά και απολύτως αναγκαίο. Θα εξηγήσω γιατί. Αφού διευκρινίσω ότι, όπως όλα τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής, έχει αλλάξει και το έθνος, σε σημαντικό βαθμό, περιεχόμενο ως προς τα στοιχεία που το συνθέτουν αλλά και ως προς τον ρόλο που καλείται να παίξει. Θα σας πω μόνο ένα παράδειγμα που αφορά στην εποχή μας. Τον 18ο και κυρίως τον 19ο αιώνα, αναδείχθηκε το έθνος του κράτους. Το έθνος του κράτους, διεκδικούσε για το κράτος ως νομικό πλάσμα και, εν μέρει για την κοινωνία, έναν ρόλο, που, τοποθετούνταν στον αντίποδα, απέναντι, στην απολυταρχία. Να μην είναι το κράτος ο “Λουδοβίκος”, αλλά να είναι ένα νομικό πλάσμα του οποίου οι νομείς και οι διακινητές, αυτοί που θα το διαχειρίζονταν, θα είχαν και μία σχετική λαϊκή νομιμοποίηση· ή αναφορά ας πούμε. Αυτό είναι το έθνος του κράτους. Στην εποχή μας, έχει τελειώσει αυτή η περίοδος της πρωτο-συγκρότησης των εθνικών κοινωνιών που αποτέλεσαν τη βάση και τη δημιουργία του σύγχρονου κρατοκεντρικού συστήματος των κρατών εθνών. Στην εποχή μας, το έθνος, έρχεται να συγκροτήσει τη βάση, την αιτιολογία της συλλογικότητάς μας. Μετακινείται δηλαδή η αναφορά στο έθνος από το κράτος στην κοινωνία. Από το έθνος του κράτους, μεταβαίνουμε στο έθνος της κοινωνίας. Γιατί αυτό; Γιατί, στις καινούργιες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί και έχουν κάνει έκδηλη την παρουσία τους από την δεκαετία του 1990, διαπιστώνουμε ορισμένα φαινόμενα τα οποία έχουν κολοσσιαία σημασία ως προς τις επιπτώσεις τους για τις κοινωνίες. Τι είναι αυτό το φαινόμενο; Γιατί μιλάμε για κρίση από τότε. Γίνονται οβιδιακές μεταβολές στον κόσμο. Καταρρέει ο υπαρκτός σοσιαλισμός. Παύει να έχει εθνοκεντρική ή κρατοκεντρική αναφορά, η οικονομία, η επικοινωνία και λοιπά. Δηλαδή, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τον 19ο- 20ο αιώνα, που είχαμε τον αγώνα για τη συγκρότηση των κοινωνιών εν ελευθερία, (και γι’ αυτό έχουμε, όπως θα δούμε, την έννοια του έθνους του κράτους, οι κοινωνίες ψάχνουν να συγκροτηθούν ως ελεύθερες οντότητες, τα μέλη τους δεν έχον ρόλο στα πολιτικά πράγματα, ατομική ελευθερία διεκδικούσαν) έχουμε φτάσει σε μία εποχή, που κι αυτό ακόμα που θεωρήθηκε κατάκτηση, να γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Δηλαδή, να υπάρχουν δυνάμεις οι οποίες να κατατείνουν στο να το ακυρώσουν· να το καταργήσουν. Βλέπουμε ότι η εργασία σήμερα, από ρύθμιση δημοσίου δικαίου γίνεται εμπόρευμα. Όσο όσο. Είτε πουλήσουμε πορτοκάλια είτε εργασία, είναι ένα και το αυτό. Θα αποτιμηθεί με βάση την προσφορά και τη ζήτηση. Η διαφορά είναι ότι στο ένα έχουμε πράγμα, στο άλλο έχουμε ανθρώπινη οντότητα. Παύει δηλαδή να έχει ανθρωποκεντρικό πρόσημο η εποχή μας. Γιατί αυτό; Διότι, δεν ζούμε τον ίδιο χαρακτήρα της κρίσης που ζήσανε στις προηγούμενες περιόδους· όπως το 1929. Εκεί ήταν κρίση που είχε να κάνει με την εμπέδωση του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα των κοινωνιών. Των κοινωνιών εν ελευθερία. Οι Γερμανοί, για να δείτε πόσο πίσω ήταν σε σχέση με τις άλλες χώρες τις Ευρώπης, όταν τους έδωσαν την καθολική ψήφο, δηλαδή παραμονές το Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, την παρέδωσαν στον Χίτλερ. Διότι τους υποσχέθηκε έθνος και σοσιαλισμό (εθνοσοσιαλισμό). Δηλαδή κοινωνική προστασία στον τομέα της ελευθερίας τους και, ταυτότητα. Δημιουργία των όρων της ταυτότητας. Δεν τους ενδιέφερε εάν ο Χίτλερ είχε ολοκληρωτική δομή στην λειτουργία του πολιτικού συστήματος διότι το ίδιο το πολιτικό σύστημα του ίδιου του Χίτλερ είχαν κα
ι οι άλλες χώρες που, δεν είχαν ναζισμό. Ήταν ο τρόπος της εφαρμογής του ιδίου συστήματος. Μη νομίσουμε δηλαδή ότι, ήταν ένα άλλο σύστημα αυτό που είχε ο Χίτλερ σε σχέση με αυτό που είχε η Ελλάδα, η Γαλλία και λοιπά. Ήταν το ίδιο σύστημα με άλλον τρόπο εφαρμογής. Με ολοκληρωτικό τρόπο εφαρμογής της πολιτικής κυριαρχίας. 

Επομένως σήμερα, δεν έχουμε μία κρίση μέσα στη διαδικασία αυτής της πρωτοσυγκρότησης μετά τη φεουδαρχία. Έχουμε μία κρίση μετάβασης σε μια άλλη εποχή. Όπου οι δυνάμεις της οικονομίας και της επικοινωνίας κυρίως που, εκινούντο μέσα στον εσωτερικό χώρο των κρατών, (ο κλασικός φιλελευθερισμός ή απ’ την άλλη μεριά ο κλασικός σοσιαλισμός) δεν έχουν πια την ανάγκη της κρατικής προστασίας. Όχι μόνο δεν την έχουν, αλλά έχουν και τη δύναμη, να διακτινωθούν στο σύνολο του κόσμου και να την αμφισβητήσουν. Γιατί; Διότι, οι δυνάμεις αυτές, έχουν καταφέρει να ελέγξουν, να θέσουν σε καθεστώς ομηρίας, τις πολιτικές ηγεσίες οι οποίες στο τέλος τέλος, έχουν σημείο αναφοράς τον εαυτό τους. Στο όνομα του εαυτού τους είναι εντολείς και εντολοδόχοι. Αυτοί θα αποφασίσουν τι είναι το έθνος και τι δεν είναι. Ποια είναι τα εθνικά συμφέροντα και ποια δεν είναι. Δεν αποφασίζει κανείς άλλος. Έχουν την απόλυτη ελευθερία σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, να αποφασίζουν τι είναι εθνικό, άρα τι πολιτικές θα ακολουθήσουν. Μπορεί, ένας πρωθυπουργός, να αποφασίσει να μας βάλει στο μνημόνιο, να αποφασίσει να μας βάλει σε πόλεμο, να αποφασίσει -επειδή ελέγχει κατά τρόπο διαγώνιο απ’ αρχής μέχρι τέλος την πολιτική εξουσία, απ’ το κοινοβούλιο μέχρι την κυβέρνηση και λοιπά- να διαμελίσει τη χώρα. Ότι θέλει κάνει. Μπορεί να γίνει εξέγερση να τον βγάλει κανείς, μπορεί η βουλή κάποια στιγμή να τον ρίξει, αλλά έως εκείνη τη στιγμή μπορεί να κάνει ό,τι θέλει.

Αυτή λοιπόν, είναι η πραγματικότητα του έθνους του κράτους. Αυτή η πραγματικότητα έπρεπε, να είχε υποστηριχτεί. Το επιχείρημα ότι το έθνος είναι επινόηση του κράτους, βάζει, το κάρο μπροστά απ’ το άλογο. Δεν είναι επινόηση ούτε στη νεότερη εποχή το έθνους του κράτους. Γιατί; Διότι το έθνος, γεννήθηκε μέσα στους θύλακες των ελευθέρων ανθρώπων που γεννήθηκαν στην πορεία προς την έξοδο της δυτικής Ευρώπης απ’ τη φεουδαρχία. Εκεί κατεργήθηκε σε άμεσο διάλογο με την ελληνική γραμματεία. Με τον Ηρόδοτο και τους άλλους. Και, στο πλαίσιο αυτό, ήρθαν οι δυνάμεις αυτές να πουν: κοινωνία δεν έχουμε να διεκδικήσει ρόλο στην πολιτική ζωή, να σκεφθούμε ένα κράτος που θα έχει νομική προσωπικότητα, ένα νομικό πλάσμα δηλαδή, το οποίο θα πάρει τις αρμοδιότητες του κάθε “Λουδοβίκου”. Του κάθε απολυταρχικού μονάρχη. Και, στο πλαίσιο αυτό, ήρθε το νέο αυτό κράτος που αποκλήθηκε «κράτος-έθνος», για να παίξει έναν ρόλο ο οποίος δεν είχε αναφορά στην κοινωνία ως πολιτικό σύστημα, αλλά, είχε την ίδια δομή με το προγενέστερο καθεστώς. Ποια ήταν η δομή; Ότι το πολιτικό σύστημα είναι ταυτολογία του κράτους, το ενσαρκώνει το κράτος. Θα δούμε ότι, είναι ένα μεγάλος ψεύδος αυτό. Είναι αλήθεια για την εποχή μας, αλλά δεν είναι αλήθεια για όλες τις εποχές. Είναι αλήθεια για την εποχή μας ότι το πολιτικό σύστημα το ενσαρκώνει το κράτος, άρα πρέπει να υπάρχει μία βουλή, ένας πρωθυπουργός, ένας υπουργός, για να κυβερνάει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, αλλά δεν είναι αλήθεια ως πραγματικότητα ιστορική. Είναι ένα γεγονός που ανταποκρίνεται σ’ αυτή τη φάση την οποία ζούμε σήμερα. Τη μεταφεουδαλική φάση στην οποία έχουμε ενταχθεί κι εμείς άνευ λόγου και αιτίας. Τι σημαίνει αυτό; Ότι, οι χρήσεις του έθνους, μπορούν να αποδοθούν στο κράτος αλλά όχι το έθνος αυτό καθεαυτό. Είναι ψευδές επομένως. Και έχει ιδεολογική στόχευση. Το ότι μας λένε ότι το έθνος είναι κατασκευή/επινόηση του κράτους, το λένε για να μας απειλήσουν και να μας πουν ότι: εάν διεκδικήσετε κύριοι μία άλλη δομή πολιτικού συστήματος που να μην ανήκει εξολοκλήρου στο κράτος αλλά να εντάσσεται σ’ αυτό και η κοινωνία, παραδείγματος χάρη, ή αν διεκδικήσει η κοινωνία το σύνολο του πολιτικού συστήματος και το κράτος γίνει θεράπων υπηρέτης, διοίκηση, που θα εξυπηρετεί τις πολιτικές αποφάσεις και τη νομοθεσία που θα διαμορφώνει η κοινωνία, τότε, θα χαθεί το έθνος. Δηλαδή ουσιαστικά, μας απειλούν με την ευαισθησία μας. Μας λένε, ότι αν δεν διεκδικήσετε δημοκρατία, αυτή είναι ασύμβατη με το έθνος, θα καταλύσετε το έθνος. Άρα μη την ζητήσετε. Αφήστε να κυβερνάμε εμείς. Πολύ απλές οι σκέψεις αν τις αποκωδικοποιήσει κανείς. Γι’ αυτό και βλέπετε σήμερα να γίνεται μια διαρκής αναφορά στον Διαφωτισμό. Διαρκεί αναφορά σε δικαιώματα και όχι ελευθερία. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Το σημαντικό είναι να βάζουμε την έμφαση στα δικαιώματα –γιατί με τα δικαιώματα αποσυνθέτουμε τη συλλογικότητα, ενώ με την ελευθερία συγκροτούμε τη συλλογικότητα. Και την αντιτείνουμε σε κάποιους. Διεκδικούμε ρόλους δηλαδή. Αυτό που δεν θέλουν-. Άρα λοιπόν, είναι ψευδές το επιχείρημα, ιδεολογικά διατεταγμένο, ότι το έθνος είναι επινόηση του κράτους. Είναι εξίσου ψευδές, ακόμα ψευδέστερο, το επιχείρημα ότι το έθνος είναι νεότερο δημιούργημα. Γιατί γίνεται αυτό; Γιατί πρέπει να συγκροτηθεί η ιδεολογία της ανωτερότητας του ηγεμόνα. Ο ηγεμόνας, εμφανίζεται κάποια στιγμή στην ιστορία (ο σύγχρονος ηγεμόνας, ο δυτικός κόσμος) και πρέπει να δικαιολογήσει την παρουσία του, γιατί; έγινε ηγεμόνας. Άρα γιατί είχε ανωτερότητα στο αξιακό, στο πραγματολογικό επίπεδο. Και, γιατί βεβαίως, δεν του έφτανε το ύφασμα για να μπορέσει να σκεφθεί πέραν του εαυτού του. Το έλλειμμα γνώσης· θα πω.

Το έθνος, είναι νεότερο δημιούργημα για τον ευρωπαϊκό κόσμο και για όλον τον κόσμο του πλανήτη. Με μία διαφορά. Όχι για τον ελληνικό κόσμο και όχι για τις κοινωνίες που εντάχθηκαν στον ελληνικό κόσμο στη διάρκεια της ιστορίας. Έχει τεράστια σημασία να το συνειδητοποιήσουμε αυτό. Όχι για να αισθανθούμε ανώτεροι ως Έλληνες, αλλά για να ξέρουμε τι ήταν ο Ελληνισμός όχι μόνο στην αρχαιότητα, αλλά από τις απαρχές (κρητομυκηναϊκούς χρόνους) μέχρι και τον 19ο αιώνα. Έχει σημασία ιδιαίτερη και για εμάς, να αποφασίσουμε εάν υπάρχει ή δεν υπάρχει ιστορική συνέχεια. Έχει τεράστια σημασία, όχι γιατί πρέπει να αναζητήσουμε την αλήθεια και να ανακτήσουμε την ιστορία μας ως έχει και όχι όπως μας την κατασκευάζουν για να αισθανθούμε ότι είμαστε και να αποδειχθούμε ότι είμαστε περιφέρεια της Ευρώπης, αλλά, έχει τεράστια σημασία για να αξιολογήσουμε το «τις πταίει». Γιατί αυτή η διαρκής εκφυλιστική διαδικασία στην οποία έχουμε υποταχθεί απ’ τη στιγμή που υποτίθεται ότι δημιουργήθηκε το ελεύθερο ελληνικό κράτος; Εκφυλιστική, ιδεολογική, συνειδησιακή, συλλογική, αξιακή, τα πάντα. Σε βαθμό που να μη μπορούμε να σταθούμε με αξιοπρέπεια στον παγκόσμιο χάρτη. Έχει τεράστια σημασία λοιπόν να ανακτήσουμε την ιστορία μας.

Μας λένε, ότι, δεν υπάρχει συνέχεια. Ότι το έθνος, δημιουργήθηκε απ’ το κράτος. Αν δεχθούμε αυτή την άποψη, δε ξέρουμε γιατί επαναστατήσαμε, έτυχε… Πολλές φορές αλλά και με τη μεγάλη Επανάσταση του 1821. Δε το ξέρουμε γιατί. Επαναστατήσαμε και αισθανθήκαμε, μάθαμε ότι είμαστε έθνος, γιατί μας εκπαίδευσε μετά το κράτος. Μα, στοιχειωδώς εάν διαβάσουμε την ελληνική γραμματεία τις περιόδους της τουρκοκρατίας –εγώ δεν θα πω νωρίτερα- θα διαπιστώσουμε ότι, υπάρχει μια διαρκής αναφορά στο έθνος. Και στις εποχές που δεν υπάρχει καμία αναφορά στο έθνος στους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης και του κόσμου. Η συνέχεια, δεν έχει να κάνει με τις τομές στη συνέχεια· στην εξέλιξη. Θα το πω με ένα πολύ απλό παράδειγμα. Ο ελληνικός κόσμος, άλλαξε ως προς το περιεχόμενο της πολιτισμικής του αναφοράς, (αυτό που συγκροτεί τη συλλογικότητα, που κάνει κάποιον να αισθάνεται ότι είναι Έλληνας κι όχι κάτι άλλο), πολύ στην ιστορία. Προηγουμένως δεχόταν την ολύμπια θρησκεία, που είναι ένα στοιχείο μιας εθνικής αναφοράς, πολιτισμικό, ύστερα δέχθηκε την ελληνική εκδοχή του χριστιανισμού. Δεχόταν το σύστημα της μοναρχίας, ενώ αργότερα δέχθηκε το σύστημα της δημοκρατίας. Άλλο αξιακό σύστημα. Αλλά, και στη μία και στην άλλη περίπτωση, και στην τρίτη και στην τέταρτη και σε όλες, αισθανόταν ότι ήταν Έλληνας. Γι’ αυτό συγκροτούσε συλλογικότητα ελληνική. Το δήλωνε. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει λοιπόν, ό,τι συμβαίνει και με έναν άνθρωπο, ένα άτομο. Αν πάρουμε τον άνθρωπο (ένα άτομο) στο σύνολό του, αυτό που αντιπροσωπεύει όταν είναι σαράντα, πενήντα, εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα ετών, είναι αγνώριστο. Δεν έχει να κάνει με αυτό που αντιπροσώπευε στην ηλικία του ενός, των δύο, τριών, τεσσάρων ή δέκα ή είκοσι ετών. Οι αλλαγές είναι οβιδιακές, τεράστιες! –στη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου. Αλλά δεν παύει να είναι ο ίδιος. Ταυτότητα. Η ατομικότητα συγκροτεί ταυτότητα. Αλλά για να υπάρξει ατομικότητα, άρα ταυτότητα, πρέπει να υπάρχει το κατάλληλο υλικό που ανάγεται στην ελευθερία. Στην αυτοσυγκρότηση του ανθρώπου. Ερχόμαστε λοιπόν στο έθνος. Το έθνος, δεν είναι κατασκευή. Είναι ένα πραγματικό πολιτισμικό γεγονός. Ένα πολιτισμικό γεγονός, -που για συμβατικούς λόγους, για να μπορούμε να συνεννοούμαστε, θα το αποκαλέσουμε «εθνότητα». Συμβατικό γεγονός. Συμβατικά το αποκαλούμε «εθνότητα» για να μπορούμε να συνεννοούμαστε και να αναφερόμαστε στο πολιτισμικό γεγονός-. Για τον καθέναν, το ανήκειν στο ελληνικό και όχι στο ιταλικό ή στο τουρκικό έθνος, μπορεί να συντρέχουν πολλοί λόγοι. Τα στοιχεία δηλαδή που συγκροτούν για τον καθένα αλλά και για όλους την έννοια της συλλογικότητας, είναι πολλά. Τα ξέρουμε, μας τα έχει πει κι ο Ηρόδοτος, αλλάζουν στην ιστορία. Άλλοτε, στις απαρχές, αναφέρονται στην αιματολογική καταγωγή, αργότερα αναφέρονται πάλι στο καταγωγικό γεγονός αλλά με όρους πολιτισμικούς (τα στοιχεία που συγκροτούν το αξιακό μας σύστημα, χαρακτηριστική περίπτωση για να αντιδιαστείλουμε αυτά τα δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι ο Ηρόδοτος που βάζει τον πολιτισμό, τα πολιτιστικά στοιχεία αλλά βάζει και το αίμα και το άλλο είναι ο Ρήγας, ο οποίος βάζει όλα τα πολιτισμικά στοιχεία που ανάγονται σ’ αυτό που αποτελεί ελληνική παιδεία, ελληνικό πολιτισμό, ελληνικό τρόπο του βίου. Ο Ρήγας θα μας πει, ότι όλοι οι Βαλκάνιοι, είτε είναι Σέρβοι είτε Βούλγαροι είτε ό,τι, είναι Έλληνες στην καταγωγή, γιατί ανήκουν στην ίδια πολιτισμική χοάνη. Είναι παιδιά της ίδιας φάτνης. Γεννήθηκαν μέσα στον ίδιο πολιτισμικό χώρο και δέχονται ότι είναι Έλληνες. Το ελληνίζειν στα Βαλκάνια, στην εποχή του Ρήγα 18ο αιώνα, ήταν το καθολικό γεγονός. Η γλώσσα δεν ήτανε στοιχείο επικοινωνίας όπως προσπαθούν να μας πουν. Ήταν στοιχείο ταυτότητας. Γιατί, συνεπαγόταν επίσης την αναφορά στην συγκεκριμένη παιδεία και την αναφορά επίσης στην συγκεκριμένη εκδοχή του χριστιανισμού και σε πολλά άλλα). Άρα, το πολιτισμικό γεγονός, είναι το βασικό. Το θεμέλιο. Πέραν αυτού όμως, για να γίνει μία εθνότητα έθνος, πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός της ελευθερίας. Κι εδώ είναι το κομβικό σημείο στο οποίο πρέπει να σταθούμε για να κατανοήσουμε γιατί αυτές οι αντιδράσεις σήμερα στην κοινωνική συλλογικότητα, στην εθνική συλλογικότητα, στην εθνική αναφορά; Γιατί είναι η ελευθερία; Διότι, υπάρχει μία διαφορά μεταξύ του ελεύθερου και του μη ελεύθερου ανθρώπου. Σε ατομική βάση πρώτα. Ο δουλοπάροικος, (ο Βρετόνος, ο Γερμανός, ο Γάλλος, ο Μογγόλος του Αττίλα, δεν έχει σημασία) ο δουλοπάροικος έχει ταυτότητα πολιτισμική. Αλλά, πολιτικά αναφέρεται σ’ αυτόν που είναι ο αφέντης του. Το ανήκειν στον φεουδάρχη είναι η ταυτότητά του. Αν τον ρωτήσει τι είσαι; Θα πει, είμαι του τάδε. Δεν θα πει, είμαι ο τάδε. Άρα λοιπόν, για να αλλάξει το πολιτισμικό πρόσημο της ταυτότητας, πρέπει, να αναφέρεται στην ελευθερία. Σήμερα, έχουμε δύο περιοχές όπου αποδεχόμαστε ότι η ελευθερία είναι προϋπόθεση και άρα γι’ αυτό η μία δημιουργεί την άλλη. Είναι η «ατομική» μας ελευθερία. Η ατομική ελευθερία, μας κάνει να αισθανθούμε ότι εμείς έχουμε μία οντότητα που μας κάνει να διαφοροποιούμαστε απ’ τον άλλον. Δεν χρειάζεται να μπούμε στη διαδικασία να σκεφθούμε πόσο διαφορετικοί είμαστε απ’ τον άλλον για να αποδεχθούμε ότι εμείς έχουμε μια ξεχωριστή ταυτότητα απ’ τον άλλον. Μπορεί να μοιάζουμε όπως μια σταγόνα νερού· ή δύο σταγόνες νερού αν θέλετε. Μπορεί να μοιάζουμε. Να είμαστε σιαμαίοι πολιτισμικά. Να έχουμε τα ίδια ενδιαφέροντα στο φαγητό, στον τρόπο της ζωής μας και λοιπά, αλλά είμαστε διαφορετικοί. Ο ένας είναι ο Γιάννης, ο άλλος ο Ανδρέας, ο τρίτος ο Κώστας, η Αικατερίνη και ούτω καθεξής. Απ’ τη στιγμή που ο άνθρωπος συγκροτείται ως ελεύθερη οντότητα, άρα που ενθυλακώνει στη σκέψη του ότι, είναι διαφορετικός ή ότι έχει την δική του οντότητα άρα ταυτότητα (σημείο αναφοράς), αρχίζει να σκέφτεται και τα γενικότερα στοιχεία της ταυτότητας. Δηλαδή, το πού ανήκει. Με ποιον είναι πιο κοντινός. Ο άνθρωπος δεν έχει μόνο μία συλλογική ταυτότητα. Έχει πάρα πολλές. Άλλα υπάρχει μία κεντρική. Αυτή που στην εποχή μας συγκροτεί τη συνολική ταυτότητα, αυτή που δίνει πολιτικό περιεχόμενο άρα. Γιατί τι είναι η πολιτική; Πολιτική είναι το συλλογικό γίγνεσθαι. Ποιοι μαζευόμαστε για να φτιάξουμε μία οντότητα για την οποία είμαστε εμείς υπεύθυνοι κι όχι κάποιος άλλος. Το έθνος· ονομάζεται σήμερα. Στον ιστορικό ελληνικό κόσμο, ήταν το γένος. Το έθνος ήταν υπομονάδα συλλογικότητας. Όπως και η πόλη. Τι σημαίνει λοιπόν συλλογικότητα; Σημαίνει, η προβολή της ατομικής μας ταυτότητας σε ευρύτερα σύνολα μέσα στα οποία ζούμε. Ο άνθρωπος είναι φύσει κοινωνικό ον. Δεν περιμέναμε να το πει ο Αριστοτέλης, το έκαναν πράξη οι ίδιοι οι άνθρωποι στην ιστορία. Ζουν μαζί. Δεν ζουν στα βουνά χώρια όπως ζουν παραδείγματος χάρη ορισμένες κατηγορίες ζώων. Άρα λοιπόν, σε ποια ολότητα αισθάνεται κανείς ότι ανήκει; Ο Κορίνθιος στην Κόρινθο, στη συνέχεια αυτός που είναι ξέρω κι εγώ απ’ το Ζευγολατιό είναι και με την δική του εκεί ταυτότητα, εάν ανήκει σε έναν εργασιακό χώρο αισθάνεται ότι και εκεί έχει σημεία αναφοράς, αλλά η συνολική ταυτότητα η οποία καλεί την ενσωμάτωση όλων των άλλων γιατί είναι η καταγωγική ταυτότητα που δίνει το στίγμα της μεταφοράς απ’ το πολιτισμικό στο εθνικό γεγονός, είναι, αυτό που συγκροτεί τις κοινωνίες σήμερα σε κράτη. Σε ολότητες. Δηλαδή, η εθνική ταυτότητα. Γι’ αυτό και έχουμε σήμερα δύο ελευθερίες. Την «ατομική» και την «εθνική». Εδώ είναι και το πρόβλημα. Διότι, εάν μείνουμε σε αυτές τις δύο, σημαίνει ότι δικαίως μας λέει το κράτος, οι φορείς του κράτους, ότι, εγώ είμαι αρμόδιος να αποφασίζω τι γίνεται και τι δε γίνεται σ’ αυτή τη χώρα (σε όποια χώρα). Διότι, αυτός που έχει ως θεμέλιο ζωής την ατομική ελευθερία, άρα που συνδυάζει την ατομική με την εθνική και μόνο, (η πολιτική διάσταση του έθνους εδώ), το πολιτισμικό γεγονός γίνεται πολιτικό είπαμε απ’ την ώρα που η συλλογικότητα θέλει να αυτοδιαχειριστεί την οντότητά της. Όπως ο καθένα θέλει να διαχειριστεί μόνος του και δεν επιτρέπει σε κάποιον άλλον να του λέει τι θα κάνει στο σπίτι του και στην ιδιωτική του ζωή (ατομική ελευθερία), έτσι δεν θέλει να έρχεται ο Τούρκος, ο Ιταλός, να αποφασίζει τι θα γίνει με τον Έλληνα. Γι’ αυτό επαναστατήσαμε. Λοιπόν, η πολιτική διάσταση επομένως της συλλογικότητας, είναι το πρόσημο της ελευθερίας. Αυτή η ελευθερία όμως η εθνική, είναι η ελευθερία έναντι του άλλου. Έναντι του Τούρκου, του Ιταλού, του Γερμανού, του Αμερικάνου, οποιουδήποτε. Λύνει το πρόβλημα, αλλά κατά έναν μονοσήμαντο τρόπο, του ποιος έχει την ευθύνη του έθνους. Κι όταν λέμε την ευθύνη του έθνους, την ευθύνη για τις τύχες τις συλλογικότητας των ανθρώπων που εγγράφονται σ’ αυτήν την πολιτισμική αναφορά του έθνους. Τη σχέση επομένως κοινωνίας και οικονομίας, τη σχέση κοινωνίας και πολιτικής. Ποιος αποφασίζει για το τι είναι εθνικό είπαμε πριν; Ο πρωθυπουργός. Σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Ας κατέβει όλη η ελληνική κοινωνία, ή όποια κοινωνία, μπροστά στο κυβερνείο, θα πει: “αυτό μου λέει το σύνταγμα, το πολιτικό σύστημα, αυτό θα κάνω”. Άρα, μπαίνουμε σε ένα άλλο πεδίο. Για να πούμε ότι, το έθνος, ως πολιτισμικό γεγονός είναι συνείδηση κοινωνίας. Όπου υπάρχει η ατομική ελευθερία δημιουργείται η έννοια της συλλογικότητας, άρα, η έννοια του έθνους. Είναι πρωτογενές αξιακό γνώρισμα που συγκροτεί το κοινωνικό γεγονός. Δεν είναι κατασκευή. Το κράτος, απ’ τη στιγμή που έχει την ευθύνη (το πολιτικό σύστημα του κράτους) να αποφασίζει τι είναι εθνικό και τι δεν είναι, μπορεί να επηρεάσει τα πράγματα. Να δώσει ιδεολογικές κατευθύνσεις. Για να μας καθοδηγήσει προς μία κατεύθυνση. Αυτό το έκαμαν παραδείγματος χάρη οι δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες, για να εξαφανίσουν τις πολιτισμικές οντότητες που θα μπορούσαν ή που είχαν εκδηλώσει εθνικό αίτημα. Ο Γάλλοι τους Οξιτανούς και ούτω καθεξής κι όλοι οι άλλοι οι λαοί. Γιατί τότε δημιουργούνταν η έννοια του έθνους για πρώτη φορά, της εθνικής συλλογικότητας και άρχισαν να προβάλουν αιτήματα. Ε, αυτοί που κυριάρχησαν στο κράτος, επέβαλαν την εξαφάνιση των άλλων οντοτήτων. Γι’ αυτό και βλέπουμε τώρα, που χαλαρώνει η πολιτική κυριαρχία του κράτους, να έρχονται οι επιμέρους οντότητες να διεκδικούν μεγαλύτερο ρόλο. Εμείς προχωρήσαμε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στο όνομα, ένα κράτος-ένα έθνος, άρα της πολιτικής στόχευσης του κυρίαρχου κράτους, που εκεί εξυπηρετούσε τη συγκρότηση των συλλογικών κοινωνιών, εδώ ήρθαμε να εξαφανίσουμε το πολιτισμικό γεγονός μιας πολυσημίας. Καταργήσαμε έναν κολοσσιαίας σημασία πολιτισμού που ήταν η πολυδιαλεκτική μας γλώσσα, για να φτιάξουμε μία επίσημη γλώσσα. Το βλέπουμε αυτό τώρα, που μπορούμε να μελετήσουμε αυτό που ξέφυγε απ’ το κράτος (την κεντρική αρμοδιότητα), που είναι οι Πόντιοι, οι Κύπριοι και πολλές ιδιαιτερότητες στο εσωτερικό. Υιοθετήθηκε η γλώσσα του Ναυπλίου και τελειώσαμε. Καταργήσαμε έναν ολόκληρο πολιτισμό. Δεν καταργήσαμε μόνο ένα σύστημα. Θα έρθουμε σ’ αυτό.

Αντιλαμβανόμαστε ότι, η σχέση κοινωνίας και πολιτικής είναι κομβική σήμερα. Διότι, αν το έθνος πολιτισμικά είναι συνείδηση κοινωνίας που συγκροτεί τις συλλογικότητες, το πολιτικό του πρόσημο συνδέεται με το είδος ή τα είδη της ελευθερίας που υιοθετούμε. Επειδή σήμερα υιοθετούμε μόνο την ατομική (που είναι πρωταρχική προϋπόθεση είπαμε) και την εθνική έναντι του άλλου, δε μας απασχολεί, εγγράφουμε δηλαδή στην έννοια της συλλογικότητας άρα του έθνους, αυτό που αποφασίζει για το ποιος είναι αρμόδιος για τις τύχες μας. Αυτό το θεωρούμε αυτονόητο ότι το εκχωρούμε στην πολιτική εξουσία. Με άλλα λόγια, έχουμε πειστεί ότι, το πολιτικά κυρίαρχο κράτος που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία εκλόγιμη μοναρχία ολιγαρχικού τύπου, είναι και δημοκρατία και αντιπροσώπευση και όλα τα άλλα. Έχει τεράστια σημασία, να αρχίσουμε απ’ τον πόλεμο των εννοιών. Τι εννοούμε δημοκρατία. Τι εννοούμε αντιπροσώπευση. Και αν είναι όντως αυτό το σύστημα δημοκρατικό ή αντιπροσωπευτικό ή και τα δύο, να πετύχουμε το θαύμα που δε θα το πετύχαινε ούτε ο πιο ευφάνταστος θεός. Γιατί είναι δύο διαφορετικά συστήματα.

Άρα, πρέπει να ξεκινήσουμε εκ του μηδενός. Να διερωτηθούμε ως εθνική συλλογικότητα, τι ελευθερία έχουμε; Ποιος θέλουμε να αποφασίζει για το τι είναι εθνικό και το τι όχι; Αυτό όμως το κρίσιμο ερώτημα, είναι που μπαίνει για τους συντελεστές της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης. Αν σήμερα μπαίνει, τίθεται με τέτοιον έντονο τρόπο το ζήτημα του έθνους, είναι γιατί υποψιάζονται ότι κάτι συμβαίνει. Ξέρουν ότι έχουν ελέγξει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό την πολιτική εξουσία του κράτους. Ξέρουν ότι σκοπός της πολιτικής είναι ο σκοπός των αγορών. Άρα, το έχουν λύσει το πρόβλημα. Όσο και αν διαδηλώνουμε, όσο και αν απεργούμε, όσο και αν δηλώνουμε στις δημοσκοπήσεις ότι απορρίπτουμε εξ ολοκλήρου τις πολιτικές αυτές, αυτές υπερισχύουν. Διότι, έχει ανατραπεί το σημείο των συσχετισμών ανάμεσα στην κοινωνία, την πολιτική και τις αγορές. Έχει διαρραγεί η ισορροπία που έφερε κάποιες ελευθερίες και κάποια δικαιώματα στην προηγούμενη περίοδο. Γι’ αυτό και, εκεί χρειάστηκε ένας αιώνας να παλεύουν και να χυθεί πολύ αίμα και μέσα σε ελάχιστα χρόνια κατέρρευσαν. Το βλέπουμε με τι βιαιότητα στην Ελλάδα καταρρέει όλο αυτό το σύστημα που επικρατεί ακριβώς ο σκοπός των αγορών και η ηγεμονία των χωρών που διατηρούν τις αγορές. Το ζήτημα δεν είναι να επανέλθουμε πίσω. Ο κόσμος μεταβαίνει προς το μέλλον. Και, όπως είναι γνωστό, στο μέλλον μεταβαίνουν αυτοί που είναι οι κύριοι συντελεστές. Έχει μεταβεί η οικονομία και η επικοινωνία στο μέλλον και οι κοινωνίες, το πολιτικό σύστημα, παραμένει δέσμιο στον 18ο αιώνα. Στο σύστημα και στις αξίες που υποδομήθηκαν τότε. Αυτό είναι το πρόβλημα. Η εξωθεσμική παρέμβαση της κοινωνίας τελείωσε. Δεν παράγει κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Διότι οι συσχετισμοί αφήνουν αδιάφορους αυτούς που έχουν επιβάλλει όχι μόνο την οικονομική αλλά και την πολιτική τους κυριαρχία. Δείτε πώς αντιμετωπίζεται ένα διπλό πολιτικό ζήτημα. Το ζήτημα του πολιτικού κόστους. Δεν τους ενδιαφέρει. Πολιτικό κόστος δεν είναι τι λέει η κοινωνία. Αλλά τι λένε οι ομάδες των συγκατανευσιφάγων γύρω απ’ την εξουσία. Η κοινωνική συνοχή, δεν έχει ως πρόσημο πόση ευημερία και ευτυχία αισθάνεται ο Έλληνας, αλλά, μέχρι πού θα τον πάω σιγά σιγά, σαλαμοποιώντας την ευημερία του, τις ελευθερίες του και λοιπά, για να μην του προκαλέσω έκρηξη. Δηλαδή να μην δηλώσει η συλλογικότητά του την αντίθεσή της απέναντι σε όσα συμβαίνουν στην πολιτική εξουσία. Αυτό είναι το διακύβευμα σήμερα που έχει να κάνει με το έθνος. Το έθνος, είναι βάση πάνω στην οποία θα πρέπει να οικοδομηθεί η συλλογικότητα, με άλλα λόγια, η βάση πάνω στην οποίαν θα πρέπει να σκεφθεί κανείς με όρους ελευθερίας την τύχη του. Με άλλα λόγια, μία νέα σχέση κοινωνίας και πολιτικής. Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Για να μεταβούν και οι κοινωνίες στο μέλλον, δεν αρκεί να τρέχουν στους δρόμους, να εκφράζουν δηλαδή μία μαγική και αθέσμιτη κινητοποίηση, συλλογικότητα. Πρέπει να γίνουν οι ίδιες θεσμός της πολιτείας. Να μπουν μέσα στο πολιτικό σύστημα. Να πάρουν τουλάχιστον το μέρος του πολιτικού συστήματος στα χέρια τους, που έχει να κάνει με την ιδιότητα του εντολέα. Με άλλα λόγια, να μεταβεί, να οικοδομήσει ένα τέτοιο πλαίσιο ελευθερίας πολιτικής που θα επιβάλλει τη θεσμική του αναγνώριση στην πολιτεία. Αυτό που είναι και η βουλή. Να υπάρξει και τρίτος πυλώνας που θα είναι η κοινωνία, ο δήμος. Αυτό, θα αλλάξει τους συσχετισμούς. Είναι διαφορετικό κάθε κύριος υπουργός ή πρωθυπουργός ή βουλή, κατ’ εντολήν, να αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό πώς θα ζήσουμε και πώς θα φορολογηθούμε και είναι διαφορετικό οποιεσδήποτε σκέψεις ή αποφάσεις να τίθενται υπ’ όψιν της κοινωνίας και να ερωτάται κατ’ ελάχιστον εάν συμφωνεί ή όχι. Για σκεφθείτε. Θα παίρνανε τα μέτρα που πάρθηκαν μέχρι σήμερα, εάν σκοπός, δηλαδή αιτία της πολιτικής λειτουργίας των πολιτικών αποφάσεων εθεωρείτο η κοινωνία και όχι οι αγορές και το συμφέρον τους; Μη νομίσουμε ότι δεν υπάρχει άλλη λύση· δεν υπάρχουν άλλες πολιτικές. Δεν υπάρχουν για την ολιγαρχία. Γιατί αυτές είναι οι πολιτικές που την συμφέρουν. Για την κοινωνία, υπάρχουν μόνο άλλες πολιτικές. Και για να υπάρξουν όμως οι άλλες πολιτικές, πρέπει η κοινωνία να γίνει θεσμός. Αυτό φοβούνται. Όταν δε μιλάνε για έθνος και μιλάνε για πληθυσμούς (πληθυσμιακές οντότητες), όταν δε μιλάνε για συλλογικότητα και μάλιστα δηλώνουν διανοούμενοι δικοί μας ότι το διακύβευμα είναι να συντρίψουμε τη συλλογικότητα του Έλληνα, όταν αναφέρονται στο έθνος που δεν υπήρξε πριν απ’ το κράτος, γιατί; Γιατί, σε εμάς έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία η αναφορά στο έθνος. Εάν θα δεχθούμε ότι υπάρχει συνέχεια, ότι ο καθένας από εμάς είτε εκτιμάται από τον χρόνο της γέννησής του είτε στον χρόνο του τέλους της ζωής του, είναι ένας και αυτός με τις εξελίξεις που υπέστη στην πορεία του χρόνου, αν δεχθούμε επομένως σ’ αυτό το πλαίσιο ότι υπήρξε έθνος και ελληνική συνέχεια, τότε θα πρέπει να μπούμε στη διαδικασία της σύγκρισης. Και θα διερωτηθούμε τότε. Τι είναι αυτό που μέχρι και τον 19ο αιώνα και μάλιστα υπό καθεστώς εθνικής κατοχής ο Ελληνισμός κυβερνούσε ουσιαστικά τρεις αυτοκρατορίες και τη μισή Μεσόγειο και σήμερα και αυτός εξαφανίστηκε και δεν μπορούμε να σταθούμε με όρους αξιοπρέπειας στον πλανητικό χάρτη. Έγινε μετάγγιση αίματος; Φύγανε τα παιδιά των Ελλήνων εκείνων και ήρθαν άλλοι εδώ; Τι συνέβη; Αυτό απαντά στο «τις πταίει».

Έλεγα πριν, στο καφέ, ότι, εάν σε κάποιον από εμάς, που φοράει σαράντα δύο νούμερο παπούτσι του βάλουμε τριάντα έξι, θα αλλάξει άρδην η συμπεριφορά του, ή σκέψη του, ο τρόπος που θα περπατάει. Θα λειτουργεί με τους όρους μιας στρέβλωσης της ζωής του. Αυτό μας συνέβη. Μας φόρεσαν ένα «θεσμικό» κοστούμι, το οποίο όχι μόνο μας κατέστρεψε τον μείζονα ελληνισμό, αλλά, οδήγησε και σε κάτι χειρότερο. Στη σημερινή κατάσταση, που σβήνει και ο εσωτερικός ελληνισμός του κράτους. Κατατείνουμε στο να γίνουμε διασπορά. Δηλαδή να εξαφανιστούμε και ως έθνος αλλά και ως πολιτισμική οντότητα. Και αν συνεχίσει αυτή η λογική του να δίνουμε φάρμακο σε λάθος ασθενή, στην κοινωνία και όχι στο κράτος, που είναι αναντίστοιχο με την κοινωνία, τότε είναι νομοτελειακά τελειωμένη η ιστορία του ελληνικού κόσμου. Θα απομένει το ερώτημα, εάν πρέπει με ευθανασία για λόγους αξιοπρέπειας ή, με ταπείνωσης να τελειώσουν τον βίο τους. Δε το λέω για να σας δημιουργήσω την αίσθηση της απογοήτευσης, αλλά, δίνω την έμφαση σ’ αυτό που αποτελεί την αιτία του προβλήματος. Γι’ αυτό και είναι κρίσιμο και για τον κόσμο ολόκληρο να αποφασιστεί ότι αιτία της ύπαρξης όλων των άλλων, της οικονομίας, της πολιτικής και λοιπά των κρατών, είναι οι κοινωνίες, άρα οι κοινωνίες πρέπει να έχουν λόγο θεσμικό στην πολιτική, να είναι σκοπός τη πολιτικής οι κοινωνίες και όχι οι αγορές, δεν υπάρχει ελληνική αγορά εάν δεν υπάρχει η ελληνική κοινωνία. Δεν υπάρχει ελληνικό κράτος ή οτιδήποτε κράτος στον κόσμο, εάν δεν υπάρχει η αντίστοιχη κοινωνία. Γιατί δεν πρέπει να έχει λόγο; Γιατί ο σκοπός πρέπει να είναι η καταδυνάστευση των κοινωνιών και όχι η απελευθέρωση και η ευημερία;

Όταν, μας λένε οι πηγές, η Αθήνα βρισκόταν σε αδιέξοδο και ήρθε ο Σόλωνας, ο Σόλωνας εκλέχθηκε με καθολική ψήφο. Η πρώτη πράξη ήταν η Σεισάχθεια. Τι σήμαινε η Σεισάχθεια; Να καταργήσει τα χρέη των πολιτών. Για να τους επανεντάξει στην οικονομική, στην παραγωγική και στην πολιτειακή διαδικασία. Δεν ήταν να προστατεύσει τα κεφάλαια των τραπεζών· αυτών που δάνειζαν. Δεύτερη πράξη, για να μην επαναληφθεί το προηγούμενο που ήταν αποτέλεσμα της αυτόνομης και πολιτικά κυρίαρχης εξουσίας που την έλεγχαν οι ολιγάρχες, προχώρησε σε ένα δεύτερο βήμα. Καθιέρωσε το αντιπροσωπευτικό σύστημα. Το σύστημα που εξέλεξε τον Σόλωνα με καθολική ψήφο, ήταν ένα σύστημα πολιτικής κυριαρχίας όπως το σημερινό. Ο Σόλωνας λέει λειτουργούσε ως διαλλακτής. Δηλαδή άκουγε τους μεν, άκουγε τους δε, αλλά όμως αυτός αποφάσιζε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Γι’ αυτό και προχώρησε σ’ αυτόν τον συμβιβασμό. Δεν κατήργησε την ιδιοκτησία των ισχυρών, αλλά κατήργησε τα χρέη, άρα, τον πλούτο ο οποίος πήγαινε πέραν του δέοντος και καταργούσε την ελευθερία του άλλου. Του πολίτη. Ο Ρήγας, περιέλαβε ένα είδος Σεισάχθειας –για να δείτε πώς η δημοκρατία όταν η ελευθερία στο κοινωνικό και πολιτικό μπαίνει στη λογική της εθνικής συλλογικότητας, πώς σκέφτεται- ο Ρήγας λοιπόν είπε: θα καταργηθούν όλα τα χρέη, από τη στιγμή που ο δανειστής έχει πάρει με τόκους το διπλάσιο του κεφαλαίου. Δηλαδή αν είχε εκατό ευρώ δανειστεί και είχε πάρει το κεφάλαιο και άλλα εκατό ευρώ, το καταργούσε. Ήταν άλλες συνθήκες. Δεν ήταν δούλοι της οικονομίας, ήταν δούλοι εθνικοί τότε οι Έλληνες. Βλέπετε λοιπόν ότι, για να μπορέσει ο Σόλων να αποκλείσει να ξανά γίνει η οικονομία σκοπός της πολιτικής, εισήγαγε το αντιπροσωπευτικό σύστημα. Τι σήμαινε; Δημιούργησε την κοινωνία δήμο. Δήμος τι σημαίνει; Ότι είναι θεσμός της πολιτείας. Μετέχει στην πολιτική διαδικασία για τη λήψη των αποφάσεων. Δεύτερον, έδωσε την αρμοδιότητα του εντολέα στον δήμο. Για να μπορεί να έχει βούληση ένα σώμα συλλογικό, μια κοινωνία, πρέπει να γίνει θεσμός. Ο καθένας από εμάς έχει βούληση. Ξέρει τι θέλει. Ξέρει να σκέφτεται. Όλοι μαζί όμως για να σκεφθούν, πρέπει κάπου, με κάποιον τρόπο να σκεφθούν μαζί. Να ανταλλάξουν απόψεις. Έδωσε λοιπόν την θεσμική βάση. Όπως ο κάθε βουλευτής δεν εκφράζει τη βουλή. Πρέπει να μαζευτούν και να βγάλουν μια κοινή απόφαση, εάν συζητήσουν βέβαια. Πάντως, έτσι πρέπει να γίνει. Έδωσε λοιπόν τρεις ιδιότητες κατ’ ελάχιστον στον δήμο. Το ελέγχειν, το ευθύνειν και το ανακαλείν. Δηλαδή, να ελέγχουν τους πολιτικούς για ο πώς πολιτεύονται, να τους προσάγουν στη δικαιοσύνη εάν δεν πολιτεύονται σωστά, κατά το συμφέρον της κοινωνίας και τρίτον, τις αποφάσεις οι οποίες δεν είναι συμβατές με τη βούληση του δήμου, της κοινωνίας, να μπορούν να τις ανακαλούν και να ζητούν και αποζημίωση. Ποια απ’ τα στοιχεία αυτής της ελευθερίας, άρα της πολιτικής αρμοδιότητας, υπάρχουν σήμερα; Κανένα. Αλλά, είναι ώρα να το σκεφθούμε. Ότι το έθνος χωρίς την κοινωνική και πολιτική ελευθερία, γίνεται δούλος εσωτερικός. Και οι κάτοχοι της εξουσία γίνονται οι εσωτερικοί κατακτητές που αντλούν νομιμοποίηση από τους τρίτους κατακτητές. Δηλαδή, ζούμε σήμερα υπό ένα καθεστώς διπλής κατοχής, κάτι σαν αυτό που έγινε στην εποχή που κατέκτησαν οι Ρωμαίοι τους Έλληνες, που οι ολιγαρχικές δυνάμεις έφεραν τους Ρωμαίους και συγχρόνως στηρίχθηκαν σ’ αυτούς για να ηγεμονεύουν εναντίων των κοινωνιών των ελληνικών. Ότι έγινε στην Ινδία με τους Άγγλους. Αυτή είναι η χειρότερη κατοχή. Διότι αν γίνει στρατιωτική κατοχή, κινητοποιεί τη συλλογικότητά μας. Ξέρουμε τον κατακτητή. Σήμερα, δεν ξέρουμε τον ξένο κατακτητή. Κυρίως βλέπουμε τον δικό μας. Είναι αυτός που διακινεί την ξένη κατοχή εις βάρος των κοινωνιών. Αυτό, δεν οφείλεται σε μια ιδιαιτερότητα του πολιτικού μας προσωπικού. Για να ευδοκιμήσει κάποιος πολιτικά, πρέπει να παίξει το ρόλο του πολιτικού συστήματος. Δηλαδή του διαφθορέα, του συγκατανευσιφάγου και του φορέα των διαφόρων πολιτικών που θα αποφασίσουν οι διεθνείς και οι εσωτερικές δυνάμεις της ολιγαρχίας.

Πρέπει να σταθούμε λίγο σ’ αυτό το μεγάλο ζήτημα το ελληνικό. Είπαμε ότι, στην εποχή μας, όταν θέλει κανείς να μιλήσει με όρους ταυτότητας (ταυτοτική συλλογικότητας, κοινωνικής συλλογικότητας) δηλαδή έθνους, πρέπει να σκεφθεί ότι, ένα έθνος αποτελεί μια ολότητα που συγκροτείται πολιτικά σε κράτος. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, σήμερα ζούμε σε ένα καθεστώς κοσμοσυστήματος μεγάλης κλίμακας. Γι’ αυτό και κατακυριάρχησε σε όλη τη Γη. Ο ελληνικός κόσμος, ιστορικά, συγκεντρώνει και τα δύο στοιχεία του έθνους, το πολιτισμικό (τη βάση) και το πολιτικό. Όμως η πολιτική διάσταση του έθνους, δηλαδή η ελευθερία που ενσωματώνει η εθνική συλλογικότητα, ο κοινωνικός άνθρωπος, δεν έρχεται να εκφραστεί με τον ίδιο τρόπο που εκφράζεται σήμερα. Γιατί; Διότι τότε, ο ελληνικός κόσμος οικοδόμησε το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα (τις κοινωνίες εν ελευθερία) στη μικρή κλίμακα της πόλης. Αυτό το καθεστώς της μικρής κλίμακας της πόλης, που οι πόλεις είναι εκείνες οι οποίες διακινούν το εθνικό συμφέρον του συνόλου, το έζησε ο ελληνικός κόσμος από την αρχαιότητα μέχρι και τον 19ο αιώνα. Αυτό το είπαν κοινοτισμό/κοινότητες. Είναι λάθος. Είναι τα κοινά. Υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ των κοινών/των πόλεων (όχι των αστικών κέντρων, οι πόλεις είναι ό,τι σήμερα το κράτος) αλλά, στην οικουμένη, είναι πολύ μεγάλη η διαφορά μεταξύ κοινότητας και κοινού. Το κοινό είναι η πόλις, η θεμελιώδης κοινωνία. Ο ελληνικός κόσμος, είναι πολλές κοινωνίες που συγκροτούνται πολιτικά σε κοινά. Απ’ την αρχαιότητα μέχρι τον 19ο αιώνα. Αυτό που λέμε κοινότητες στην τουρκοκρατία, είναι τα κοινά. Έχουν δικό τους πολιτειακό σύστημα, έχουν δήμο, έχουν όλα αυτά. Και, επίσης, μετά από μία στιγμή, ο συμβολισμός παρ’ όλο που δεν εκλείπουν οι πατριωτισμοί των κοινών, ο συμβολισμός του συνόλου έθνους, γίνεται από τη μητρόπολη πολιτεία. Την Πόλη (με κεφαλαίο). Γι’ αυτό και, όταν έπεσε το Βυζάντιο, ενώ είχαν εξαφανιστεί και είχε μείνει μόνο μια πόλη με την περιφέρειά της, η Κωνσταντινούπολη, δεν θρηνήθηκε η απώλεια του Βυζαντίου, του ελληνικού δηλαδή κράτους της οικουμένης. Αλλά θρηνήθηκε η Πόλη. «Πήραν την Πόλη». Γιατί αυτή συμβόλιζε την ελευθερία του συνόλου έθνους. Κι ας ήταν το μεγαλύτερο μέρος επομένως σε όλο το σύνολο υπό ήδη καθεστώς εθνικής κατοχής. Αλλά όμως, η Αθηναίοι τους Πέρσες τους πολέμησαν στο όνομα των Ελλήνων. Ως πόλεις. Συνέργεια πόλεων.

Τι έγινε και άλλαξε όλο αυτό το σύστημα; Τι έγινε λοιπόν με τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους; Πρώτα πρώτα έγινε κάτι κοσμογονικό για τον ελληνισμό και το για το σύνολο. Ότι, ηττήθηκε ο ελληνισμός κατά κράτος με την Επανάσταση. Το τέλος του ελληνισμού και του ελληνικού κόσμου όπως συγκροτήθηκε σ’ αυτή την μεγαλειώδη ιστορική διαδρομή που, έπαιξε τον ρόλο της ρυμούλκας για να μεταφερθεί και ο υπόλοιπος κόσμος στο καθεστώς της ελευθερίας όπως είναι σήμερα, (δε θα υπήρχε σημερινή πραγματικότητα των κοινωνιών εν ελευθερία άρα ο νεωτερικός άνθρωπος, εάν δεν υπήρχε ο ελληνισμός να μετακενώσει στον κόσμο αυτό που ζούσε ο ίδιος χιλιάδες χρόνια, να τελειώνει αυτή η ιστορία ότι η Δύση είναι αυτοφυής πραγματικότητα, δεν θα υπήρχε.) Αν λοιπόν δεχθούμε αυτή την αλήθεια, τότε, η ήττα του ελληνισμού δεν έγινε ούτε το 1204 ούτε το 1453. Έγινε το 1821. Δεν θα σταθώ στο γιατί. Αν με ρωτήσετε θα σας εξηγήσω στη συνέχεια. Όμως, ο ελληνικός κόσμος τότε, είχε σχεδιάσει την ολική επαναφορά του ελληνισμού σε πολιτειακά πλαίσια που θα ήταν αντίστοιχα με τον κόσμο της τότε Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτή ήταν η δύναμη του ελληνισμού. Δεν χρειάζεται να σας πω εγώ τον ισχυρισμό μου, θα σας αναφέρω μόνον ένα από τα παραδείγματα (υπάρχουν πολλά), που είναι η αναφορά ενός πρόξενου Γάλλου στη Λεμεσό. Είναι 1859. Ο Γάλλος πρόξενος γράφει στην κυβέρνησή του ότι επείγει να κατακερματισθεί σε μικρά κράτη η Οθωμανική αυτοκρατορία διότι διαφορετικά θα δημιουργηθεί ένα κράτος που θα είναι αντίστοιχο με τις δυνάμεις και τη φιλοδοξία του ελληνισμού αυτής της εποχής (1859). Και απ’ την άλλη μεριά, οι Ρώσοι. Αντικείμενο θαυμασμού και μοντέλου. Σλάβοι. Ντοστογιέφσκι, 1874. Τι λέει; Γράφει ένα άρθρο και διαλογίζεται στο τι δρόμο πρέπει να ακολουθήσει η Ρωσία. Μεταξύ των χονδροειδών και άξεστων Γερμανών και των καλλιεργημένων πολιτισμικά ανώτερων Ελλήνων. Ούτε οι Γάλλοι είναι πρότυπο, ούτε οι Αμερικανοί, ούτε οι Άγγλοι, ούτε κανείς δυτικός. Το πρόβλημα είναι, ελληνικός δρόμος ή γερμανικός; -ελληνικός, σύγχρονός του-. Και απαντάει ότι αδιαμφισβήτητα πρέπει να είναι ο ελληνικός δρόμος. Με μία διαφορά. Τέλειωσε η εποχή, παρήλθε η εποχή που οι Έλληνες μπορούσαν να ελέγξουν τα πολιτικά πράγματα της Ρωσίας και να κάνουν πρωτεύουσά τους την Κωνσταντινούπολη. Τώρα την θέλουμε για τον εαυτό μας. Η ήττα του ελληνισμού, ήταν και ήττα της Ρωσίας. Αλλά, χωρίς αμφιβολία όμως, για εμάς ήταν καταλύτης.

Όταν δημιουργήθηκε αυτό το κράτος, είχε τρία στοιχεία το οποία οδηγούν στη σημερινή πραγματικότητα. Πρώτον. Βαυαροί: Κατήργησαν τη θεσμιμένη συλλογικότητα στα κοινά. Με περιφρονητικό τρόπο μιλάνε για την ελληνική κοινωνία. Αυτό που συγκρότησε δηλαδή την ιστορική ανωτερότητα του ελληνισμού, με όρους ελευθερίας, την ευθύνη του έθνους να την έχει η κοινωνία και όχι κάποιοι μονάρχες ή άλλοι, αυτό κατήργησαν, “διότι είναι αναντίστοιχο με τον πολιτισμό μας” έλεγε, που είναι ανώτερος υποτίθεται. Το δεύτερο, έφτιαξαν ένα κράτος προτεκτοράτο. Και καλλιέργησαν την ιδέα της εθελοδουλίας στην άρχουσα τάξη. Από τότε, καλλιεργείται η ιδέα ότι εμείς είμαστε κατώτεροι και περιφέρεια της Δύσης. Άρα, πρέπει να δεχθούμε και την ευγνωμοσύνη που πρέπει να οφείλουμε σ’ αυτούς που μας απελευθέρωσαν. Προτεκτοράτο. Το τρίτο, είναι ότι, το πολιτικό σύστημα που μας εγκατέστησαν -αρχικά απολυταρχία και μετά αυτό του κράτους-έθνους που έχουμε σήμερα- επειδή ήταν αναντίστοιχο με την πολιτική ανάπτυξη, την ανθρωποκεντρική ανωτερότητα του ελληνικού κόσμου, ήταν αυτό που δεν επέτρεψε την οποιαδήποτε θέση της κοινωνίας μέσα στην πολιτική. Ο πολίτης, εκεί που στην εποχή των κοινών πήγαινε να θέσει το πρόβλημά του στην κοινωνία/στον δήμο, τώρα πήγαινε στον πολιτικό. Γιατί την αρμοδιότητα του δήμου την πήρε ο πολιτικός. Όταν μας λένε ότι πελατειακό σύστημα και όλα αυτά είναι η αναντιστοιχία των πολιτικών που δεν έχουν καμία δημόσια αναφορά αλλά είναι πελατειακή, οφείλεται στην τουρκοκρατία, στην κοινωνία και στις κληρονομιές της, σε εμάς που είμαστε διεφθαρμένοι εκ φύσεως, θέλουν να κρύψουν το γεγονός ότι αυτό το σύστημα παρήγαγε, όχι στην εποχή της τουρκοκρατίας, αλλά στην εποχή του κράτους έθνους. Αυτή την εξατομίκευση των πολιτικών του κράτους. Θα ξέρετε το περίφημο τηλεγράφημα “Εγεννήθη άρρεν, κρατήσατε θέσιν στο δημόσιο”. Οι δημόσιες πολιτικές. Υπάρχει στα αρχεία της Αγροτικής Τράπεζας από κάποιον Λάκωνα. Έτσι ήξερε ότι θα γίνουν οι διορισμοί. Αυτή ήταν λογική του πολιτεύεσθαι. Δεν πολιτευόταν για να αναπτύξουν την χώρα. Ερχόμαστε σε ένα πολύ ενδιαφέρον και καταλυτικό παράδειγμα. Ο πολιτικός που δεν έχει απέναντί του τη συλλογικότητα της κοινωνίας, είτε ως μάζα, να μην τον απειλεί αλλά να προχωράει, ο φτωχός, ο άνεργος, να τρέχει προς το ένα κόμμα ο άλλος στο άλλο, αλλά, να τον αναγνωρίζει ως ηγέτη, θα πολιτευθεί και θα εκφραστεί μέσω των πολιτικών ιστρουχτών. Όμως, αυτός που έχει μάθει στην πολιτική ατομικότητα, να είναι πολιτικός ο ίδιος, δεν θα γίνει μάζα ποτέ. Θα πάει να διαπραγματευτεί την ψήφο του. Με προσωπικό αντάλλαγμα. Διότι η πολιτική ατομικότητα δεν μαζοποιείται. Αυτό είναι που έχει τη βάση αυτής της κατάργησης της αντιστοιχίας των δημοσίων πολιτικών με τη συλλογικότητα. Δεν υπήρχε από εκεί, η μάζα, το σύνολο, να αντιτάξει αιτήματα συλλογικά. Και απ’ την άλλη μεριά, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι, αντί για την κοινωνία όπως και στις άλλες χώρες που δεν υπάρχει κοινωνία θεσμιμένη, θα μπορούσε να είναι μια αστική τάξη. Αυτό που λέμε σήμερα κοινωνία πολιτών, που μας κοροϊδεύουν, γιατί κοινωνία πολιτών είμαστε όλοι οι πολίτες, αλλά δεν εννοούν αυτό όταν ακούτε να μιλάνε για κοινωνία πολιτών. Εννοούν τις ομάδες συμφερόντων που κινούνται γύρω απ’ το κράτος. Αυτές οι ομάδες, που, χειρότεροι είναι αυτές τις αστικής τάξης, αυτή έχει τη δύναμη να πλησιάζει την εξουσία γιατί έχει το χρήμα, δεν υπήρχαν στον ελληνικό χώρο. Λένε λοιπόν οι ιστορικοί μας, οι πολιτικοί επιστήμονες, οι διανοούμενοι, “δεν είχαμε αστική τάξη στην Ελλάδα. Είχαμε παρασιτική”. Μα βεβαίως, διότι αυτό το πολιτικό σύστημα παράγει παράσιτα. Αλλά αν το φτάσουμε μέχρι εκεί, θα δεχθούμε αυτό που λένε ότι εμείς μοιάζουμε με τις χώρες τις Λατινικής Αμερικής. Αν όμως βάλουμε την παράμετρο ότι ο ελληνικός κόσμος είχε τη μεγαλύτερη και την πιο οικουμενική αστική τάξη, η οποία ποτέ δεν εξέλειπε και ηγεμόνευε σε τρεις αυτοκρατορίες, πρέπει να διερωτηθούμε γιατί αυτή δεν εντάχθηκε στο κράτος-έθνος; Και εδώ διαπιστώσουμε ότι, αυτή όχι μόνο δεν εντάχθηκε –θυμηθείτε το νόμο περί ετεροχθόνων- αλλά, συγχρόνως, εξ συστήματος και εξ προθέσεως καταστράφηκε από αυτή την κοινωνία. Σκεφθείτε να είχε ελευθερωθεί ένα μέρος του ελληνικού κόσμου γύρω από ένα μεγάλο αστικό κέντρο. Την Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, την Θεσσαλονίκη. Η τύχη του ελληνικού κράτους θα ήταν τελείως διαφορετική. Οικοδομήθηκε σε μία περιοχή κατεστραμμένη και απ’ τον πόλεμο και εντελώς αγροτική. Και την έφτιαξαν όπως ήθελαν. Δεν ήθελαν την αστική τάξη να πει στην Ελλάδα. Διότι αν έμπαινε, θα γινόταν πρόεδροι το πολύ ορεινών κοινοτήτων οι πολιτικοί. Άρα ήταν μείζον κίνδυνος γι’ αυτούς. Γι’ αυτό και ενώ υπόσχονταν υπό το κράτος της πίεσης του ελληνισμού για τη Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή την εθνική ολοκλήρωση, ποτέ δεν την προετοίμασαν. Χαρακτηριστικό γνώρισμα το 1897. Μπήκαν στον πόλεμο γιατί υπήρχε τρομερή πίεση, έβλεπαν ότι τα σύννεφα των εθνικισμών στα Βαλκάνια ήταν τεράστια και θα χανόταν ολόκληρος ο ελληνισμός και αντί να προετοιμαστούν μπήκα στον πόλεμο μπλοφάροντας. Γιατί; Γιατί πίστευαν ότι οι μεγάλες δυνάμεις θα μας σταματούσαν. Μας άφησαν λοιπόν να εκτεθούμε και παραλίγο να χάσουμε ξανά την ελευθερία μας. Δεν υπήρχε κέντρο εκπαίδευσης στρατιωτών. Πώς θα πηγαίναμε στον πόλεμο για να ελευθερώσουμε απέναντι σε μια αυτοκρατορία τα εδάφη; Δεν υπήρχε καν εκπαίδευση των αξιωματικών του ιππικού. Μας λέει ο Δημήτριος Βικέλας δεν ήξεραν καν να ιππεύσουν στα άλογα, όχι να κάνουν πόλεμο.

Το τέλος του ελληνισμού επέρχεται με το 1922. Γιατί σηκώνει τόση θύελλα το ’22 και η καταστροφή; Μα γιατί, αυτοί οι οποίοι υιοθετούν τον εθνικισμό του άλλου δήθεν για να τον αντιτείνουν, (όπως λένε για τα Σκόπια, με τα Τουρκικά, ελληνοτουρκικά και λοιπά, για να το αντιτείνουν στον εσωτερικό εθνικισμό που δεν υπάρχει πια η έννοια του εθνικισμού στον χάρτη, είναι άλλες συνθήκες) αυτοί που τον αντιτείνουν λοιπόν, είναι εκείνοι που θέλουν να πλήξουν τη συλλογικότητα του Έλληνα. Να αφήσουν το κράτος να αλωνίζει, να αφήσουν επομένως τους εαυτούς τους και την άρχουσα τάξη να ηγεμονεύει. Δεν θέλουν να έχουν απ’ ευθεία αναφορά στην κοινωνία. Θέλουν να έχουν δικαιολογία την κοινωνία, αλλά να είναι ο δούρειος ίππος για την εξάρτηση της χώρας. Γιατί από εκεί αντλούν νομιμοποίηση και συμφέροντα κατά πλεονασμό από αυτά τα οποία θα είχαν εάν τους το επιτρέπαμε εμείς και εάν από εμάς εξαρτιόταν η ύπαρξή τους.

Κλείνω λοιπόν, ότι, στις μέρες μας το έθνος, είναι καταλυτικής σημασίας. Γεγονός. Και ως ελληνική κοινωνία για να ανακτήσουμε την ανεξαρτησία και την ανταποκρισιμότητα της πολιτικής προς την κοινωνία και το συμφέρον της, το συμφέρον του ελληνισμού, αλλά και στο γενικότερο πια πλαίσιο, διότι μεταβαίνουμε σε μια άλλη εποχή που οι κοινωνίες θα γίνουν απλώς ενεργούμενοι προς εκμετάλλευση και όχι συντελεστές της πολιτικής ζωής. Το διακύβευμα λοιπόν είναι: Πρώτον. Το έθνος να δομηθεί με όρους αναφοράς στην ιστορία, πολιτισμικά να ενισχυθεί, να θωρακιστεί, για να υπάρχει το σημείο αναφοράς της συλλογικότητας. Πολιτικά, να σημανθεί με μία πολύ δυνατή δόση εθνικής ανεξαρτησίας. Αλλά, για να γίνει αυτό, θα πρέπει το έθνος να ανακτήσει αυτό που είχε ιστορικά ο ελληνισμός, την εσωτερική του ελευθερία. Να μη στηριχθεί μόνο στο ατομικό της ελευθερίας και στο συλλογικό έναντι του άλλου, γιατί θα χάσει το παιχνίδι, άλλοι θα αποφασίζουν, αλλά να αξιώσει και ελευθερία ως προς τη διαχείριση του εθνικού. Να έχει θέση, άρα αλλαγή του πολιτικού συστήματος. Η ελευθερία η πολιτική, έστω και κατά την αντιπροσώπευση, θα αλλάξει άρδην την ιστορική πορεία του έθνους. Αυτό είναι το διακύβευμα αν θέλετε της εποχής μας.

Γιώργος Κοντογιώργης










Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ:

Αν με ρωτήσετε να σας πω με μία λέξη τι είναι αυτό που δημιουργεί την ανάγκη της σκέψης της ελευθερίας, θα σας απαντήσω μονολεκτικά: η νομισματική οικονομία.



(...) Όταν μιλάμε και αξιολογούμε ένα πολίτευμα, το αξιολογούμε στη σχέσης του μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών και της πολιτικής. Σήμερα δηλαδή, εάν θέλουμε να αξιολογήσουμε ένα πολίτευμα, θα το αξιολογήσουμε -(όπως και να το πούμε)- με βάση τους οικονομικούς του μετανάστες; ή με βάση τη σχέση που υπάρχει μεταξύ αυτών που λέγονται πολίτες και στο πολιτικό σύστημα; Αυτό είναι που καθορίζει την έννοια της πολιτείας. Άλλοι, κατηγορούν τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ότι δεν ασχολήθηκαν επαρκώς και δεν κατήγγειλαν –αυτή είναι η αντίληψη- το γεγονός ότι η δημοκρατία είχε δουλεία. Μα, αν υπάρχει ένα μειονέκτημα –που θα το δούμε- της δημοκρατίας, δεν είναι η δουλεία. Είναι το γεγονός, που συνδυάζει τη δουλεία, ότι, ήταν πολιτικά δημοκρατία αλλά όχι οικονομικά. Το οικονομικό σύστημα παρέμεινε ολιγαρχικό. Και γι’ αυτό υπήρξε η συνδρομή της οικονομικής μετανάστευσης, για να καλύψει το κενό. Επομένως, η συλλογιστική για την έννοια της συμμετοχής για τον ορισμό της δημοκρατίας και όλα αυτά, έχουν να κάνουν πρωταρχικά με την πολιτεία, το κράτος, μέσα στο κράτος με το είδος της πολιτείας, άρα της σχέσης μεταξύ πολιτικού συστήματος, πολιτικής και, κοινωνίας και όχι με οτιδήποτε άλλο. Και εδώ, μπορεί να αξιολογήσει κανείς τις αδυναμίες. Γιατί όταν μιλάμε για δημοκρατία ή για οποιοδήποτε άλλο πολίτευμα, δεν εξαϋλώνουμε τη σκέψη μας για να δείξουμε ότι αυτό είναι το ιδανικό κι εκείνο όχι. Καταγράφουμε το φαινόμενο. Λέμε: αυτό είναι δημοκρατία, αυτό είναι αντιπροσώπευση, αυτό είναι μοναρχία και, ο καθένας ως πολίτης επιλέγει. Αυτό που δεν επιτρέπεται είναι, να αναιρεί το περιεχόμενο και την ουσία του πράγματος. Από εκεί και πέρα, εάν θέλουμε στον ιστορικό χρόνο να κρίνουμε ένα πολίτευμα, θα πούμε, το σημερινό –παραδείγματος χάρη- είναι εκλόγιμη μοναρχία, (είναι δηλαδή μία μοναρχευομένη ολιγαρχία, ένα αυστηρά πρώιμο πολιτικό σύστημα μοναρχευομένης ολιγαρχίας), αλλά, είναι ανώτερο από αυτό που είχε η πόλη εκείνη την εποχή. Όπως και η ατομική ελευθερία και τα αγαθά που απολαμβάνουμε σήμερα, είναι ανώτερα από αυτά εκείνης της εποχής. Αλλά αυτό, δεν το κάνει ανώτερο συνολικά και να πούμε ότι είναι και ανώτερο της δημοκρατίας. Διότι δεν περιέχει τα στοιχεία της δημοκρατίας για να συγκριθεί με τη δημοκρατία. Αντιλαμβάνεσθε δηλαδή, ότι, ένα ποσοτικό γεγονός, που είναι η μεγάλη κλίμακα του κράτους έθνους, που κινητοποίησε αυτά τα οποία κινητοποίησε σήμερα, κινητοποιεί στο πεδίο της τεχνολογίας και λοιπά και των αγαθών που μπορεί να δημιουργήσει το ποσοτικό αυτό γεγονός, δεν κρίνεται σε παραλληλία με το αντίστοιχο γεγονός της πόλης, αλλά, ως ποσοτική παράμετρος του σημερινού κράτους συνολικά με το συνολικό κράτος στο τότε, για να απορριφθεί το σύνολα. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα η κλίμακα και η ανθρωποκεντρική εξέλιξη μέσα στην κλίμακα. Με άλλα λόγια, για να κατανοήσουμε τη δημοκρατία ή οποιοδήποτε άλλο, όπως και τις διακρατικές σχέσεις του Θουκυδίδη, της δημοκρατίας και της ολιγαρχίας της εποχής, αυτό που απαιτείται, είναι να έχουμε συνείδηση του χρόνου μας. Συνείδηση του χρόνου, σημαίνει, συνεκτίμηση των φαινομένων, τα οποία παραδείγματος χάρη σε επίπεδο των χρήσεων της πολιτικής ως δύναμης ή του πολιτικού συστήματος, δημιουργούν, για να έχουμε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Στις διακρατικές σχέσεις ή στις εσωτερικές σχέσεις. Πάντως, η δημοκρατία όπως και κάθε άλλο πολίτευμα, κρίνεται, όχι απ’ τις διακρατικές σχέσεις -όπως είπαμε- που εφαρμόζει, αλλά απ’ το, την σχέση κοινωνίας και πολιτικής που διαμορφώνεται μέσα σε κάθε κράτος, η δημοκρατία έχει συγκεκριμένο χρόνο, δεν εμφανίζεται στις απαρχές της συγκρότησης της γέννησης του ελεύθερου ανθρώπου αλλά στην ολοκλήρωσή του, και έχει μια συγκεκριμένη και αλληλένδετη με τη βιολογία του κοινωνικού φαινομένου των ανθρώπων εξελικτική διαδρομή.

Να δούμε τώρα λοιπόν, πως αυτά τα οποία αντλούμε απ’ τον Θουκυδίδη και τα οποία επίσης αντλούμε κι απ’ τους άλλους στοχαστές της αρχαιότητας, που μας διαβεβαιώνουν ότι, δεν ήταν εφικτό και μάλλον ήταν αδιανόητο να σκεφθούμε τη δημοκρατία όταν πρωτογεννήθηκαν οι εν ελευθερία κοινωνίες στην πόλη (στους κρητομυκηναϊκούς χρόνους και μετά, ιδίως απ’ τον 8ο- 7ο αιώνα), δεν ήταν δυνατόν τότε να έχουμε δημοκρατία, αλλά την έχουμε στην εποχή που κατελήφθησαν οι μοναρχίες, κατελήφθη το αντιπροσωπευτικό σύστημα και, οδηγηθήκαμε στην ολοκλήρωση του κρατοκεντρισμού πριν από την μετάβαση στην οικουμένη. Σ’ αυτή λοιπόν την περίοδο, η δημοκρατία, θα μας πει ο Αριστοτέλης, είναι ένα γεγονός το οποίο όχι μόνο δεν μπορεί να ανατραπεί, αλλά είναι τόσο καθολικά στον ελληνικό κόσμο διαδεδομένο, που είναι αδιανόητο να σκεφθούμε ότι μπορεί να επιβληθεί ένα άλλο πολιτικό σύστημα. Κυρίαρχη πραγματικότητα. Πόσο διάστημα έχουμε απ’ την εποχή του Δράκοντα (7ο, αρχές 6ου αιώνα) μέχρι τον 5ο- 4ο αιώνα; Αυτό μας δείχνει την βιολογική διαδρομή απ’ την κληρονομική μοναρχία στην τελική δημοκρατία της πόλης-κράτους. Βέβαια, επειδή, ακούμε στις ειδήσεις αυτές τις μέρες ότι η Αγγλία γιορτάζει και πανηγυρίζει για την βασίλισσά της, ας θέσουμε το ερώτημα με απλούς όρους: πώς γίνεται να είναι ένα πολίτευμα κατά το ήμισυ κληρονομικό ή δοτό (όπως είναι η βουλή των λόρδων) και, να είναι συγχρόνως δημοκρατία; Η απάντηση που δίνουν εδώ είναι ακριβώς αυτή που υπαινίχθηκα πριν. Ότι λέει δεν είναι, αλλά, το θέλει ο λαός. Η επόμενη απάντηση σ’ αυτήν την απάντηση, είναι ότι και τη φεουδαρχία στη βαθιά της εποχή, στην πιο ακραία εκδοχή της στη Δύση, ήταν απολύτως νομιμοποιημένο και το ήθελε ο λαός γιατί δεν είχε άλλη παράσταση· ως να δει τα καινούργια φαινόμενα. Θα αρκούσε να είναι πιο εγκρατής στην μεταχείρισή του, του δουλοπάροικου, ο φεουδάρχης, για να είναι πάρα πολύ ικανοποιημένος ο δουλοπάροικος. Αυτό δεν το κάνει δημοκρατικό. Η σχέ
ση· το σύστημα είναι εκείνο.

Για να δούμε λοιπόν, πώς θα ορίσουμε τη δημοκρατία; Προσέξτε! Η δημοκρατία, δεν είναι αυτοσκοπός. Όταν λέω και επιμένω να λέω ότι δεν είναι αυτοσκοπός, θέλω να δείξω ότι, η δημοκρατία, είναι μία πολιτεία που θεσμικά έρχεται να πραγματοποιήσει το σκοπό για τον οποίο προορίζεται. Ο σκοπός των κοινωνιών εν ελευθερία, είναι η ελευθερία. Είναι άλλο ζήτημα βεβαίως –που δεν μπορούμε να το εξετάσουμε εδώ- το γεγονός ότι, η ελευθερία δεν είναι μια μεταφυσική έννοια. Δεν είναι κάτι δηλαδή που έρχεται στο μυαλό μας κάποια στιγμή επειδή σκεφτόμαστε και κάνουμε προβολές ή διατυπώνουμε σκέψεις για το τι θέλουμε και τι όχι. Η ελευθερία είναι κάτι το οποίο κάποιοι παράγοντες, κάποιες παράμετροι τη δημιουργούν. Γι’ αυτό και λέμε διαπιστωτικά ότι, το μεγαλύτερο διάστημα της ιστορίας της ανθρωπότητας -και μάλιστα, αν αφαιρέσουμε τον ελληνικό κόσμο του συνόλου της ανθρωπότητας ουσιαστικά- ήταν διάστημα μη ελευθερίας. Δηλαδή, είτε φεουδαλικής καθαρά, είτε κρατικής δεσποτείας μιας άλλης εκδοχής της φεουδαρχίας. Δουλοπάροικους παρήγε. Και, αυτοί οι δουλοπάροικοι, δεν συγκροτούν, δεν μπορούν να εγγραφούν σε καθεστώς ελευθερίας. Επομένως, η ελευθερία, κάποια στιγμή από κάποιους παράγοντες δημιουργείται. Αν με ρωτήσετε να σας πω με μία λέξη τι είναι αυτό που δημιουργεί την ανάγκη της σκέψης της ελευθερίας, θα σας απαντήσω μονολεκτικά: η νομισματική οικονομία. Απλουστεύω, αλλά για να γίνει κατανοητό. Όπου εμφανίζεται η νομισματική οικονομία και κυριαρχεί, (όχι μια οκά χρυσό για να πάρω αντίστοιχα προϊόντα, το νόμισμα, αυτό που το βλέπουμε στον ελληνικό κόσμο να παράγεται πρώτα στην Αίγινα και μετά στον υπόλοιπο όπως και στην Ινδία, στη Μικρά Ασία. Αν προσέξετε το σήμα που έχει η Άλφα Τράπεζα, στη σημαία της, είναι η μία όψη από το πρώτο νόμισμα που δημιουργείται στην Αίγινα). Η νομισματική οικονομία λοιπόν. Γιατί; Γιατί δημιουργεί τους όρους, να υπονομευθεί η φεουδαρχία. Δημιουργεί το ίδιο το νομισματικό σύστημα (το εμπόριο και η μεταποίηση), τις προϋποθέσεις το θεμέλιο, για να λειτουργεί ο άνθρωπος ως ελεύθερη οντότητα. Να κινείται, να πουλάει το εμπόρευμά του, να το παράγει, να φτιάχνει τσέπη και να έρχεται και το κράτος να του ζητάει φόρο/μερίδιο. Επομένως, αυτή η πρώτη αρχή και η εξέλιξη αυτής της αρχής της νομισματικής οικονομίας, είναι αυτή που δημιουργεί την διάδραση σε μία δυναμική σχέση, κατά την οποίαν το άτομο που μπαίνει σ’ αυτή τη διαδικασία, για να αντιμετωπίσει αυτόν που κατέχει το σύστημα της νομισματικής οικονομίας (που κάνει συσσώρευση πλούτου, που δανείζει και λοιπά), επιδιώκει να αντισταθμίσει την ισχύ του την οικονομική στη συνέχεια με τη συμμετοχή του στην πολιτεία. Τι συνέβη στην Αθήνα -(έχουμε τις πηγές, γιατί κι αλλού συνέβη)- μετά από μία στιγμή; Όταν η οικονομική μετανάστευση ήρθε σε μεγάλη ποσότητα/σε μεγάλο αριθμό στις ελληνικές πόλεις; Εκτοπίστηκε από την οικονομική εργασία, το άτομο· ο πολίτης. Και, βρέθηκε αντιμέτωπος με δύο ζητήματα. Πρώτον, πώς θα μπορέσει να συμμετάσχει στην οικονομική αναδιανομή αν δεν έχει δική του περιουσία, αν δεν έχει δική του επιχείρηση (αν δεν μπορέσει να ενσωματωθεί δηλαδή στην οικονομική διαδικασία ξανά με άλλο τρόπο) και, το δεύτερο στοιχείο αυτής της πραγματικότητας είναι, πώς θα μπορέσει να συμμετάσχει στην οικονομική αναδιανομή. Γιατί, όταν κανείς είναι άνεργος δε μπορεί να ζήσει. Πώς θα έχει τα χρήματα για να μπορεί να τα βγάζει πέρα; Αυτό λοιπόν το μείζον ζήτημα, -με τον απλό τρόπο που το διατυπώνω- τέθηκε, και, βεβαίως, ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε ήταν πώς; Πολιτικά. Η οικονομία έτρεχε μέχρι τον Εύξεινο Πόντο, έφερνε από εκεί οικονομική μετανάστευση, η πολιτική όμως (το σύστημα), έμενε μέσα στην πόλη. Εκεί επεχείρησε ο πολίτης να αντισταθμίσει την δύναμη της οικονομίας. Γιατί, όπως είπαμε, το πολιτικό σύστημα πέραν τους κράτους, δεν υπάρχει. Και επομένως, η πολιτική αντιμετωπίζεται με όρους δύναμης. Εκεί θα κάνεις πόλεμο για να πάρεις τα αγαθά απ’ τον άλλον ή για να του επιβάλεις ένα καθεστώς που θα είναι αλληλέγγυο με εσένα και να έχεις επομένως να επωφεληθείς απ’ αυτό. Αλλά, μέσα στη χώρα, είσαι κύριος του εαυτού σου, μπορείς εκεί να επιβάλεις συσχετισμούς διαφορετικούς. Και αν είσαι μικρή χώρα δεν το μπορείς, αν είσαι μεγάλη όμως καταφέρνεις το σύστημα που θα επιβάλεις εσύ ως κοινωνία, να το αναπαραγάγεις και να το μεταφέρεις με όρους αλληλεγγύης και αλλού. Γι’ αυτό και η Αθήνα ως ηγεμόνας έκανε το δημοκρατικό σύστημα μία κυρίαρχη πραγματικότητα στον τότε κόσμο, ενώ αντιθέτως μία μικρή δύναμη που θα ήθελε να διαφοροποιηθεί και να έχει το δικό της σύστημα, δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει. Γιατί θα της επέβαλαν τους νόμους. Σας θυμίζω τους Μηλίους και πολλούς άλλους. Επομένως, σκοπός της δημοκρατίας είναι η ελευθερία. Αλλά όμως, σκοπός μιας πολιτείας, ας πούμε της εκλόγιμης μοναρχίας, είναι επίσης η ελευθερία. Κατά τι διαφέρει λοιπόν η ελευθερία ως σκοπός σε μια εκλόγιμη μοναρχία, (το επαναφέρω διαρκώς, στο σημερινό σύστημα, αν ρωτήσουμε κάποιον θα μας πει “είμαι ελεύθερος”), κατά τι διαφέρει λοιπόν αυτή η ελευθερία που πραγματοποιεί η εκλόγιμη μοναρχία από την ελευθερία που πραγματοποιεί η δημοκρατία; Διαφέρει στο μέγεθος της ελευθερίας. Η ελευθερία μία είναι. Αλλά έχει πολλά πεδία στα οποία θα εμπραγματωθεί. Παραδείγματος χάρη, στην εκλόγιμη μοναρχία, για να το απλουστεύσουμε, σήμερα εάν μιλήσουμε για ελευθερία, έχουμε επίγνωση για ποια ελευθερία μιλάμε; Σε ποιο πεδίο της ελευθερίας της ζωής μας είμαστε ελεύθεροι;

Στην προσωπική μας ζωή. Σε όλα τα άλλα πεδία στα οποία θα κινηθούμε, εκεί δηλαδή που συνάπτουμε συμβάσεις (πάμε να βρούμε δουλειά, υπογράφουμε μια σύμβαση με τον εργοδότη, δημόσιο ή ιδιωτικό), στην πολιτική, δεν συναποκομίζουμε το συμπέρασμα ότι είμαστε δούλοι. Κι αν μας το πει κάποιος θα ενοχληθούμε. Αλλά είμαστε δούλοι. Δεν είμαστε ελεύθεροι διότι, η έννοια της ελευθερίας ορίζεται ως αυτονομία! Είμαι αυτόνομος και όχι ετερόνομος. Αποφασίζω εγώ για τον εαυτό μου κι όχι κάποιος άλλος για εμένα. Όπου αποφασίζει κάποιος άλλος για εμένα -η πολιτική, η οικονομία, οπουδήποτε- συγκροτείται με όρους εξουσίας, άρα αυτό που λέμε σήμερα ότι, πολιτική ίσον η εξουσία, είναι ιδεολογικά περιγραφικό της σημερινής πραγματικότητας και όχι γενικότερα του πολιτικού φαινομένου -γιατί το πολιτικό φαινόμενο μπορεί να συγκροτηθεί με όρους όπως είπαμε ελευθερίας ή με όρους δύναμης- και για να έχει κανείς αυτονομία, αυτεξουσιότητα δηλαδή να ορίζει αυτός τα του προσώπου του κι όχι κάποιος άλλος, έχει πεδία εφαρμογής. Πεδία εμπραγμάτωσης. Προσωπική ζωή, κοινονικο-οικονομική ζωή, πολιτική ζωή. Η δημοκρατία λοιπόν, ορίζει την ελευθερία ως καθολικό διακύβευμα. Καθολική ελευθερία σημαίνει: στην ατομική/προσωπική μας ζωή, στην κοινονικο-οικονομική και στην πολιτική ζωή. Η ατομική ελευθερία σήμερα, όπως και στην εποχή του Σόλωνα μέχρι που έκανε την μεταρρύθμισή του, ήταν εύκολο να εξοικονομηθεί μέσα σε ένα σύστημα που μας διαφεύγει. Που το κατέχουν άλλοι. Αρκεί να μη μας στερούν –εκεί θα τεθεί το θέμα των ορίων της ατομικής μας ελευθερίας- να μη μας στερούν τα χρειώδη. Αυτά που συγκροτούν. Να μη μπαίνει μες το σπίτι μας με το έτσι θέλω κάποιος, να μη μας στερεί –όπως συμβαίνει με την κρίση- τα χρειώδη για να μη μπορούμε να αντεπεξέλθουμε στις στοιχειώδες ανάγκες της ζωής και ούτω καθεξής. Αλλά, ικανοποιείται αυτή η ατομική ελευθερία στην παρούσα κατάσταση. Δηλαδή στην μοναρχία· την εκλόγιμη, ή την αγγλική ή κληρονομική. Δεν ικανοποιείται η κοινωνικο-οικονομική και πολιτική ελευθερία. Τα πεδία δηλαδή όπου ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή, δημιουργεί συμβάσεις, δημιουργεί σχέσεις οι οποίες προϋποθέτουν την παραίτησή του απ’ την ελευθερία.

Εάν θέσουμε το ερώτημα, πώς πραγματοποιήθηκε η ελευθερία στο κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό πεδίο στην περίπτωση του ελληνικού κόσμου, θα διαπιστώσουμε ότι υπήρξαν δύο μεγάλες εποχές. Δύο μεγάλες περίοδοι αυτής της εξέλιξης· αυτής τη πραγματικότητας. Η μία έχει να κάνει –αναφέρομαι στην κοινωνική ελευθερία- έχει να κάνει με την κλασική εποχή και η άλλη, ανάγεται στον άγνωστο τόπο και στον άγνωστο χρόνο της δημοκρατίας που, υπερβαίνει την κλασική όπως λέγεται εποχή (δηλαδή τον κρατοκεντρισμό) και εισερχόμαστε στην περίοδο της οικουμένης. Εκεί έχουμε μία άλλη μεγαλειώδη διαδρομή της δημοκρατίας, η οποία στην πραγματικότητα γίνεται ένα κυρίαρχο καθεστώς που με διαφορετικό τρόπο έρχεται να ικανοποιήσει τις νέες ανάγκες που δημιουργούνται στον άνθρωπο. (...)

Γ. Κοντογιώργης - Ο Θουκυδίδης και η εποχή μας
Απόσπασμα απομαγνητοφώνησης. Ο Γιώργος Κοντογιώργης συνομιλεί με καίριες πτυχές του κορυφαίου έργου του Θουκυδίδη και επιχειρεί μια ανάγνωση της εποχής μας μέσα από αυτό. Η σειρά αυτή των διαλέξεων πραγματοποιήθηκε στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη (Ιανουάριο-Φεβρουάριο 2017).
Απομαγνητοφώνηση, Ελένη Ξένου.








📚










📚




Τα νομίσματα της Αίγινας




Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2019

Το πολιτικό σύστημα έριξε

την Ελλάδα στα βράχια

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ



Γιώργος Κοντογιώργης
10 Σεπτεμβρίου 2019
1608

Όπως αποδείχθηκε από τα γεγονότα, οι πολιτικές ηγεσίες δεν πήραν τα αναγκαία μέτρα για να αποτρέψουν την οικονομική κρίση, η οποία ουσιαστικά ήταν χρεοκοπία, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να υπαχθεί σε Μνημόνια. Κι όταν αυτά επιβλήθηκαν, οι κυβερνήσεις δεν πήραν μέτρα ανάταξης της χώρας, έκοβαν απλώς δαπάνες, όπου τους υποχρέωναν οι δανειστές. Αρχικά έκαναν περικοπές στους χαμηλόμισθους, τους χαμηλοσυνταξιούχους και από την κοινωνική πρόνοια.
Στη συνέχεια οι δανειστές επέβαλαν μέτρα κατά των υψηλόμισθων και υψηλοσυνταξιούχων, που αρχικά τους ήθελαν συμμάχους μαζί με την πολιτική τάξη μέχρι να καθαρίσουν το τοπίο με τη φτωχολογιά και τη μεσαία τάξη. Στο μεταξύ επιδόθηκαν στην αποδόμηση του παραγωγικού ιστού της χώρας.

Προφανώς, δεν έλαβαν μέτρα ανασυγκρότησης στα νοσοκομεία, στα πανεπιστήμια, στη δημόσια διοίκηση, στη Δικαιοσύνη κλπ, ώστε να εκλείψει η τριτοκοσμική εικόνα. Η Τρόικα, ωστόσο, άφησε το πολιτικό σύστημα ανέγγιχτο, όπως επίσης και τα προνόμια του πολιτικού προσωπικού. Τα οποία μέρα με τη μέρα αυγατίζουν. Αυτό γιατί; Γιατί έτσι τους είχαν και τους έχουν στο χέρι για να κάνουν τη “βρώμικη δουλειά”.
Για την ακρίβεια, η Τρόικα έβαλε όρο για την χρηματοδότηση των κομμάτων. Αλλά και οι ρυθμίσεις σ’ αυτόν τον τομέα ομολογούν την συνενοχή. Τί σημαίνει ότι ένα κόμμα δανείζεται με βάση την κρατική χρηματοδότησή του στο μέλλον; Το ΠΑΣΟΚ πως θα αποδώσει τα δάνεια που πήρε; Και ο Βενιζέλος είχε ομολογήσει ότι αν δεν αμνηστευθούν οι συνένοχοι των δανείων, οι αρχηγοί των κομμάτων θα πάνε φυλακή, αλλά αυτά δεν συμβαίνουν στην Ελλάδα!
Γιατί, όμως, να μην πάνε φυλακή αυτοί που βλάπτουν κατά σύστημα τη χώρα; Μιλάνε για ποινικοποίηση της πολιτικής. Τι εννοούν με αυτό; ότι οι πολιτικοί πρέπει να εξαιρούνται από το κράτος δικαίου, να είναι πάνω από το νόμο; Δηλαδή, αν ο πολιτικός εξαπατεί, καταδολιεύει και κλέβει μια ολόκληρη χώρα, δεν πρέπει να πάει φυλακή; Η πολιτική θα έπρεπε να υπόκειται στη Δικαιοσύνη πολύ πριν υπαχθεί σε αυτήν ο απλός πολίτης. Να θυμίσω ότι το σύστημα αυτό ομοιάζει σαν μια σταγόνα νερού με την απολυταρχία του παρελθόντος;


Οι εκλογές δεν είναι δικαστήριο
Ακούω συχνά ότι υπάρχει πολιτική ευθύνη, η οποία αποδίδεται στις εκλογές. Αλλά ακόμα και τον καλύτερο πολιτικό ο κόσμος μπορεί να τον βαρεθεί και να πάρει κάποιος άλλος τη θέση του. Οι εκλογές αποφασίζουν ποια θα είναι η επόμενη κυβέρνηση. Δεν είναι δικαστήριο, δεν απονέμουν δικαιοσύνη. Δεν αποτελούν ποινή. Η πολιτική ευθύνη αποτελεί την υψίστη απάτη, διότι χρησιμοποιείται ως άλλοθι για να εξαιρεθεί ο πολιτικός του κράτους δικαίου. Εάν δεν αλλάξει το πολιτικό σύστημα δεν υπάρχει περίπτωση η χώρα να βγει στο ξέφωτο. Εάν αυτό ήταν εφικτό θα είχε συμβεί στους δύο αιώνες του ελεύθερου βίου μας.


Οι νόμοι και οι κυβερνητικές πολιτικές οφείλουν να έχουν και τη συναίνεση της κοινωνίας. Στα χρόνια των Μνημονίων και όχι μόνο, οι κυβερνήσεις λένε και ξαναλένε σε όλους τους τόνους πως ό,τι κάνουν το κάνουν, επειδή δεν υπάρχει άλλη λύση. Πως είναι μονόδρομος. Ασφαλώς για τον Σόιμπλε δεν υπήρχε άλλη λύση, ασφαλώς για τις αγορές δεν υπάρχει άλλη λύση. Για την κοινωνία, όμως, θα βρισκόταν άλλη λύση αν προϋπόθεση για να ισχύσει ένα νομοθέτημα, θα ήταν να ερωτηθεί η ίδια η κοινωνία.


Εάν η κάθε κυβέρνηση υπέκειτο σε διαδικασίες κοινωνικής συλλογικότητας, θα είχε λεηλατηθεί και αποδομηθεί η Ελλάδα; Εάν ο πολιτικός γνώριζε ότι η συστηματική εξαπάτηση που διαπράττεται με το να λέει ό,τι θέλει προ των εκλογών και να επαινεί εαυτόν στη συνέχεια ότι τα αναίρεσε, θα είχε συνέπειες, δεν θα πρόσεχε να είναι πιο υπεύθυνος; Εάν ο υπάλληλος υπείχε προσωπική ευθύνη έναντι του πολίτη θα τολμούσε να του συμπεριφέρεται εκ του ασφαλούς σαν σατράπης;
Στα χρόνια πριν αλλά και μέσα στην κρίση δεν υπήρξε κάποιο σοβαρό πρόγραμμα ανασυγκρότησης. Ποιος θα υποχρέωνε τις εκάστοτε κυβερνήσεις να επεξεργαστούν και να προτείνουν ένα τέτοιο πρόγραμμα, αφού παραμένουν ανεξέλεγκτες, ως εάν το κράτος είναι δικό τους;


Οι αμεσοδημοκράτες
Στο σημείο αυτό θέλω να είμαι σαφής. Οι μεγαλύτεροι εχθροί της δημοκρατίας σήμερα είναι αυτοί που αποκαλούνται αμεσοδημοκράτες. Είναι οι πιο μεγάλοι πολιτικοί ολιγάρχες, διότι όχι μόνο είναι απέναντι στη δημοκρατία, αλλά και παρέχουν νομιμοποίηση στο παρόν ολιγαρχικό σύστημα με το αιτιολογικό του δημοψηφίσματος. Το δημοψήφισμα, με όποια μορφή και εάν το δούμε, είναι ο φερετζές της μοναρχευομένης ολιγαρχίας.


Το δημοψήφισμα είναι ό,τι και οι εκλογές. Δηλαδή, αποφασίζουμε σήμερα να δώσουμε ασυλία και άλλοθι διακυβέρνησης για τέσσερα χρόνια, σε αυτούς οι οποίοι από την επομένη ημέρα δεν θα μας γνωρίζουν και δεν θα μας λογαριάζουν. Το ίδιο ισχύει και για το δημοψήφισμα. Οι πολίτες καλούνται να αποφασίσουν για μία υπόθεση, τη στιγμή που για όλες τις άλλες υποθέσεις, που αφορούν στη διακυβέρνηση και στη νομοθεσία, θα αποφασίζει η κυβέρνηση. Τα περί “λαϊκής πρωτοβουλίας” δεν αλλάζουν τα πράγματα, διότι απλώς στη θέση των κομμάτων δεν θα υπεισέλθει το σώμα της κοινωνίας, αλλά οι διάφορες αυτόκλητες ομάδες συμφερόντων.


Για να αλλάξει το πολιτικό σύστημα πρέπει η κοινωνία των πολιτών, ως αδιαμεσολάβητο σώμα να γίνει καθημερινός θεσμός της Πολιτείας. Για όλα. Το δημοψήφισμα επομένως δεν έχει καμία σχέση με τη δημοκρατία, ούτε καν με την αντιπροσώπευση. Είναι πολύ ενδιαφέρον να προσέξουμε ότι οι λεγόμενοι αμεσοδημοκράτες δεν γνωρίζουν όχι μόνο τι είναι και ποιος ο σκοπός της δημοκρατίας, αλλά ούτε και τη διαφορά της με την αντιπροσώπευση.


Πιστεύουν ότι το σημερινό πολίτευμα είναι αντιπροσωπευτικό και ίσως ολίγον δημοκρατικό. Υπάρχουν τρία πολιτεύματα που θα πρέπει να γνωρίζουμε την ύπαρξή τους καθώς και τον χρόνο τους. Το ένα είναι η μοναρχία, η εκλόγιμη που διαδέχθηκε την κληρονομική μοναρχία, το άλλο είναι η αντιπροσώπευση και το τρίτο είναι η δημοκρατία. Τα τρία αυτά πολιτεύματα είναι τελείως ασύμβατα μεταξύ τους.