Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

Η καίρια σημασία του λόγου αυτής της Επιτροπής και του στόχου, είναι να μοιάσει η ελληνική κοινωνία στη «μούρη» του κράτους και όχι να προσαρμοστεί το κράτος (το πολιτικό προσωπικό) στα διακυβεύματα και στην πολιτισμική φιλοδοξία αυτής της κοινωνίας


Γ. Κοντογιώργης - Από την πανδημία του κορωνοιού στην πανδημία της πόλης - 28.5.2020


Ο Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και πρώην Πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργος Κοντογιώργης στις 28.5.2020 στην "Φωνή της Ελλάδας" της ΕΡΤ και στον δημοσιογράφο Θανάση Χούπη.

Η εκπομπή έχει την τιμή να φιλοξενεί έναν εκ των κορυφαίων της ελληνικής διανόησης τις τελευταίες δεκαετίες, τον Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου, αλλά και πρώην πρόεδρο της ΕΡΤ 
Κύριο Γιώργο Κοντογιώργη.
Απομαγνητοφώνηση, Ελένη Ξένου.



Γιώργος Κοντογιώργη: 


Η τεχνολογία, το εντυπωσιακό αυτό μέρος της εξέλιξης του ανθρώπου και τα αποτελέσματά του, μας οδήγησαν στο να ξεχάσουμε ότι είμαστε μέρος της φύσης και δεν είμαστε κυρίαρχοι της φύσης παρά μόνο σε ορισμένα πολύ περιορισμένα ζητήματα στα οποία μπόρεσε ο άνθρωπος να γίνει «κύριος» και να τα ελέγξει, δηλαδή να τα χρησιμοποιήσει προς όφελός του. Αλλά δεν είναι μόνο η κατάχρηση που γίνεται. Δεν θεωρώ δηλαδή ότι η κατάχρηση είναι το κύριο ζήτημα που πρέπει να τεθεί σε σχέση με τις πανδημίες, όσο το γεγονός ότι, ο άνθρωπος αισθάνεται ότι είναι υπέρτερος στις δυνατότητες που έχει επάνω στην φύση από όσο έχει. Η φύση έχει τους δικούς της νόμους. Συγχρόνως ο άνθρωπος μπορεί να έχει τα επιτεύγματα που έχει να επιδείξει στο επίπεδο της τεχνολογίας, αλλά από την άλλη, είναι πεπερασμένος όχι μόνο μέσα στο σύμπαν αλλά και επάνω στη Γη. Στο κοινωνικό επίπεδο δε, εάν κανείς θελήσει να δει τα πράγματα υπό το πρίσμα της εξέλιξης, όπως παραδείγματος χάρη ένας άνθρωπος, η βιολογία του κοινωνικού ανθρώπου σήμερα ανταποκρίνεται στο βρεφικό στάδιο της ανάπτυξής του. Δηλαδή σε ό,τι έχει να κάνει με την οργάνωση και τη λειτουργία των κοινωνιών, τις ελευθερίες που μπορεί να ενσωματώσει ο κοινωνικός άνθρωπος, είναι κυριολεκτικά στο βρεφικό στάδιο. Ζει την αλαζονεία της μεγάλης κλίμακας, της τεχνολογικής εποχής και των δυνατοτήτων της (του γεγονότος ότι μπορεί να πάρει το αεροπλάνο και να πάει οπουδήποτε παραδείγματος χάρη ή να επικοινωνήσει με το κομπιούτερ), αλλά δεν έχει αντιληφθεί ότι είναι μέσα σε αυτό το κοινωνικό σύμπαν ένα άτομα ιδιώτης. Δεν ελέγχει το παραμικρό. Αυτό σημαίνει ότι εκείνοι οι οποίοι μπορούν να ελέγχουν τα εργαστήρια, να ελέγχουν ειδικότερες περιοχές της φύσης ή μπορούν να ελέγχουν τα συστήματα πρόνοιας, καθορίζουν με βάση τα δικά τους συμφέροντα και όχι τα συμφέροντα των κοινωνιών. Η κοινωνίες δηλαδή, βρίσκονται στο έλεος κυριολεκτικά, πραγματικοτήτων οι οποίες μπορούν τα δημιουργήσουν τα αποτελέσματα των πανδημιών. Βεβαίως η αντιμετώπιση μιας πανδημίας δε θα γίνει με τους όρους που γινόταν στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα ή στην Αφρική ή οπουδήποτε αλλού, αλλά γίνεται με πολύ πιο αποτελεσματικούς όρους. Αλλά όμως, δεν παύουμε να έχουμε τα αποτελέσματα σε πολλαπλασιαστικό επίπεδο ακριβώς διότι έχει διαταραχθεί η ισορροπία μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας. Αυτών που ελέγχουν δηλαδή και όλη την τεχνολογία και όλα τα συστήματα τελικά (κοινωνίας και πολιτικής). 

Η εξέλιξη της ανθρωπότητας δεν υπήρξε ποτέ οριζόντια (δηλαδή εξέλιξη προς τα εμπρός). Έχουμε και οπισθοδρομήσεις οι οποίες αποτελούν ευκαιρία για την μετάβαση σε ένα καινούργιο μέλλον. Αυτές τις οπισθοδρομήσεις, μπορεί να τις δημιουργήσει μία πανδημία (πάρα πολλές φορές τα αποτελέσματα όπου την συναντάμε είναι σημαντικά έως συντριπτικά), όπως μπορεί να τις δημιουργήσει και ο άνθρωπος ο ίδιος μέσα από τις δράσεις του (μέσα από τους πολέμους, μέσα από ηγεμονικές καταστάσεις που δημιουργούνται, άρα με την φτωχοποίηση μεγάλων στρωμάτων των κοινωνιών που δημιουργούν και τις αντίστοιχες αντιδράσεις), έχουμε αυτά τα φαινόμενα. Το ζήτημα είναι, στην εποχή μας, με αφορμή αυτή την πανδημία, εάν η ελίτ του κόσμου (και στις ελίτ του κόσμου συμπεριλαμβάνω και τα ηγεμονικά κράτη αλλά και όλους εκείνους του οικονομικούς και πολιτισμικούς παράγοντες οι οποίοι επιδρούν καταλυτικά πάνω στα πράγματα), εάν θα αποκομίσουν τα αναγκαία συμπεράσματα ώστε να μην οδηγηθούμε σε πολύ δυσάρεστες καταστάσεις. Και οι δυσάρεστες καταστάσεις, έχουν να κάνουν με αντιδράσεις οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν πολλαπλασιαστικά προβλήματα. Δηλαδή να έχουμε ανατροπές, κοινωνικές αναταραχές μεγάλης κλίμακας, οι οποίες στη συνέχεια δε θα μπορούν να ελεγχθούν και θα φέρουν επιπλέον καταστροφές. Πολύ φοβάμαι πως δεν έχουν πάρει το μήνυμα αυτό οι ελίτ. Δηλαδή, αν κρίνω από το γεγονός ότι όλη η αρθρογραφία που αναπτύσσεται τον καιρό αυτό στον δυτικό κόσμο εξαντλείται στο διακύβευμα πώς θα γίνει μία όπως τη λένε «παγκόσμια διακυβέρνηση», δηλαδή πώς θα συναντηθούν οι ισχυροί (οι ελίτ) για να ρυθμίσουν έτσι τα πράγματα ώστε να μην κινδυνεύσει το καθεστώς τους, αλλά και αν μπορέσουν να συγκεντρώσουν και άλλα στα χέρια τους προνόμια, πράγμα που σημαίνει ότι υποβαθμίζουν τη σημασία των κοινωνιών και των αντιδράσεών τους. Και οι κοινωνίες δεν αντιδρούν κατά συντεταγμένο τρόπο γιατί δεν είναι συντεταγμένες, δεν είναι οργανωμένες. Δηλαδή, θα τις δουν να εξεγείρονται, θα τις δουν να διαπράττουν πολιτικές με την έννοια να ψηφίζουν αντισυμβατικές καταστάσεις –εάν παραμείνουμε σε τόσο ήπιες αντιδράσεις- και στη συνέχεια θα εκπλαγούν. Όπως εξεπλάγησαν άλλωστε με το δημοψήφισμα στην Αγγλία, με την άνοδο των κομμάτων που επικαλούνται τον παλαιό φιλελευθερισμό και τα χαρακτηρίζουν ακροδεξιά ή εθνικιστικά ή όπως αλλιώς. Δηλαδή ήδη δείχνουν και έχουν δείξει και πριν την κρίση αλλά και στη διάρκεια της πανδημίας ότι δεν παίρνουν το μήνυμα. Σκέπτονται μόνο πώς θα συσσωρεύσουν περισσότερα. Αυτό ακριβώς είναι η κακή είδηση. Διότι από την άλλη, η τεχνολογία που επιτρέπει στις ελίτ και στις δυνάμεις των αγορών να πηγαίνουν μπροστά και να ελέγχουν τα πράγματα, έχει πεπερασμένες δυνατότητες. Δεν είναι κακή από μόνη της η τεχνολογία. Γίνεται κακή στις εφαρμογές της από εκείνους που την ελέγχουν. Άρα αναφερόμαστε στο οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Εάν λοιπόν κάποια στιγμή οι κοινωνίες αντιληφθούν ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά (αυξάνεται η ανεργία, πολλαπλασιάζονται τα προβλήματα), εάν δεν επιτευχθεί μία καινούργια ισορροπία που να δημιουργεί για όλους ικανοποίηση, να δημιουργεί τους όρους της συνοχής, φοβάμαι ότι αυτό που επιδιώκουν, δηλαδή να συσσωρεύσουν περισσότερα κέρδη/οφέλη γενικότερα επωφελούμενοι από την κρίση, θα γυρίσει εις βάρος του διότι οι κοινωνίες είναι ένας ζωντανός οργανισμός και το καινούργιο γεννιέται μέσα στο παλιό. Είναι όπως η εγκυμοσύνη στη γυναίκα. Το νέο παιδί θα γεννηθεί μέσα από την μήτρα της γυναίκας. Δεν θα γεννηθεί σε απόσταση από το παλαιό. Το παλαιό λοιπόν το βλέπουμε ότι έρχεται. Και αυτό το παλαιό έχει να κάνει με το ποιος ελέγχει την οικονομία, ποιος ελέγχει την πολιτική και ποιος είναι ο σκοπός της πολιτικής. Θα είναι ο σκοπός των κοινωνικών; Δηλαδή θα είναι το κοινό συμφέρον; Μία ισορροπία αυτού που κερδίζει περισσότερα και αυτού που θέλει να ζήσει μια άνετη ζωή ή θα είναι ο σκοπός των αγορών άρα αυτών οι οποίοι ηγεμονεύουν; Αν θέλετε να σημειώσουμε ένα κεντρικό ζήτημα εδώ. Ότι, ηγεμονεύουν κάποιοι και σκέπτονται έτσι, επειδή έχουν τη δυνατότητα της οργάνωσης (είναι οργανωμένες δυνάμεις όπως το χρηματοπιστωτικό σύστημα και το εμπόριο μεγάλης κλίμακας) και μπορούν έτσι να κατακτούν θέσεις στο μέλλον. Τις οποίες όμως τις εξαγοράζουν με θέση ηγεμονίας άρα με οφέλη τα οποία λειτουργούν μονομερώς υπέρ τους. Οι κοινωνίες –για την ώρα- ζουν γιατί τις έχουν τοποθετήσει να ζουν στον 18ο ή 19ο το πολύ αιώνα. Δηλαδή σε αξίες και σε συστήματα που προβλήθηκαν τότε, ολοκληρώθηκαν στη διάρκεια του 20ου αιώνα, αλλά που δεν ανταποκρίνονται στο μέλλον. Να μπορούν να δημιουργήσουν δηλαδή καινούργιες ισορροπίες. Αν μιλήσουμε με όρους πολιτικής, ήδη έχουν δημιουργηθεί οι συνθήκες οι κοινωνίες να βρουν έναν καινούργιο τρόπο να μεταβούν στο μέλλον άρα να επιβάλλουν καινούργιες ισορροπίες. 

Η επόμενη μέρα: 
Μεσοπρόθεσμα η επόμενη ημέρα δεν θα είναι τόσο ευχάριστη. Θα έχουμε διάφορες εκδηλώσεις της διαμαρτυρίας. Διότι το πλήγμα που έχει υποστεί ο κόσμος της εποχής μας από την πανδημία, είναι μεγάλο. Και όσο η πανδημία υπάρχει, οι κοινωνίες συσπειρώνονται γύρω από τις εξουσίες. Όταν τελειώσει ο κίνδυνος της πανδημίας, το οικονομικό συμπέρασμα που θα βγάλουν, θα τις οδηγήσει να σταθούν απέναντι στις εξουσίες. Και εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα. Σήμερα, δεν είναι εξαρτημένες οι κοινωνίες όπως στην εποχή του Μεσαίωνα στη Δύση ως φεουδαρχίες. Είναι εξαρτημένες από το σύστημα του δανεισμού. Δανεισμών των ατόμων, δανεισμός των χωρών. Και μέσω αυτού του οικονομικού ελέγχου (πέραν των άλλων), μέσα από αυτό το σύστημα, οδηγούμαστε και στη φτωχοποίηση αλλά και στην εξάρτηση των κοινωνιών. Όταν λοιπόν ένας άνθρωπος έχει συνηθίσει στο παρελθόν να ζει με τους όρους μιας μεσαίας τάξης παραδείγματος χάρη άνετα και αισθάνεται και διαπιστώνει στη συνέχεια ότι αυτό το χάνει, ήδη από την εποχή του Αριστοτέλη, μας έχει επισημανθεί ότι αυτός που εξεγείρεται και διαμαρτύρεται με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο δεν είναι αυτός που δεν είχε και απλώς γνωρίζει κάτι λίγο παραπάνω. Αυτός που εξεγείρεται είναι αυτός που είχε και έχασε. Και αυτό το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί μέσα από μία σχέση που το σύστημα (πολιτικό, οικονομικό ή άλλο) το κατέχει μία μικρή ελίτ και η κοινωνίες είναι ιδιώτες. Έχουμε λοιπόν το καινούργιο φαινόμενο σήμερα της τεχνολογίας –το οποίο επιταχύνεται μέσα από την πανδημία-. Δύο ζητήματα δηλαδή. Το ένα είναι το κοινωνικό πρόβλημα που θα δημιουργηθεί από την πανδημία και το δεύτερο είναι η ανακάλυψη του οχήματος εκείνου που θα επιτρέψει στις κοινωνίες να πάνε κοντύτερα στην πολιτική. Το όχημα αυτό είναι η τεχνολογία της επικοινωνίας. Πρώτα, δεν υπήρχε η δυνατότητα να ελεγχθεί μία πολιτική εξουσία. Εξουσιοδοτούνταν, εκλέγονταν και πολιτεύονταν κατά τον τρόπο που ήθελαν. Αυτό ακριβώς είναι και το κεντρικό πρόβλημα σήμερα. Το ότι, ακόμα και αν διαδηλώσει κανείς ή εάν εκδηλώσει την αντίρρησή του ως κοινωνία στο 99% ή και στο 100%, η πολιτική δε θα τον ακούσει. Γιατί η πολιτική εξουσιοδοτείται από το σύνταγμα (σε όλον τον κόσμο) να κάνει ό,τι της αρέσει εναντίον της βούλησης της κοινωνίας. Για αυτό και βεβαίως η πρώτη πράξη που θα οδηγηθεί σύντομα η κοινωνία να αντιληφθεί, είναι ότι αυτό που της σερβίρουν ως «δημοκρατία» ή ως «αντιπροσώπευση» δεν είναι ούτε δημοκρατία ούτε αντιπροσώπευση. Είναι μία συνταγματική μοναρχία ή μία εκλόγιμη μοναρχία. Δηλαδή ο ένας κυβερνάει (είτε μιλάμε για τον Τραμπ με του ολίγους γύρω του, είτε για τον πρωθυπουργό της Ελλάδας, είτε για τον πρόεδρο της Γαλλίας, είτε για τον καγκελάριο της Γερμανίας). Αυτό λοιπόν είναι ένα άνισο σύστημα που δεν επιτρέπει στις κοινωνίες να έχουν λόγο στα πράγματα. Η πρώτη λοιπόν αρχή είναι να ξαναδούν οι κοινωνίες τις έννοιες, γιατί οι έννοιες αποδίδουν φαινόμενα πραγματικά. Να αντιληφθούν δηλαδή ότι αυτό το σύστημα δεν είναι αυτό που της σερβίρουν αλλά είναι κάτι άλλο το οποίο ακριβώς της το σέρβιραν για να είναι οι ίδιοι ηγεμόνες. Το δεύτερο είναι ότι τώρα, υπάρχει το όχημα πάνω στο οποίο θα στηριχθούν. Η τεχνολογία της επικοινωνίας. 

Η μεγάλη αγωνία των ελίτ σήμερα, είναι ότι η τεχνολογία έχει επιτρέψει στο άτομο να παίζει το ρόλο του παγκόσμιου και όχι μόνο πολίτη. Δηλαδή να μπορεί να αρθρώνει τον λόγο του, να λέει ό,τι θέλει, να εκφράζεται και να υπερβαίνει τη λογική του «καφενείου» μέσα στο οποίο είχε εγκιβωτιστεί στο παρελθόν. Στο παρελθόν της προ-ιντερνετικής τεχνολογίας, τα μέσα ελέγχονταν είτε ήταν εφημερίδες είτε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα. Ήξεραν ποιοι θα βγουν και ποιοι όχι για να έχουν λόγο. Οι υπόλοιποι –ο κοινός λαός δηλαδή- εξέφραζε στο καφενείο τις απόψεις του. Άρα δεν τους ενοχλούσε. Τώρα λοιπόν έχουν αυτονομηθεί. Μπορεί να φτιάξει κανείς και μία πλατφόρμα, ένα site στο ίντερνετ ή στο Facebook ή οπουδήποτε αλλού και να έχει λόγο ο οποίος θα απευθύνεται παντού και δε θα δεσμεύεται από πουθενά. Η αγωνία των ελίτ λοιπόν είναι αυτή. Πώς θα ελέγξουν αυτόν τον αυτόνομο λόγο του πολίτη ο οποίος, αν προσέξατε στη διάρκεια της κρίσης συγκροτήθηκε σε ομάδες, τα «διαδικτυακά». Αυτό σημαίνει ότι ήδη ξεκινάει μια διαδικασία πολλών μικρών «Πνυκών» (δήμων δηλαδή), όπου μπορούν και αποφασίζουν και ανταλλάσσουν απόψεις, κάνουν διαλόγους και που αυτό τους δίνει την ιδέα της μεγάλης Πνύκας. Δηλαδή τη συγκρότηση της κοινωνίας ως δήμος και ως θεσμός που θα μετέχει στα πολιτικά πράγματα. Που σημαίνει ότι θα είναι καθημερινός θεσμός της πολιτείας. Δεν θα μπορεί δηλαδή να αποφασίζει ο πρωθυπουργός και κατά την εντολή του και η βουλή για τα δημόσια πράγματα (για το πώς θα φορολογηθεί, πως δανειοδοτηθεί, πως θα αναπτυχθεί μία χώρα). Εκεί, θα έχει τη δυνατότητα και ο πολίτης να λέει την άποψή του. Που έχει ήδη τη δυνατότητα αυτή μέσα από τις δημοσκοπήσεις. Αλλά, τις δημοσκοπήσεις τις λατρεύουν τα κόμματα για να μπορούν να κατευθύνουν την κοινή γνώμη, αλλά δεν θέλουν να μπει ο λόγος δηλαδή η άντληση της κοινωνικής βούλησης από εκεί, μέσα στην πολιτική διαδικασία και να συνεκτιμάται. Αυτό λοιπόν, ήδη αποτελεί το βάθρο πάνω στο οποίο θα σκεφθεί και θα αναλογιστεί ο κοινός άνθρωπος ότι μπορεί να μπει μέσα στην πολιτική διαδικασία και ότι μόνον έτσι να αλλάξει τα πράγματα. Δηλαδή να ελέγξει αυτός την τεχνολογία. Διότι η τεχνολογία δεν είναι κακή από μόνης. Την ελέγχει αυτός που ελέγχει την εξουσία (είτε την οικονομική είτε την πολιτική). Αν λοιπόν το πολιτικό σύστημα το καταλάβει κατά ένα μέρος η κοινωνία, γίνει εντολέας η κοινωνία (γίνει δηλαδή αντιπροσωπευτικό) τότε παύει να ελέγχει ο ένας ή οι ολίγοι και την τεχνολογία. Τους κανόνες της τεχνολογίας και ποιος θα είναι ή δεν θα είναι ελεύθερος θα τους καθορίζει ο πολίτης. Η αγωνία των ελίτ αυτών και των εξουσιών λοιπόν σήμερα, είναι πώς θα ελέγξουν τον πολίτη και πώς θα τον λογοκρίνουν στο διαδίκτυο για να μη λέει ό,τι του αρέσει, αλλά οτιδήποτε δεν διαταράσσει τη λογική και την ηγεμονία του συστήματος. Δεν σκέπτονται σε καμία περίπτωση –όχι γιατί δεν το γνωρίζουν, το γνωρίζουν πάρα πολύ καλά- αλλά δεν το θέλουν να διευρύνουν δηλαδή το πεδίο της συμμετοχής στο πολιτικό σύστημα παραδείγματος χάρη με την ενσωμάτωση και της τεχνολογίας της επικοινωνίας άρα και αυτών των πολιτών που επεμβαίνουν εκεί. Οπότε ο κάθε πολίτης που επεμβαίνει τώρα και μιλάει επί παντός επί στητού, θα μιλήσει με βάση την πολιτική ατζέντα για το τι θα αποφασίσουμε σήμερα στο πολιτικό σύστημα. Αυτό λοιπόν δεν το θέλουν. Μπορώ να σας δώσω τη μαρτυρία. Ήμουν στο συμβούλιο της Ευρώπης στην τελευταία συνάντηση σε ένα παγκόσμιο φόρουμ για τη λεγόμενη «δημοκρατία» (εννοούν το σημερινό μοναρχικό σύστημα) και, όλοι σκεφτόντουσαν πώς θα ελέγξουν τον πολίτη του ίντερνετ και συγχρόνως πώς θα καθαγιάσουν τις ΜΚΟ (αυτές τις συμμορίες που κατακτούν και αφαιρούν δημόσιο χώρο από την επίσημη πολιτεία για να τον διαχειρίζονται με όρους ιδιωτικούς), για να μπουν πια στη λογική ότι «δημοκρατία» είναι να έχουμε τις ΜΚΟ να μας κυβερνάνε και να αποφασίζουν. Ανεξέλεγκτες δηλαδή καταστάσεις ιδιωτικού χαρακτήρα. Θα ιδιωτικοποιήσουν και την πολιτική έτσι (τον δημόσιο χώρο). Και όταν έθεσα το ζήτημα ενσωμάτωσης μέσω του διαδικτύου της πολιτικής που αναπτύσσεται εκεί στην πολιτική διαδικασία (άρα την ένταξη των πολιτών στο πολιτικό σύστημα), έπεσε άκρα σιωπή και η διεύθυνση με κάλεσε για να με ρωτήσει τι εννοούσα. Προσέξτε! Η ανησυχία τους. Και όταν στο τέλος εξήγησα (τους είπα να κάνουν πειραματικά κάτι), η μόνη απάντηση ήταν: “και αν η κοινωνία που θα την βάλουμε στην πολιτική ως εντολέα αποφασίσει να επαναφέρει τη θανατική ποινή”; Και τους απαντώ: “Αυτοί που μας κυβερνούν σήμερα, έχουν διαπράξει κανένα αδίκημα που έχετε να τους το καταλογίσετε; Γιατί εάν η κοινωνία ήθελε να επαναφέρει την θανατική ποινή θα την είχε ζητήσει. Θα έκανε διαδηλώσεις. Γιατί λοιπόν φοβάστε την κοινωνία”; Και η απάντηση ήταν, “γιατί θέλουμε εμείς να κάνουμε κουμάντο στα πράγματα”. 

Η προσέγγιση του Καθηγητή στα της μετά πανδημίας Ελλάδας: 
Για την πανδημία, είναι ίσως από τις σπάνιες περιπτώσεις που, η αλήθεια της πολιτικής έγινε η αλήθεια της κοινωνίας. Δηλαδή, η διαχείριση που έγινε της πανδημίας συγκέντρωσε μία σχεδόν καθολική αποδοχή. Αυτό ομολογεί, ανεξαρτήτως του αν έχει να κάνει κανείς επιμέρους κριτικές παρατηρήσεις, ομολογεί ότι το ελληνικό κράτος δεν υπήρξε ποτέ ο ενορχηστρωτής της κοινωνικής συνοχής. Για αυτό και η αλήθεια του κράτους ήταν πάντα το ψεύδος για την κοινωνία. Διότι γνώριζαν ότι άλλα έλεγαν και άλλα έκαναν. Και γνώριζαν επίσης ότι οι μεγάλες καταστροφές στην ελληνική κοινωνία (στον ελληνικό κόσμο) έγιναν δια χειρός του ελληνικού κράτους, άρα της ελληνικής πολιτικής του κράτους της Ελλάδας. Αυτό είναι σημειολογικά πολύ ενδιαφέρον διότι συνδέεται και με άλλα παραδείγματα. Παραδείγματος χάρη, συναντάμε την αντιμετώπιση στον Έβρο, του μεταναστευτικού ή τώρα στα νησιά. Ομολογείται ότι υπήρχε και άλλος τρόπος αντιμετώπισης της οικονομικής μετανάστευσης αλλά δεν τον ήθελαν. Και γιατί τον θέλησαν τώρα; Διότι υπήρξε προηγουμένως ο άλλος τρόπος διαχείρισης στα νησιά όταν τα νησιά εξεγέρθηκαν στην απελπισία τους με αυτό που τους συνέβαινε. Και όταν είδαν την εξέγερση και το τι συνέβη σε αυτούς που τους έστειλαν ως δυνάμεις καταστολής, κατάλαβαν ότι κινδύνευε η θέση τους. Δηλαδή να συμβεί με τους τωρινούς ό,τι συνέβη με την υπόθεση των Πρεσπών με τους προηγούμενους. Το εθνικό εν προκειμένω, περνούσε μέσα από το εκλογικό. Σου λέει, θα χάσουμε την θέση μας. Διαφορετικά, οι αντιλήψεις τους είναι τελείως διαφορετικές και εναντίον της κοινωνίας. Γι’ αυτό και επισημαίνω ότι αυτό που έγινε τώρα με την πανδημία που είχε αυτή τη συσπείρωση η κοινωνία απέναντι στις πολιτικές που ακολουθήθηκαν, από την άλλη τώρα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί για να παρακολουθήσουμε εάν θα υπάρξει και επόμενη μέρα προς αυτή την κατεύθυνση. Εάν δηλαδή η διαχείριση της κρίσης που θα προέλθει από την πανδημία και το κλείσιμο της οικονομικής ζωής της χώρας, θα είναι τέτοια που θα συγκεντρώσει τη συναίνεση της κοινωνίας. Γιατί εκεί είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα! 

Για την συμπλήρωση των 200 ετών από την Επανάσταση του ’21, την Επιτροπή και τον μελλοντικό μας βηματισμό: 
Εδώ βρισκόμαστε σε μία πολύ δύσκολη ερώτηση με πολύ εύκολη απάντηση. Αυτή η Επιτροπή, (δεν το λέω για πρώτη φορά) αποτελεί την ντροπή του έθνους. Πρώτα πρώτα επειδή μέσα έχουν μπει όλα τα συμφύρματα (εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις για να διαμορφώνουν και άλλη εικόνα) που, δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με το αντικείμενο και με επικεφαλής μία κυρία η οποία είναι εντελώς ξένη και με απόλυτη άγνοια αυτών των πραγμάτων, που πρέπει να διερωτηθούμε γιατί(;) επελέγη, άρα να διερωτηθούμε τι είχε στο μυαλό του ο πρωθυπουργός όταν την επέλεξε -γιατί υπάρχουν άλλα ζητήματα τα οποία υπεισέρχονται εδώ-, αλλά εν πάση περιπτώσει αυτό το οποίο διαπιστώσαμε μέχρι σήμερα από αυτήν την Επιτροπή, δεν είναι να γιορτάσει αν θέλετε με ένα πολύ θετικό τρόπο και τρόπο προβολής μία μεγάλη εθνική υπόθεση που είχε να κάνει με την Επανάσταση του ελληνικού λαού προκειμένου να μπορέσει να απελευθερωθεί. Αλλά, έχει να κάνει με ένα πολύ κρίσιμο ζήτημα: Την αποδόμηση της πολιτισμικής συνοχής και ιστορικότητας αυτού του λαού –και δεν το κρύβουν- για να τον κοντύνουν στις αντιστάσεις του και συγχρόνως τη δικαίωση ενός κράτους το οποίο επειδή υπήρξε ένα κράτος επιβεβλημένης κατοχής (βγήκαμε από μία κατοχή –την οθωμανική- για να μας επιβληθεί ένα δυτικού τύπου κράτους που ήθελε να αποδομήσει τον ιστορικό ελληνισμό και τον πολιτισμό του), αυτή την ιδιοσυστασία δηλαδή και τη φύση αυτού του κόσμου που τελικά δημιούργησε αυτόν τον πολιτισμό μέχρι και την τουρκοκρατία και, δυστυχώς, αυτός ο στόχος διακινήθηκε στην περίοδο της πανδημίας από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, όπως διακινείτο και από τον προηγούμενο πρωθυπουργό. Όλες οι ελίτ (αυτές που κάνουν κουμάντο στα πράγματα) δυστυχώς συναντιόνται. Ο πρωθυπουργός, την ημέρα της 25ης Μαρτίου, μας είπε ότι με την Επανάσταση συγκροτήσαμε έθνος. Δεν ξέρω ποιος τον δασκαλεύει -γιατί ο ίδιος είναι σαφές ότι δεν έχει καμία σχέση με την Ιστορία- αλλά, δεν υπήρξε κανείς να του πει ότι, δεν υπάρχει ούτε ένας στον ιστορικό βίο των Ελλήνων που να μη μιλάει για το έθνος, για το γένος και για την απελευθέρωσή του και σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και πριν; Μα είναι δυνατόν; Και όλοι μιλάνε για την εθνική απελευθέρωση, την απελευθέρωση του γένους. Το ότι στη Δύση και σε όλον τον κόσμο μέσα στο κράτος δημιουργήθηκε το έθνους, είναι αδιαμφισβήτητο. Διότι το έθνος είναι μία υπόθεση ελευθερίας. Πρέπει να έχει κοινωνίες με ελευθερία και όχι κοινωνίες φεουδαλικές. Όσο λοιπόν στη Δύση φεύγανε από την φεουδαρχία, χρησιμοποίησαν το κοινωνικό αίτημα της απελευθέρωσης (δηλαδή του ατόμου) και το εθνικό, να αποσείσουν και τις απολυταρχίες και να δημιουργηθούν τα κράτη έθνη. Άρα, εκεί, το έθνος δημιουργήθηκε πρόσφατα. Οι Έλληνες, επαναστάτησαν επειδή ήταν ελεύθερες κοινωνίες, δημοκρατικά συντεταγμένες μέσα στα κοινά και επεξεργάστηκαν ιδέες και προτάγματα για την απελευθέρωσή τους με δημοκρατικούς όρους. Ήρθαν λοιπόν επιβεβλημένοι οι Βαυαροί από τις απολυταρχίες -οι οποίες είπαν ότι θα σας απελευθερώσουμε εάν δεχθείτε το φεουδαλικό σύστημα- και επεβλήθη και, στη συνέχεια, για να μπορέσουν να δικαιωθούν για αυτές τις ανομίες που διέπραξαν στην Ιστορία και εξαφάνισαν τον μείζονα ελληνισμό και ό,τι είχε για να παραμείνει μόνο ο ελλαδικός ελληνικός κόσμος και, έρχονται στη συνέχεια να μας πουν ότι δεν υπήρχε έθνος και ότι δεν είχε πρόταγμα ελευθερίας. Δηλαδή δεν διαβάζουν τι έλεγε ο Ρήγας ή τι έλεγαν όλοι οι άλλοι όταν προετοίμαζαν την Επανάσταση; Ο Καποδίστριας ο ίδιος. Όλοι μιλούσαν για έθνος που πρέπει να συγκροτήσει κράτος. Αυτό έχει μία πονηρά φύση όμως. Διότι, δεν είναι μόνο διχαστικό. Τώρα με την απαξίωση την ολική που έχει υποστεί αυτή η Επιτροπή -που θα έπρεπε ο πρωθυπουργός να την ακυρώσει όλη μαζί και με την πρόεδρό της- αυτή λοιπόν η κατάσταση έχει εξεγείρει όλη την κοινωνία αυτή τη στιγμή. Όλον τον ελληνικό κόσμο. Η εξουσία λειτουργεί λοιπόν ακόμα μία φορά σε ένα κρίσιμο θέμα, που δεν έχει μόνο ιστορική αναφορά και ιστορική αξία για την περιέργειά μας (του γιατί επαναστάτησαν οι Έλληνες), έχει και σύγχρονη! Αντί λοιπόν να λειτουργήσει συνεκτικά και να αγκαλιάσει αυτό που διδάσκει η Ελληνική Επανάσταση και ο ελληνικός κόσμος, αγκάλιασαν τον διχασμό. Αυτό που ιστορικά συνέχει την ελληνική κοινωνία και τον προκαλεί το ίδιο το πολιτικό προσωπικό. Γι’ αυτό έχουμε τόσους διχασμούς στην Ελλάδα. Η κομματοκρατία τους δημιουργεί. Ο ελληνικός κόσμος μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα, προκαλούσε δέος στους δυτικούς απολυτάρχες, διότι αν δημιουργούσε κράτος ισάξιο της δύναμης που είχε ο ελληνικός κόσμος τότε ήταν κίνδυνος για τα συμφέροντά τους, αλλά και δέος/φόβο διότι το πρόταγμα των Ελλήνων ήταν δημοκρατικό και το είχαν ενσωματώσει με το φιλελληνισμό ως κίνημα οι δυτικές κοινωνίες που κινητοποιούνταν τότε εναντίον της απολυταρχίας. Και από την άλλη μεριά, έχουμε έναν μεγάλο Ντοστογιέφσκι που να λέει ότι η Ρωσία πρέπει να ακολουθήσει τον ελληνικό δρόμο (τον σύγχρονο τα εποχής ελληνικό κόσμο). Αυτός είναι ο μεγάλος πολιτισμός! Τι έγινε αυτός ο ελληνικός κόσμος λοιπόν; Ποιος τον εξαφάνισε; Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Θα σας επικαλεστώ μόνο το 1897, η μεγάλη απάτη της πολιτικής τάξης (από τον μονάρχη μέχρι τον τελευταίο πολιτικό) που παραλίγο να μας φέρουν πάλι στην οθωμανική δεσποτεία και το 1922 που οργανώθηκε στην Αθήνα με το δόγμα της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος» ό,τι συνέβη στη Μικρά Ασία. Η καταστροφή του μείζονος ελληνισμού δηλαδή, έγινε δια χειρός του κράτους. Όπως και όλες οι εσωτερικές κρίσεις συμπεριλαμβανομένης και της δεκαετούς κρίσης που ζήσαμε με τα μνημόνια.



Η καίρια σημασία του λόγου αυτής της Επιτροπής και του στόχου, είναι να μοιάσει η ελληνική κοινωνία στη «μούρη» του κράτους και όχι να προσαρμοστεί το κράτος (το πολιτικό προσωπικό) στα διακυβεύματα και στην πολιτισμική φιλοδοξία αυτής της κοινωνίας. Γι’ αυτό και εκείνο που σκοπεύουν είναι, μία Ελλάδα περιδεή και υποτελή, μία Ελλάδα που η κοινωνία της θα αλλάξει με πολλούς τρόπους συμπεριλαμβανομένου και του μεταναστευτικού, για να είναι όμοια με αυτούς, δηλαδή να μην έχει αντιστασιακό χαρακτήρα και να μην έχει συνοχή για να μπορούν να κυβερνούν κατά τον τρόπο που κυβέρνησαν μέχρι σήμερα χωρίς ακριβώς να έχουν καμία απολύτως σχέση με τον ελληνισμό και την ελληνική κοινωνία και το διακύβευμά της.












Σάββατο 23 Μαΐου 2020

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ

Ο Καποδίστριας, η Επιτροπή του 1821 και η δημοκρατία της Κοσμόπολης
"Αυτό που θέλει η πολιτική τάξη της χώρας, είναι να κοντύνει την πολιτισμική οντότητα αυτής της κοινωνίας και τις ιστορικές της αναφορές"






Ο ομότιμος καθηγητής στο Πάντειο , Γιώργος Κοντογιώργης, αναφερόμενος στον 98.4 στην επίθεση που δέχτηκε από μέλη της Επιτροπής για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 , ο Ιωάννης Καποδίστριας, ως «δικτάτορας», επιχείρησε να περιγράψει την ουσία που κρύβεται πίσω από αυτή την αήθη επίθεση και που κατά τον ίδιο , επιχειρείται να απομονώσει ως συμβολή του σύγχρονου ελληνικού κράτους σε αυτά τα 200 χρόνια σε ότι συγκροτεί την Ελλάδα και όχι το αληθινό νόημα του τι συγκροτούσε ο Ελληνισμός ως Έθνος και ως οικουμενικό κοσμοσύστημα , γεγονός που τον οδήγησε και στην Επανάσταση του 1821. Όπως είπε ο Καποδίστριας , ίσως υπήρξε ο τελευταίος Έλληνας ηγέτης που επιχείρησε σε τρεις άξονες και ως πολιτικός με ορίζοντα μέλλοντος και όχι ως κακέκτυπο αντιγραφής συστημάτων της Δύσης, να περιγράψει και να θεμελιώσει, ένα αμιγώς ελληνοκεντρικό και άρα πλανητικής διάστασης δημοκρατικό σύστημα με αυτό-οργάνωση της κοινωνίας και διαρκή λογοδοσία των πολιτικών του εκπροσώπων. Έδωσε μάλιστα και ψήγματα αυτής της προωθητικής του άποψης , στο πως καθιέρωσε το σύστημα της αυτονομίας αυτής των πολιτών στο Σύνταγμα της Ελβετίας. Όπως είπε, είναι σαφές το τριπλό πλαίσιο αναλύεται επιγραμματικά ως εξής : Το πρώτο, ότι ο ελληνικός κόσμος αποτέλεσε όχι μία πολιτειακή κοινωνία αλλά πολλές, μερικές εκατοντάδες που κάλυψαν την περίμετρο της Μεσογείου και κατά καιρούς σε βάθος τη ζωτική του ενδοχώρα. Το δεύτερο, ότι ως θεμελιώδης κοινωνία επελέγη η πόλις και ότι, συνεπώς, η πόλις συγκρότησε τον πολιτικό πυρήνα του κράτους στο περιβάλλον του οποίου αναπτύχθηκε ο κοινωνικός ιστός. Κατά τούτο, στην ελληνική περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εθνοτικό γεγονός συγκροτημένο σε πολλές αυτόνομες πολιτειακά κοινωνίες, όσες και οι πόλεις-κράτη. Το τρίτο, ότι η φύση των ελληνικών κοινωνιών έχει να επιδείξει ένα καταστατικό διακριτικό πρόσημο, την ανθρωποκεντρική ελευθερία . Ώστε, για πρώτη φορά στη γνωστή ιστορία της ανθρωπότητας δημιουργείται πλάι στη δεσποτεία, ένα ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα. Με τον όρο αυτόν εννοεί ένα σύνολο κοινωνιών που συνέχεται με κοινές ορίζουσες (πχ την ελευθερία) και θεμέλια (π.χ. τη χρηματιστική οικονομία). Το κοσμοσύστημα αυτό είναι μοναδικό επίσης και κατά το ότι συγκροτήθηκε στο περιβάλλον μιας συγκεκριμένης εθνοτικής οντότητας. Αποκαλούμε, επομένως, το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας ελληνικό, διότι ο ελληνισμός το δημιούργησε και το ενσάρκωσε καθόλη την ιστορική του διαδρομή έως το τέλος του, με τη συγκρότηση ενός κράτους στα πρότυπα των Βαυαρών και της υποτέλειας . Το γεγονός ότι καθοδόν ενσωματώθηκαν σ’αυτό και άλλες εθνοτικές ή ευρύτερες πολιτισμικές οντότητες δεν αναιρεί την ουσία του πράγματος. Έλληνας εθεωρείτο από κάποια στιγμή ο μετέχων του ανθρωποκεντρισμού και της παιδείας του.


Η απομαγνητοφώνηση της εκπομπής, έγινε από την Ελένη Ξένου.


Γιώργος Σαχίνης: Καλημέρα κύριε Κοντογιώργη.

Γιώργος Κοντογιώργης: Καλή σας ημέρα κύριε Σαχίνη και στους ακροατές μας.

Γ.Σ.: Ευχαριστώ πολύ. Θέλω, πριν από οτιδήποτε άλλο, να σας ρωτήσω αν θεωρείτε ότι αυτή η συζήτηση που άνοιξε με την επιτροπή, των 200 χρόνων της Επανάστασης του ’21, άνοιξε με όρους περισσότερο οπαδικών εξεδρών, ένθεν κακείθεν. Είναι ή δεν είναι δικτάτορας ο Καποδίστριας; συσκοτίζοντας -κατά τη γνώμη μου- το βαθύτερο νόημα αυτής της ιστορίας.

Γ.Κ.: Κύριε Σαχίνη, η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία. Όπως δεν είναι τυχαία και η επιλογή των ανθρώπων που συγκροτούν αυτή την επιτροπή και της επικεφαλής της επιτροπής. Συγκέντρωσαν ό,τι πιο κακομοίρικο κυριολεκτικά έχει να επιδείξει η ελληνική κοινωνία στην συντριπτική του πλειοψηφία –για να είμαι και πολύ επιεικής. Είναι οι άνθρωποι που, επειδή δεν έχουν τίποτε να επιδείξουν προσωπικό στον τομέα που πληρώνονται (ή και όσοι δεν πληρώνονται) αλλά εν πάση περιπτώσει που θέλουν να υπηρετήσουν,  που λειτουργούν ως ξεπεσμένοι «άρχοντες» -θα το πω σε εισαγωγικά για να δείξω ότι εκ κληρονομίας προέρχονται από έναν πολιτισμό ο οποίος δεν τους φτάνει και, υποφέρουν που τον φέρουν έστω εμμέσως μαζί τους και απλώς μηρυκάζουν και παπαγαλίζουν ό,τι τους λένε οι «σοφοί» της εσπερίας. Εκείνοι οικοδομούν τον δικό τους ιστορικό χρόνο και τη δική τους προσωπικότητα. Το να βλέπει κανείς τον εαυτό του μέσα από τα μάτια και τις συνθήκες του άλλου, σημαίνει ότι διαπράττει ένα έγκλημα εναντίον, εν προκειμένω, της χώρας του. Διότι, ο ελληνικός κόσμος έρχεται από αλλού. Και, όταν λέμε έρχεται από αλλού, δε μιλάμε για την αρχαία Ελλάδα. Μιλάμε για αυτό που συγκροτεί ο κόσμος από την αρχαία Ελλάδα διαχρονικά και χωρίς διαλείψεις, μέχρι και την Επανάσταση και που, είναι αυτό που λέω, συγκροτημένος όχι ως έθνος-κράτος αλλά ως έθνος-κοσμοσύστημα. Ένας ολόκληρος κόσμος που αν θέλει κανείς να τον αναλογίσει με αυτό που συμβαίνει σήμερα, είναι ο πλανητικός κόσμος αλλά σε μία συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή (έτσι είναι συγκροτημένος, κρατοκεντρικά σε πόλεις-κράτη) που μετά όμως μπαίνει σε μία άλλη πορεία που λέγεται οικουμένη. Σε αυτή την οικουμένη λοιπόν, το κράτος των Ελλήνων είναι αυτό που αποκαλούμε και αποκάλεσαν και οι πρώτοι ήδη μετά τον Αλέξανδρο, κοσμόπολη. Η οποία κοσμόπολη συγκεντρώνει μέσα της τα επιμέρους κράτη που προϋπήρχαν (τις πόλεις-κράτη) και, συγχρόνως, τη δημοκρατική τους υποστασιοποίηση η οποία τώρα δεν είναι πια πολιτική μόνο αλλά είναι και οικονομική. Διανοηθείτε να μιλήσετε σε κάποιον οικονομολόγο σήμερα κύριε Σαχίνη, για την εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής στην οικονομία (και όταν μιλάμε για δημοκρατία μιλάμε για αυτοκυβέρνηση, άρα για πολιτική ελευθερία). Να μην είναι ιδιοκτήτης δηλαδή ο Μπιλ Γκέιτς στην εταιρία του, αλλά, να είναι ένα σύστημα το οποίο θα το συγκροτεί ο Μπιλ Γκέιτς μαζί με την κοινωνία των εργαζομένων του. Αυτοί να είναι μέτοχοι δηλαδή και να μην χρειάζεται να απεργήσουν αφού θα είναι μέρος του συστήματος που θα συναποφασίζει. Αυτό λοιπόν το ιδίωμα του ελληνικού κόσμου που συγκρότησε αυτόν τον πολιτισμό, θέλουν να το εξαφανίσουν. Και επειδή δεν το αντέχουν διότι αντιβαίνει σε αυτό που υπηρετούν ως μηρυκαστικά -αυτό που γεννήθηκε δηλαδή με τη Γαλλική Επανάσταση και τον Διαφωτισμό- προσπαθούν να το απαξιώσουν και να το πολεμήσουν. Εδώ λοιπόν, βρήκαν ευκαιρία να το καταπολεμήσουν στο πρόσωπο του τελευταίου μεγάλου Έλληνα Ιωάννη Καποδίστρια,  που θέλησε να εφαρμόσει όσο μπορούσε και όσο τον χωρούσε από την εποχή της απολυταρχίας, από αυτό το σύστημα. Ο Καποδίστριας λοιπόν, θα μας που, ότι ήταν δικτάτορας.

Γ.Σ.: Πριν από αυτό, επειδή θα μας μιλήσετε σήμερα όσο μπορείτε και για την Ελβετία. Αλλά, πριν από αυτό, δεν πάει έτσι, ότι είναι απλά «δικτάτορας». Πάει ότι το 1815 (από εκεί ξεκινάει, διευρύνθηκε) έκανε ό,τι μπορούσε στις περίφημες μακροχρόνιες και πολύμηνες συνεδριάσεις, για να καταπνίξει και την φωνή των Ελλήνων που ετοιμαζόντουσαν, την φωνή του Ρήγα, τις απόψεις για τη Βαλκανική, για την οθωμανική αυτοκρατορία, ήταν μέρος του συστήματος της διεθνούς της εποχής –έτσι εμφανίζεται- εκπροσωπώντας τα ρωσικά συμφέροντα, που έλεγε, “…να τελειώνουμε με αυτά, τι επαναστάσεις;”. Καταλάβατε;

Γ.Κ.: Κύριε Σαχίνη, προσέξτε. Τον Καποδίστρια τον συκοφάντησαν ως αυταρχικό και ως φιλορώσο ποιοι; Οι Βαυαροί. Να μας δείξουν ότι ο Καποδίστριας ήταν αυταρχικός, αλλά για να δικαιώσουν την απολυταρχία την ελέω θεού οι Βαυαροί. Ένα αυτό. Και το δεύτερον, την εξάρτηση της χώρας με όρους κατοχής από τη δυτική απολυταρχία. Κοραής. Ο Κοραής που θεωρήθηκε λόγω του ότι συντάχθηκε με τις πιο σκοτεινές δυνάμεις της εξέγερσης εναντίον του Καποδίστρια -τους Κοτζαμπάσηδες, που ήθελαν οι ίδιοι να είναι κράτος εν κράτη και να φορολογούν οι ίδιοι αντί για το κράτος, αυτοί που οργάνωσαν την καταστροφή του ελληνικού στόλου- αυτοί λοιπόν είναι εκείνοι οι οποίοι κατηγορούν τον Καποδίστρια ότι κατέστειλε την εξέγερσή τους. Προσέξτε τώρα. Ο Ρήγας, ήταν ο τελευταίος μεγάλος σχεδιαστής της ανοικοδόμησης του ελληνισμού, της απελευθέρωσης, με όρους απόλυτης δημοκρατίας σε έτη φωτός μακριά από τα πιο ριζοσπαστικά μέλη της Γαλλικής Επανάστασης -δηλαδή τους Ιακωβίνους και τον Ρουσσώ. Ο Ρουσσώ είναι μια παρωνυχίδα/υποσημείωση μπροστά στο σχήμα της δημοκρατίας της κοσμόπολης του Ρήγα. Ο Καποδίστριας λοιπόν, ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος όχι μόνο συγκρότησε κράτος όταν η Επανάσταση είχε σβήσει, αλλά, ενώσω ήταν εν ζωή, απέφυγε αυτό το κράτος να το μεταβάλει είτε  σε προτεκτοράτο της Τουρκίας, είτε προτεκτοράτο των Μεγάλων Δυνάμεων. Ποιοι έθεσαν τον όρο στον Καποδίστρια που τον απέκρουσε και, τελικά τον επέβαλαν αυτοί που πολέμησαν τον Καποδίστρια στη συνέχεια, το κράτος που θα απελευθερωθεί να είναι προτεκτοράτο της δυτικής απολυταρχίας; Να είναι θνησιγενές για να μη μπορεί να συναντηθεί με τον μείζονα ελληνισμό και τους απειλήσει και να μην έχει πολίτευμα δημοκρατίας αλλά απολυταρχίας; Ποιοι; Αυτοί οι τύποι οι απίθανοι που, έρχονται να κατηγορήσουν τον Καποδίστρια ως αυταρχικό επειδή κατέστειλε αυτούς οι οποίοι οργάνωναν τη δολοφονία του και ήθελαν να κατισχύσουν στο κράτος. Μην ξεχνάμε ότι ο Καποδίστριας εξελέγη από μία βουλή. Και η βουλή αυτή τον εξέλεξε για επτά χρόνια και ανέστειλε προσωρινά (προσέξτε! για μερικούς μήνες) εωσότου μπορέσει να στήσει κράτος. Δεν υπήρχε δημόσια υπηρεσία, δεν υπήρχε κανένας θεσμός, δεν υπήρχε τράπεζα, δεν υπήρχε τίποτε και, συγχρόνως, ήταν υπό διαπραγμάτευση εάν θα αναγνωρισθεί ελεύθερο κράτος ή όχι. Είχε να αντιπαλαίσει με αυτό που κατηγόρησε τον Καποδίστρια για αυταρχισμό, επειδή κατέστειλε. Ξέρετε ποιος είναι ο διάλογος του Καποδίστρια με αυτούς όλους τους απίθανους τύπους τους Κοτζαμπάσηδες και τον Κοραή; Δύο τα επίπεδα:

1ο: Ο Κοραής που δοξάζουν σήμερα σε αυτή την επιτροπή και γενικότερα οι εθελόδουλοι της εποχής μας, είναι αυτός ο οποίος αντέτεινε στον Καποδίστρια και του έλεγε ότι το σύνταγμα των Ελλήνων πρέπει να το φτιάξουν Γάλλοι γερουσιαστές κι όχι Έλληνες. Όχι δηλαδή αυτοί που οικοδόμησαν την έννοια της κοσμόπολης άρα της δημοκρατίας. Αλλά αυτοί οι Γάλλοι γερουσιαστές, δηλαδή της Γαλλικής Επανάστασης, που ήθελαν την εκλόγιμη μοναρχία. Με άλλα λόγια, αυτό το κατάπτυστο σύστημα που έχουμε και σήμερα. Που, επιπλέον, είναι και ξένο σώμα προς την ελληνική κοινωνία.

2ο: Να φέρει Γάλλους εκπαιδευτικούς για να διδάξουν τους ελληνόπαιδες. Αυτό ήθελε. Και ερχόντουσαν λοιπόν οι άλλοι, οι Κοτζαμπάσηδες, που θέλανε τον Καποδίστρια ως φωτογραφία αλλά να κάνουν αυτοί κουμάντο και να λυμαίνονται αυτοί τις προσόδους του κράτους, έρχονται λοιπόν αυτοί και του ζητάνε σύνταγμα. Ποιο σύνταγμα του ζητάνε; Αυτό της Γαλλικής Επανάστασης. Δηλαδή της εποχής της απολυταρχίας, που διακινούσαν για το μέλλον. Τι του λέγανε; Του έλεγαν να έχει ο ελληνικός λαός τιμοκρατικό ψήφο. Δηλαδή, όχι το κάθε άτομο να έχει την ψήφο του -όπως την έχει σήμερα, έστω, για να εκλέγει μονάρχες- αλλά να έχουν ψήφο μόνο εκείνοι που έχουν περιουσία (όπως γινόταν στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες). Τότε που στην Αγγλία υπήρχε μόνο το 7% των εκλογέων. Και τι τους απαντάει ο Καποδίστριας; Τους απαντά ότι, «…δεν είναι δυνατόν, έχω μία ανίκητη δυσκολία, η οποία συνιστάτε στο ότι δεν έχω τη δύναμη να κάμω έναν νόμο ο οποίος θέτει όρους στο δικαίωμα της ψήφου. Δικαίωμα το οποίο ο ελληνικός λαός δοξάζει ότι μεταχειρίστηκε έως σήμερα χωρίς περιορισμό» οποία ψήφος είναι ψήφος αυτοκυβέρνητης και όχι εκλογής μονάρχη. Και έρχονται λοιπόν αυτοί οι απίθανοι και αγράμματοι τύποι που μηρυκάζουν για να δοξάσουν καταστάσεις οι οποίες σήμερα υπηρετούν αυτή την εκχώρηση κάθε ανεξαρτησίας της χώρας και κάθε δημοκρατικού δικαιώματος, να μας μιλήσουν για τον “αυταρχισμό” του Καποδίστρια.

Προσέξτε. Όλοι αυτοί, είναι συνδεδεμένοι με την αντίληψη (κι ας προσποιούνται ότι δεν το ξέρουν, το γνωρίζουν πάρα πολύ καλά) αυτού που ιδεολογικά χρησιμοποιείται σήμερα για να ορίσει την έννοια της ακροδεξιάς. Τι είναι ακροδεξιός; Δεν είναι αυτός που καταδολιεύει την ελευθερία της κοινωνίας και τα δικαιώματά της; Όλοι αυτοί λοιπόν που μας μιλάνε για φιλελευθερισμό –που, ο Καποδίστριας υποτίθεται ότι ήταν αντίθετος, και ήταν, αλλά ήταν προς την κατεύθυνση του «εμπρός» δηλαδή του μέλλοντος και δεν δεχόταν ο Καποδίστριας ό,τι γινόταν στη Δύση, για δύο λόγους: πρώτον διότι αυτό το θεωρούσε ότι ήταν δείγμα καθυστέρησης για κοινωνίες που μόλις έβγαιναν από την φεουδαρχία και, βεβαίως, διότι δεν ήταν καν αποδεχτό αυτό από τις μεγάλες δυνάμεις που θα αναγνώριζαν την ανεξαρτησία και οι οποίες ήθελαν απολυταρχία, ελέω θεού πολίτευμα, στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και προσπαθούσε να υπονομεύσει αυτήν την πολική μιλώντας για προσωρινό πολίτευμα -“να μιλάτε για προσωρινό πολίτευμα” έλεγε- διότι αυτοί οι τύποι εκεί επάνω οι απίθανοι που τους γνώριζε από μέσα, δεν θα μας δέχονταν την ανεξαρτησία. Ήταν όρος. Και προσπαθούσε να πείσει τον υποψήφιο τότε βασιλέα Λεοπόλδο, ότι για να έρθει στην Ελλάδα πρέπει να θέσει θέμα ορίων της ελληνικής επικράτειας, ανεξαρτησίας της ελληνικής επικράτειας και γι’ αυτά που αγωνιζόταν και, να εκλεγεί από τον ελληνικό λαό. Διανοείστε ότι επανέφερε το καθεστώς της βασιλείας του Βυζαντίου –το ελάχιστο που μπορούσε να κάνει για τις συνθήκες της εποχής- όπου ο βασιλέας ήτανε εκλεγμένος από έναν διαρκή δήμο και μία διαρκή σύγκλητο.

Πού λοιπόν είναι αυτά σήμερα; Και, για να δούμε ακριβώς τι ήταν ο Καποδίστριας, πρέπει να τον ανατρέξουμε και στο παρελθόν του. Στα ιόνια νησιά, είχε οριστεί νεαρός ήδη τότε από τη βουλή, να είναι μέλος μίας δεκαμελούς επιτροπής για την αναθεώρηση του συντάγματος. Και οι προτάσεις του ξεσήκωσαν την οργή του Ρώσου εκπροσώπου (γιατί δεν ήταν  πλήρως ανεξάρτητα τα ιόνια νησιά/η ιόνιος πολιτεία) κατηγορώντας τον Καποδίστρια για “υπερβολικό φιλελευθερισμό”.

Το 1815 -θα μας το πει ο ίδιος ο Κίσινγκερ τον οποίον λατρεύουν- υπήρξε η μεγάλη σύγκρουση μεταξύ της απολυταρχίας που εκπροσωπούσε ο Μέττερνιχ και που απαγόρευε στην Ελλάδα να έχει το δημοκρατικό ιστορικό της πολίτευμα -δηλαδή την κοσμόπολη. O Κίσινγκερ λοιπόν, λέει ότι, ήταν η σύγκρουση μεταξύ του Μέττερνιχ που εκπροσωπούσε την απολυταρχία και του Καποδίστρια που εκπροσωπούσε το μέλλον. Το μέλλον των εθνικών κοινωνιών, της αρχής των εθνοτήτων που υπέσχετο την κατάλυση της απολυταρχίας και την εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού και όχι ενός ολιγαρχικού όπως το σημερινό σύστημα. Αυτή λοιπόν η πολιτική αν θέλετε αξιολόγηση από έναν σύγχρονο που είναι φίλα προσκείμενος προς τον Μέττερνιχ  ότι ο Καποδίστριας εκπροσωπούσε τον φιλελευθερισμό (κακώς, τη δημοκρατία σε φιλελευθερισμό ήθελε και όχι την ολιγαρχία) αλλά, αυτός που τον αναγνωρίζει, έρχονται να τον αποδομήσουν. Γιατί; Τι θέλουν να δικαιώσουν; Δύο πράγματα. Το πρώτο είναι, ό,τι εγκατεστάθη και επεβλήθη από την απολυταρχική Δύση και συνέχισε από τους ηγεμόνες της Ευρώπης να επιβάλλεται στην Ελλάδα προκειμένου να αποδομήσει τον μείζονα ελληνισμό και ό,τι υπόσχετο και, το δεύτερο -αυτό που γίνεται σήμερα διά της επιτροπής δηλαδή- να ιστορήσουμε τα πεπραγμένα του ελληνικού κόσμου, από τον 19ο μέχρι τον σημερινό αιώνα, διά των πεπραγμένων του κράτους. Ποιου κράτους; Αυτού που κατέστρεψε όλο το παρελθόν, που αποδόμησε  τον ελληνισμό και τον εξαφάνισε. Γνωρίζουμε τι έγινε στην Μικρά Ασία και γενικά τι έγινε αυτός ο μείζον ελληνισμός. Και αυτούς που υπηρετούν σήμερα την αρχή των γουναριστών και των κοραϊκών. Δηλαδή της εξάρτησης και της παράδοσης για να παραμείνει η Ελλάδα «μικρά πλην έντιμος» στον διεθνή χάρτη.

Αν πιάσετε να δείτε αυτούς  οι οποίοι είναι στην επιτροπή, αυτούς οι οποίοι υπηρετούν αυτήν την αρχή της ρήξης με το παρελθόν και της προσάρτησης της Ελλάδας και του ελληνικού πνεύματος σήμερα και του κόσμου στον λεγόμενο και παρωχημένο απολύτως Διαφωτισμό, δεν είναι άλλοι, οι οποίοι υπηρετούν την ιδέα ότι πρέπει να γίνουμε ένα καινούργιο προσάρτημα του μεγαλοϊδεατισμού της Τουρκίας και να εκχωρήσουμε οτιδήποτε στους γείτονες, γιατί υπηρετώντας τον εθνικισμό των γειτόνων καταστέλλουμε τον υποτιθέμενο δικό μας εθνικισμό. Δηλαδή, ο Έλληνας να κοντύνει και να μοιάζει με τον οικονομικό μετανάστη και όχι ο οικονομικός μετανάστης να ενσωματωθεί στις προδιαγραφές της ελληνικής πολιτισμικής αρχής. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Αλλαγή λαού σημαίνει. Εκεί πάμε. Εκεί, μας λένε όταν ξεκινάνε να μας πουν ότι δεν έχουμε σχέση με το παρελθόν, γιατί αν δεν έχουμε σχέση με το παρελθόν και μας συγκρότησε το κράτος το έθνος μας -όπως μας λέει και ο πρωθυπουργός που έφτιαξε αυτήν την επιτροπή- τότε, τι σημαίνει; Σημαίνει ότι αυτό το κράτος τα έκανε όλα καλά και ότι εξακολουθεί να τα κάνει. Ακόμα μας λένε, ότι είναι και φιλελεύθερο, για να μιλήσουμε με τους δικούς τους όρους. Από πού κι ως πού είναι φιλελεύθερο ένα κράτος που διώκει την αστική τάξη, που διακονεί τον φιλελευθερισμό από αρχής μέχρι τέλους; Αυτό εξαφάνισε την ελληνική αστική τάξη του μείζονος ελληνισμού, δεν της επέτρεψε ποτέ να μπει στην Ελλάδα και, συγχρόνως, σήμερα τη θέλει κρατικοδίαιτη. Παρακοιμώμενους της εξουσίας για να μοιράζονται μαζί τον λουφέ του κράτους.

Γ.Σ.: Κύριε Κοντογιώργη μην επεκταθείτε εκεί γιατί υπάρχει το κομμάτι που έχουν ζητήσει οι ακροατές, διότι εάν ανοίξουμε τη συζήτηση αντιλαμβανόμενος αυτό που περιγράφετε, οι επίγονοι της βαυαροκρατίας, με αυτό που ακούω από εσάς ξεκινώντας πολύ όμορφα από τον Ρήγα και φτάνοντας στον Καποδίστρια, εγώ αντιλαμβάνομαι ότι ακόμη και ο πρώτος εκσυγχρονιστής Τρικούπης, στον αντίποδα του Καποδίστρια είναι. Το σύστημα της κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας λοιπόν εξυπηρετεί και ο Τρικούπης.

Γ.Κ.: Σημειολογικά το έχω αναδείξει στο έργο μου, ότι, ο εκσυγχρονιστής Τρικούπης, όταν έρχεται η στιγμή να διαλογιστεί για το πώς θα εκσυγχρονιστεί η πολιτική ζωή της χώρας, λέει την περίφημη φράση: “Πρέπει ο πολιτικός να απελευθερωθεί του πολίτου”. Να απελευθερωθεί από τον πολίτη. Τον είχε σε στενό κλοιό. Τι συνέβη κύριε Σαχίνη και αυτός ο μέγας λάτρης του αγγλικού πολιτεύματος που ήταν ένα τιμοκρατικό ολιγαρχικό και μοναρχικό πολίτευμα απολυταρχίας ακόμη στην εποχή του, δεν αγαπάει καθόλου τον πολίτη; Κι εδώ απαντώ σε όλους αυτούς οι οποίοι έχουν ενθυλακώσει στο μυαλό τους την αντίληψη ότι ο Έλληνας δεν έχει πολιτική παιδεία και όχι αυτή που μας κυβερνούν ως κατακτητές, έρχεται να μας πει ότι πρέπει να καταστείλουμε την πολιτική ανάπτυξη του πολίτη για να μοιάζει με την αγελαία ιδιωτικότητα που έχει και ζει η δυτική κοινωνία που μόλις βγήκε από την φεουδαρχία και δεν γνωρίζει (γιατί δεν την έχει) τι είναι ψήφος. Τι θέλει από το αγγλικό πολίτευμα; Να είναι η απολυταρχία (η πολιτική εξουσία) απολύτως ελεύθερη, να κάνει ό,τι της αρέσει για την χώρα, να κυβερνάει την χώρα με τους δικούς της σκοπούς και να έχει κάτω τους δουλοπάροικους οι οποίοι το πολύ-πολύ να είναι μισθωτοί των δώδεκα και των δεκαπέντε ωρών εργασίας στα εργοστάσια. Αυτά λοιπόν είναι τα μοντέλα που έβαλε και ο Τρικούπης στο μυαλό του. Όμως ο πολίτης ο Έλληνας, που είχε πολιτική ανάπτυξη δημοκρατίας (διότι έτσι είχε ζήσει μέχρι και το τέλος της τουρκοκρατίας μέσα στα κοινά με δημοκρατία, κι όταν λέμε δημοκρατία εννοούμε αυτοκυβέρνηση κι όχι τον ευφημισμό του σημερινού συστήματος), αυτό τους δημιουργούσε απέχθεια. Κυριολεκτικά! Δεν επαναστάτησε ο ελληνικός λαός για να εγκαθιδρύσει μια απολυταρχία ή μια εκλόγιμη μοναρχία του σημερινού τύπου. Επαναστάτησε για να έχει δημοκρατία στο σύνολο, με εθνική ελευθερία και όρους κοσμόπολης. Έχει τεράστια σημασία αυτό να το συγκρατήσουμε. Αυτό λοιπόν σήμερα απεχθάνονται  στο πρόσωπο της πολιτικής συμπεριφοράς του ελληνικού λαού. Διότι, τι του ξέμεινε του ελληνικού λαού όταν οι βαυαροί πρώτοι κατέλυσαν τα κοινά και τη δημοκρατία μέσα στα κοινά με απέχθεια όπως γράφουν οι ίδιοι στο κείμενο που ακολουθεί τον νόμο; Τι απέμεινε; Απέμεινε η πολιτική του νοοτροπία. Αντί να πηγαίνει στον δήμο και να θέτει τα προβλήματά του και να κυβερνάει ο ίδιος μέσω του δήμου, αντί δηλαδή τη δημοκρατία που είχαν στα κοινά να τη μεταφέρουν στο κράτος-έθνος, τα κατήργησαν και εγκαθίδρυσαν την απολυταρχία για να… εξευρωπαϊστούμε, λέει. Την ελέω θεού διακυβέρνηση του Όθωνα και του κάθε μονάρχη.  Αυτό λοιπόν το σύστημα ακριβώς έρχεται να νοσταλγήσει ο Τρικούπης, λέγοντας ότι ο πολίτης που ξέμεινε από θεσμούς (γιατί του τους στέρησαν) έρχεται πια στον πολιτικό και του γίνεται “στενός κορσές” και του ζητάει αυτά που θα ζητούσε από τον δήμο. Αλλά με αυτόν τον τρόπο, ο πολίτης, δημιουργεί δύσμορφες συμπεριφορές διότι πηγαίνοντας στον πολιτικό, ο πολιτικός τον χρησιμοποιεί ως πελάτη. Άρα λοιπόν, τι φταίει; Ο πολίτης που στερήθηκε τη συλλογικότητά του μέσα στην οποία δρούσε πολιτικά; ή το σύστημα το οποίο καταλύοντας αυτό μεταβάλει τον πολίτη σε προσάρτημα και πελάτη του πολιτικά κυρίαρχου κατακτητή που λέγεται πολιτικός;  Και μας μιλάνε για συνταγματικά και δημοκρατικά τόξα οι κύριοι συνταγματολόγοι και δεν ντρέπονται. Να το κάψουν το πτυχίο τους όταν κάνουν τέτοια ιδεολογική κατήχηση επαίσχυντη εναντίον μιας δημοκρατικής κοινωνία.

Γ.Σ.: Θέλω στον χρόνο που μας απομένει, να μας μιλήσετε λίγο –όσο είναι εφικτό- για αυτό το σύστημα, γιατί και εκεί έδωσε μάχη ο Καποδίστριας και λίγοι το γνωρίζουν. Σφοδρή μάχη μάλιστα και επέλεξε και με ποια πλευρά θα πάει, στην Ελβετία κύριε Κοντογιώργη.

Γ.Κ.: Στην Ελβετία εστάλη ως εκπρόσωπος του Τσάρου, διότι γινόταν ένας μεγάλος ανταγωνισμός -θεωρούνταν μια κομβική περιοχή για την Ευρώπη- ανταγωνισμός μεταξύ της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Εκεί λοιπόν, πρώτον, κατάφερε να αποτρέψει την εισβολή της Αυστρίας και τον έλεγχο της Γαλλίας. Όχι υπέρ της Ρωσίας αλλά υπέρ της ανεξαρτησίας με επαρκή εδαφική επικράτεια για να μπορεί να είναι βιώσιμη η χώρα. Και, συγχρόνως, κατάφερε τους διαφόρους τσελιγκάδες ολιγάρχες φεουδάρχες της περιοχής, να τους ενώσει κάτω από ένα σύστημα που αποκλήθηκε συνομοσπονδία (που είναι η ελληνική συμπολιτεία), με όρους συμμετοχής της ίδιας της κοινωνίας. Δηλαδή εγκαθίδρυσε το σύστημα των κοινών με συμπολιτειακούς όρους στην Ελβετία, βάζοντας όμως μέσα στο ημι-φεουδαλικό σύστημα της εποχής ως πολιτειακό συντελεστή και την κοινωνία. Αυτό είναι το σύστημα που εξελίχθηκε σήμερα στην Ελβετία, που δεν είναι μεν δημοκρατικό, έχει όμως ισχυρά στοιχεία δημοκρατικότητας τα οποία προσπαθούν να τα μεταβάλουν και να τα ορίσουν ως δήθεν δημοψηφίσματα. Δεν είναι δημοψηφίσματα αυτά που συμβαίνουν στην Ελβετία. Είναι η λειτουργία –ατελής μεν αλλά, λειτουργία- του θεσμού της αντιπροσώπευσης, του δήμου δηλαδή σε καθημερινή βάση. Άλλο πράγμα το δημοψήφισμα κι άλλο πράγμα η θέσμιση της κοινωνίας ως δήμου για να λειτουργεί σε καθημερινή βάση, όπως πρέπει να είναι ένας θεσμός του δήμου. Αυτό λοιπόν το σύστημα σήμερα, λειτουργεί και είναι ορατό από όλους στην Ευρώπη και στον κόσμο. Γιατί δεν το μιμείται κανείς; Γιατί δεν πηγαίνει μέχρι εκεί; Εγώ θα αντέτεινα. Γιατί δεν εγκαθιδρύουν ένα σύστημα διαβούλευσης της κοινωνίας και, βεβαίως, πέραν της διαβούλευσης και συμμετοχής στα πολιτικά δρώμενα; Δηλαδή με αποφασιστικό δικαίωμα της κοινωνίας στις απλές κοινότητες, στους απλούς δήμους της χώρας; Γιατί δεν το εγκαθιδρύουν όλοι αυτοί που διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους και μας λένε ότι η απόλυτη μοναρχία της εποχής μας (του κάθε πρωθυπουργού και του κάθε προέδρου σε όλον τον κόσμο) είναι «δημοκρατία» επειδή πηγαίνει ο πολίτης ο δυστυχής και ρίχνει το χαρτάκι για να βγάλει μονάρχη. Και στο τέλος, όταν τίθεται το ζήτημα της αναντιστοιχίας μεταξύ της πολιτικής που ακολουθεί ο μονάρχης/πρωθυπουργός και της κοινωνίας που είναι σε προφανή κατά κανόνα δυσαρμονία, τι απαντούν; Ότι, δεν ακολουθούν τον «όχλο». Ότι δεν ακολουθούν τις δημοσκοπήσεις και κουνάνε και το χέρι. Ποιος θα ελέγξει αυτούς τους ανθρώπους; Για ποιον εκλέχθηκαν κύριε Σαχίνη; Ας μας πουν για ποιον εκλέχθηκαν και τίνος τα συμφέροντα υπηρετούν, όταν κατεβάζουν στρατιές ολόκληρες, αστυνομίας και στρατού στα νησιά για να καταστείλουν την απολύτως θεμιτή ανάγκη των πολιτών να υπερασπιστούν την καθημερινή τους ζωή από αυτό που οι ίδιοι οι πολιτικοί τους έχουν δημιουργήσει. Μη νομίσουμε ότι ο Έβρος ή αυτό που συμβαίνει στα νησιά τώρα με την ανάσχεση, συμβαίνει επειδή είναι μέσα στα μυαλά των ανθρώπων που κυβερνάνε. Είναι το αποτέλεσμα αυτού που υπήρξε στα νησιά, του προπηλακισμού  του στρατού καταστολής που εστάλη. Κατάλαβαν δηλαδή, ότι ήταν αντιμέτωποι με αυτό που έχουν καταφέρει να το διαχειρίζονται: με την εθνική κοινωνική συλλογικότητα. Και όταν είσαι αντιμέτωπος με την κοινωνική συλλογικότητα, με την αντίδραση δηλαδή τη συλλογική της κοινωνίας, έχεις πρόβλημα επιβίωσης διότι από αυτούς θα πάρεις τη νομιμοποίηση να ξανά είσαι πρωθυπουργός. Αυτό που συμβαίνει σήμερα όμως, βεβαιώνει με αδιάψευστο τρόπο τι συνέβη την προηγούμενη περίοδο, με την προηγούμενη κυβέρνηση.  Τι υπηρέτησαν αυτοί οι απίθανοι τύποι που ήταν κρατικοδίαιτοι και ζούσαν εις βάρος  του ελληνικού λαού και όταν ανήλθαν στην εξουσία τον μούντζωναν και υπηρετούσαν τη Διεθνή των Αγορών και τα συμφέροντά της στο όνομα του δήθεν “ανθρωπισμού” στις διεθνείς σχέσεις;

Αντιλαμβάνεσθε επομένως ότι τίθεται ένα θέμα αντιπροσώπευσης. Το θέμα αυτό της αντιπροσώπευσης, έχει πολλά επίπεδα. Δεν πρέπει κάποιος να καθορίζει το περιεχόμενο των πολιτικών που θα ακολουθούν αυτοί οι άνθρωποι; και όχι να το καθορίζουν αυτοί; Με ποιο δικαίωμα αποφασίζουν για λογαριασμό και για τις τύχες μιας ολόκληρης κοινωνίας; Εάν είναι σε προφανή αντίθεση οι πολιτικές τους με αυτό στο οποίο είναι αρμόδιοι, τότε γιατί τους καθορίστηκε να πολιτευτούν τα συμφέροντα της κοινωνίας και τα αντιστρατεύονται; Δεν πρέπει κάποιος να τους τραβήξει το μανίκι; Δεν πρέπει κάποιος να τους ανακαλέσει, να τους ελέγξει και να τους προσαγάγει στη δικαιοσύνη; Μας λένε ότι την πολιτική ευθύνη, άρα τον έλεγχο και τις ευθύνες, τις απονέμει ο λαός στις επόμενες εκλογές. Αυτά είναι μπαρούφες για τους ιθαγενείς. Στις επόμενες εκλογές και σε κάθε εκλογές, ο πολίτης εκλέγει απλά τον επόμενο μονάρχη. Μπορεί να ήταν άριστος ο προηγούμενος αλλά τον βαρέθηκε, μπορεί να ήταν άχρηστος και τον εχθρεύονταν και τον μούντζωσε και ψήφισε άλλον για να διώξει αυτόν που υπάρχει. Δεν έχει σημασία. Ψηφίζει απλά τον επόμενο μονάρχη. Δεν τιμωρεί. Η τιμωρία έχει συγκεκριμένες προδιαγραφές και όπως σε κάθε ευνομούμενη κοινωνία εάν θα ήταν μη ολιγαρχική και μοναρχική, θα είχε σώμα δικαιοσύνης που θα δίκαζε. Εδώ σου λένε, ότι αν θέσεις ζήτημα ελέγχου και ευθύνης του πολιτικού και προσαγωγής του στη δικαιοσύνη, αυτό αποτελεί φασισμό. Διότι αν ξέρει ότι θα έχει συνέπειες για τις πολιτικές που κάνει, εάν δεν έχει ανταποκρισιμότητα προς το κοινό συμφέρον και θα ξέρει ότι θα υποστεί αυτές τις συνέπειες, τότε λοιπόν θα πολιτευτεί προς το συμφέρον της κοινωνίας. Θα αισθάνεται την ανάσα της κοινωνίας ως συλλογικότητας κι όχι μιας διασπασμένης πραγματικότητας που απλώς θα ιδιωτεύει και κάποιες στιγμές θα λειτουργεί με τους όρους της αγελαίας συμμετοχής, ως μάζα.

Αυτό λοιπόν είναι το κεντρικό ζήτημα σήμερα που, αν θέλετε, μας ενώνει με αυτό που ήδη κάνουν οι πολιτικοί μας στην Ελλάδα (το πολιτικό σύστημα, όποιοι και να είναι γιατί τους ομοίους του καλεί), με αυτό που είναι το διακύβευμα για την κοινωνία. Και για να πούμε μία πραγματικότητα, εδώ φαίνεται ότι δεν αλλάζουν οι άνθρωποι. Δεν μπορούν  να αλλάξουν μέσα σε αυτό το σύστημα διότι αυτό καθορίζει τη σκέψη και τις πολιτικές τους. Γι’ αυτό και όρισαν μία επιτροπή για να γιορτάσει τα 200 χρόνια, με σκοπό να πάει πολύ βαθύτερα αυτήν τη ρήξη με τις πολιτισμικές προδιαγραφές, τις δημοκρατικές πολιτισμικές προδιαγραφές της ελληνικής κοινωνίας και του παρελθόντος η οποία τις διδάσκει. Γι’ αυτό και μας λένε ότι θα δοξάσουν το κράτος. Έχει σημασία υπό ποία σκοπιά θα αποτιμήσουν τα πεπραγμένα. Εάν μας πουν ότι θα δοξάσουν το κράτος διότι, λέει, μας πήρε από την Πελοπόννησο και μας πήγε στη Θράκη, τότε λένε ένα μεγάλο ψεύδος. Διότι αυτό το κράτος έπραξε τα ελάχιστα. Το έως στην Θράκη και έως την Κρήτη και ως την Κέρκυρα, είναι το κράτος που ήρθε μέσα από τους αγώνες του ελληνικού λαού εναντίον των πεπραγμένων αυτού του πολιτικού προσωπικού το οποίο όμως κατέστρεψε τον μείζονα ελληνισμό με ό,τι αντιπροσώπευε, ηγεμόνευε χωρίς κράτος, υπό καθεστώς εθνικής κατοχής σε τρεις αυτοκρατορίες και στη Μεσόγειο. Τι έγινε αυτός ο ελληνικός κόσμος; Εάν θέλετε να μάθετε τι έγινε και ποιος τον κατέστρεψε, αναλογιστείτε δύο μεγάλες στιγμές: 1897 και 1922. Και γιατί έγινε το 1922; -επειδή μιλάμε για την Κρήτη και στην Κρήτη; Διότι ο μεγάλος Ελευθέριος Βενιζέλος, ήρθε στην Ελλάδα φυτευτός. Δεν ήταν προϊόν του κομματικού σωλήνα αυτού του κράτους. Αν είχε να πολιτευθεί μέσα από αυτόν τον κομματικό σωλήνα να είστε βέβαιος ότι θα είχε γίνει όπως και οι άλλοι, αλλιώς θα τον είχε εκβράσει. Αν υπήρξε λοιπόν η ανάταση της πρώτης περιόδου της βενιζέλειας εποχής, υπήρξε γιατί είχαμε την επανάσταση στο Γουδί, που οδήγησε στην κατάρρευση της κομματοκρατίας του παλαιού καθεστώτος και που οδήγησε στην έλευση του Βενιζέλου ο οποίος λειτούργησε πια εκεί με τους όρους της εθνικής αναφοράς. Αυτός που θέλει να είναι μεγάλος ηγέτης πρέπει να παίρνει την κοινωνία και να την βγάζει στο μέλλον. Και όχι να πολεμάει την κοινωνία και να την αντιστρατεύεται και όταν η κοινωνία αντιδρά να την χαρακτηρίζει ως “ετερόκλητο όχλο" αυτός ο οποίος έζησε εις βάρος της κοινωνίας ως παράσιτο.

Αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα που εγείρει σήμερα η επικαιρότητα της Ελληνικής Επανάστασης. Να ξαναδούμε το ιστορικό μας παρελθόν, για να δούμε τι φταίει και αυτό το «τι φταίει» να το διορθώσουμε όχι επανερχόμενοι στο παρελθόν αλλά εμπνεόμενοι από αυτό, για να δούμε ποιο είναι το πρόβλημα. Το πρόβλημα λοιπόν είναι η αναντιστοιχία μεταξύ του πολιτικού συστήματος και της κοινής βούλησης της κοινωνίας, της συλλογικότητας. Που η αναντιστοιχία αυτή παράγει όλες τις καταστροφές. Διότι όταν κανείς είναι ελεύθερος και αυτόνομος να κάνει ό,τι του αρέσει -όπως επιτάσσει το παρόν σύνταγμα και κάθε σύνταγμα του κόσμου- και όταν δεν υπάρχει ιδεολογία να συνδέσει –έστω σε αυτό το επίπεδο- τις πολιτικές του κομματικού σωλήνα με ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας για να γίνει δημόσιο συμφέρον, τότε αυτός που κυβερνάει, κυβερνάει για τον εαυτόν του και όποιος του αντιστέκεται (συμπεριλαμβανομένης και κυρίως της κοινωνίας ως συλλογικότητα) την βάζει απέναντι και προσπαθεί να την γονατίσει. Σήμερα λοιπόν, οι πολιτικές που μας διδάσκουν αυτοί οι απίθανοι τύπου που είναι μέλη της επιτροπής μαζί με αυτήν την… “κυρία” που ποιος ξέρει αν έχει διαβάσει έστω μία σελίδα από την ελληνική ιστορία (όπως δείχνουν τα πράγματα παπαγαλάκι είναι κι ό,τι της λένε το βάζει στο στόμα της) αυτή λοιπόν η επιτροπή, αυτό που θέλει είναι να κοντύνει την πολιτισμική οντότητα αυτής της κοινωνίας και τις ιστορικές της αναφορές, διότι θα φανεί η γύμνια του κράτους. Θα φανεί ποιος κατέστρεψε και ποιος θέλει να αλλάξει τώρα και τις προδιαγραφές του ελληνικού λαού, την πολιτισμική του συνοχή, για να μας κάνουν να λειτουργούμε όπως λειτουργούν οι μεσανατολικές χώρες. Δηλαδή ως αγέλες που καθοδηγούνται από τζιχαντιστές. Τζιχαντιστές της ιδεολογίας του τύπου αυτών που κατηγορούν τον Καποδίστρια για δικτάτορα και αυτούς που είναι στις διάφορες επιτροπές που θέλουν να μας διδάξουν τι ήταν η ελληνική κοινωνία και η Ελληνική Επανάσταση για να κάνουν τα ίδια σήμερα ως κράτος, που έκαναν και στο παρελθόν, δαπάνες του ελληνικού λαού και του ελληνικού έθνους.

Γιώργος Κοντογιώργης για τον Γιώργο Σαχίνη

 









💻







Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Η Γερμανία μπορεί να καταστρέψει το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα



Γιώργος Κοντογιώργης:

(...) Τι έχει συμβεί στη Δύση;
Έχει χάσει ένα πολύ μεγάλο μέρος αυτής της παραγωγικής δυνατότητας, που παράγει θέσεις εργασίας, αλλά έχει κρατήσει τους πυλώνες του παγκόσμιου αυτού συστήματος που είναι το σύστημα πια των αγορών. Ποιοι είναι αυτοί οι πυλώνες; Στο οικονομικό πεδίο είναι το εμπόριο. Ο έλεγχος της διακίνησης αυτών των προϊόντων ανήκει στον δυτικό κόσμο. Είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το σύστημα που χρηματοδοτεί, διακινεί και πολλαπλασιάζει το χρήμα (από τα χρηματιστήρια μέχρι τις άλλες αγορές και το τραπεζικό σύστημα). Παράγεται δηλαδή ο πλούτος και τα προϊόντα στις τρίτες χώρες, αλλά αυτός ο πλούτος μεταφέρεται ουσιαστικά, στο μεγαλύτερο μέρος του, πάλι στη Δύση. Αλλά, είναι ένας πλούτος ο οποίος δεν έχει να κάνει με τις παραγωγικές συνθήκες των χωρών όπου συσσωρεύεται, γι’ αυτό και βλέπουμε ότι συσσωρεύεται σε μία πολύ μικρή μειοψηφία η οποία δεν επενδύει για να παραγάγει πλούτο, επενδύει στη διακίνηση του χρήματος το οποίο πολλαπλασιάζει τον εαυτό του. Άρα δεν είναι παραγωγικό στην πραγματικότητα παρ’ όλο που έχει παραγωγικές βάσεις αρχικά. Αυτό το χρήμα, μπορεί να ελέγχει τα κράτη (τις πολιτικές ηγεσίες), τις έχει μεταβάλει σε ομήρους, έχει μεταφέρει στο εσωτερικό των κρατών τις σχέσεις δύναμης που επικρατούν στις διακρατικές σχέσεις, έχουν μεταβληθεί δηλαδή, το σύστημα των αγορών από οικονομικά κυρίαρχο σε πολιτικά κυρίαρχο. Πολιτικά κυρίαρχο, αν το δούμε στις σημερινές συνθήκες, σημαίνει σε πολλά επίπεδα. Πρώτα πρώτα η αντίληψη ότι ο σκοπός της πολιτικής είναι ο σκοπός του συμφέροντος των αγορών και όχι των κοινωνιών. Όλη η σκέψη για την άρση της σημερινής κρίσης παραδείγματος χάρη, γίνεται στη βάση αυτής της πραγματικότητας. Πώς θα ξανακινήσει η αυτορρυθμιζόμενη οικονομία. Τι σημαίνει αυτορύθμιση; Αυτορύθμιση σημαίνει να είναι υπεράνω του νόμου. Να βάζει αυτή τους νόμους με τους όρους της δύναμης που έχει στην περίφημη λογική των αγορών. Η μεταβολή του πολίτη σε καταναλωτή και η συνεκτίμησή του ως καταναλωτή και όχι ως πολίτη. Απομειώνεται η έννοια, δηλαδή η ιδιότητα του πολίτη που έχει αποφασιστικό ρόλο. Και, βεβαίως, η ίδια η λογική αυτής της οικονομίας είναι που μεταβάλει και τον τρόπο λειτουργίας του κράτους. Γι’ αυτό και, λένε, ότι χρειάζεται μικρό κράτος, αποτελεσματικό, αλλά όταν τίθεται το ερώτημα προς ποια κατεύθυνση είναι για να εξυπηρετεί τον σκοπό των αγορών -άρα να δημιουργεί τις προϋποθέσεις μίας μετακίνησης του πλούτο από την κοινωνία των πολιτών ή την κοινωνία της εργασίας σε αυτούς που είναι οι συντελεστές των αγορών- και επομένως, διαπιστώνουμε σε αυτό το πλαίσιο, ότι έχει ανατραπεί αυτό που διαπιστώσαμε προηγουμένως που γινότανε όμως σε εξωθεσμική βάση, (στο πεδίο των συγκρούσεων δηλαδή και όχι μέσα στο σύστημα), η ισορροπία μεταξύ κοινωνίας και αγορών με κυρίαρχη πραγματικότητα για την εμπραγμάτωση αυτής της ανατροπής, το κράτος.

Και το ερώτημα εν είδει παρενθέσεως, είναι τι συμβαίνει στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει σημασία να το δούμε αυτό, διότι, πρώτον είμαστε μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επομένως θα πρέπει να το συνεκτιμήσουμε, να έχουμε κατά νουν δηλαδή του τι συμβαίνει στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή. Αλλά συγχρόνως, έχει σημασία διότι ένας από τους κυριότερους συντελεστές στη λειτουργία αυτού του συστήματος είναι η Ευρώπη και δη, η πολιτική Ευρώπη· η Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Τι συμβαίνει εκεί; Όπως ξέρουμε, η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργήθηκε γιατί οι κυρίαρχες χώρες της Ευρώπης από αποικιοκρατικές περιήλθαν σε μία αδυναμία που, ουσιαστικά συνίστατο στο ότι είχαν συνθλιβεί ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Σοβιετική Ένωση. Και, επιχειρήθηκε, -προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ανάχωμα προς την κατεύθυνση της Σοβιετικής Ένωσης (του υπαρκτού σοσιαλισμού)- επιχειρήθηκε να ανασυγκροτηθεί ο ευρωπαϊκός κόσμος με πρόσημο την ευρωπαϊκή ταυτότητα. Η ευρωπαϊκή ταυτότητα είναι υπαρκτή. Το πολιτικό της πρόσημο απουσίαζε. Αυτή τη στιγμή λοιπόν, το δίκαιο της ανάγκης οδηγεί στην διαμόρφωση της ευρωπαϊκής κοινότητας και στη συνέχεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διαπιστώνουμε όμως ότι αυτή η ευρωπαϊκή κοινότητα (η Ευρωπαϊκή Ένωση) δεν οικοδομείται στη βάση αυτού που πολλοί διακηρύσσουν ως ιδεώδες, της ομοσπονδίας. Και το ερώτημα είναι «γιατί»; Εάν η Ευρώπη (έχω πει κάποια στιγμή) θα είχε δημιουργηθεί –που δεν υπήρχε περίπτωση, αλλά το λέμε ως υπόθεση εργασία- τον 19ο αιώνα, θα ήταν ομοσπονδιακή. Η Ευρώπη του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα ή του 21ου αιώνα, δεν μπορεί να είναι ομοσπονδιακή. Και δεν μπορεί να είναι ομοσπονδιακή διότι ο κρατοκεντρισμός (δηλαδή τα κράτη-έθνη) έχουν παγιώσει την παρουσία τους, έχουν αποκτήσει μία αυθυπαρξία η οποία είναι «υπαρξιακή» για τις κοινωνίες τους, όχι μόνο για την ταυτότητα αλλά και για την ίδια τη λογική της θεμελιώδους κοινωνίας του σύγχρονου κόσμου και συνεπώς, δεν παραιτείται κανένα κράτος από αυτή την πραγματικότητα που έχει δημιουργηθεί και που αισθάνεται η κάθε κοινωνία ότι την υπηρετεί. Αυτό που συμβαίνει, είναι αυτό που συνέβη στον ελληνικό κόσμο στην περίοδο πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Δηλαδή, η Ευρώπη συγκροτείται σε συμπολιτεία. Συμπολιτεία και ομοσπονδία είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Η ομοσπονδία είναι η ύπαρξη πολιτειακών οντοτήτων με μία όμως κεντρική πολιτεία/κυβέρνηση/εξουσία η οποία κυβερνάει το σύνολο και έχει αποκλειστικές αρμοδιότητες και απευθείας αναγωγή και νομιμοποίηση στην κοινωνία τη σύνολη (παραδείγματος χάρη, Ηνωμένες Πολιτείες, Γερμανία, η σημερινή Ρωσία και ούτω καθεξής). Ενώ η συμπολιτεία είναι ένωση κρατών, καταρχήν ισότιμη ένωση κρατών, τα οποία συνδιαχειρίζονται και επομένως αν υπάρχει η ανάγκη (όπως υπάρχει πάντα) κεντρικών θεσμών, συγκροτούν και αυτούς τους κεντρικούς θεσμούς. Άρα, το πολιτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτή τη στιγμή που στην πραγματικότητα είναι ένα πολιτικό σύστημα χωρίς κράτος και άρα μία ατελείς συμπολιτεία, το πολιτικό λοιπόν αυτό σύστημα, συγκροτείται από τα επιμέρους κράτη κατά το σύστημα των κρατών. Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι ηγέτες των κρατών (δηλαδή οι φορείς της πολιτικής κυριαρχίας των κρατών) είναι εκείνοι οι οποίοι διοικούν είτε απ’ ευθείας τα συμβούλια είτε εμμέσως με διορισμένους το πολιτικό σύστημα της Ευρώπης στο σύνολο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Αυτό, έχει συνέπειες. Ότι και η ελάχιστη παρουσία της κοινωνίας που σημειώνεται εξωθεσμικά ή θεσμικά στο επίπεδο ενός εκάστου κράτους μέλους, δεν απαντάται. Είναι πλήρως απούσα δηλαδή η ευρωπαϊκή κοινωνία. Ένα το κρατούμενο. Δεύτερον, η διαχείριση του ευρωπαϊκού δημοσίου χώρου γίνεται κυρίως (ή και σχεδόν αποκλειστικά τις περισσότερες φορές) από τα κράτη και όχι από τους κεντρικούς θεσμούς του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Σημαίνει αυτό ότι, το κράτος, έχει συγχρόνως να διαχειριστεί το δικό του και το ευρωπαϊκό συμφέρον. Τον δικό του και τον ευρωπαϊκό δημόσιο χώρο. Και σε αυτή την διελκυστίνδα το πρόβλημα τίθεται ως προς την διαχείριση του ευρωπαϊκού και όχι του εθνικού δημοσίου χώρου, διότι η κάθε ηγεσία των χωρών ανάγεται σε μία νομιμοποιητική λειτουργία μέσα σε κάθε χώρα, στις κοινωνίες των χωρών και όχι σε μία ευρωπαϊκή κοινωνία. Ιδού λοιπόν το πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Και μέχρι σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, προσπαθούσε να λειτουργήσει με όρους συνέργειας των κρατών. Συνέργεια σήμαινε την αναζήτηση ομοφωνιών, συμβιβασμών και επομένως μίας λειτουργίας καταμερισμού ωφελημάτων και βαρών, που ωφελούσε όλον τον κόσμο, όλες τις χώρες. Αυτό που συμβαίνει σήμερα εν ολίγοις, είναι να διαπιστώνουμε ότι με αφετηρία την Ελλάδα που έδωσε την αφορμή -αλλά που όμως αργά ή γρήγορα θα οδηγούμασταν εκεί- έχουμε μία ανατροπή αυτής της λογικής του συστήματος. Δεν έχει ανατραπεί το σύστημα, αλλά αντί να είναι οι θεσμοί του συστήματος που να διαμορφώνουν τις πολιτικές, οι θεσμοί αυτοί στην πραγματικότητα λειτουργούν για να νομιμοποιούν πολιτικές αποφάσεις που υπαγορεύονται από μία χώρα. Τη Γερμανία εν προκειμένω. Και, συμβαίνει αυτό με έναν βίαιο τρόπο. Τι επιδιώκει η Γερμανία; Είναι εύκολο να δεχθεί κανείς -γιατί δεν το κρύβουν ουσιαστικά με τις πράξεις τους- ότι, θεσμοθετούν τη λογική του συστήματος των αγορών στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως σκοπό της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ως τρόπο λειτουργίας των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχουμε ζήσει μία περίοδο η οποία έχει πολύ ενδιαφέρον. Δεν είναι μόνο ότι έπαψε να υπάρχει ο κίνδυνος εξ ανατολών για την Ευρώπη, αλλά και ότι έπαψε η Γερμανία να αισθάνεται τις ενοχές για την αιματοχυσία που προκάλεσε στην Ευρώπη και στη διάρκεια του μεσοπολέμου με το ναζισμό και, στη διάρκεια του πολέμου. Αυτό όμως που στην πραγματικότητα συμβαίνει, είναι ότι μέσα από τη θεσμοθέτηση της λογικής των αγορών, μέσα από την επιβολή αυτής της πολιτικής για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, η Γερμανία επιδιώκει να πραγματοποιήσει στην «πολιτική» Ευρώπη αυτό που δεν μπόρεσε με τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους προηγουμένως. Δηλαδή, μία ηγεμονία. Γι’ αυτό και λέω πολύ συχνά, ότι, αν υπάρχει ένας κίνδυνος που πρέπει να σημειώσει κανείς πολύ περισσότερο από αυτό που γίνεται, είναι ότι η Γερμανία ιστορικά ανήκει πολύ λίγο στον ευρωπαϊκό πολιτισμό ως κοινωνία. Και αυτό πρέπει να ειπωθεί. Διότι από την εποχή που κατέλυσε τη δυτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία μέχρι την εποχή που συγκροτήθηκε σε κράτος, δεν έπαψε να λειτουργεί λεηλατικά επί της υπόλοιπης Ευρώπης. Μπήκε πολύ αργά στον πολιτισμό. Δεν αποτέλεσε ούτε μέρος της ρωμαϊκής επικράτειας. Και, μέσα από αυτήν τη διαδικασία βλέπουμε ότι λειτουργεί και σήμερα. Δεν έχει αίσθηση των ορίων της δύναμης. Τι έχουμε πει για τις διακρατικές σχέσεις; Ότι είναι σχέσεις δύναμης. Είναι σχέσεις βαρβαρότητας. Δεν υπάρχει ο πολίτης πέραν των πόλεων, πέραν των κρατών. Η έννοια του πολίτη που ενσωματώνει τις ελευθερίες που βιώνει σε μία κοινωνία δεν τις έχει αλλού. Είναι «άπολις» αλλού. Αλλά, είναι «άπολις» διότι επικρατούν οι σχέσεις δύναμης. Η Γερμανία λοιπόν αυτό που κάνει είναι να μεταβάλει σε «τυπικούς» τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να υπαγορεύει σχέσεις δύναμης στο εσωτερικό.

Τι μπορεί να υποθέσει κανείς ότι επιδιώκει: Εάν δούμε την πορεία μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ήδη κατά την περίοδο της Ost-Politik με τον Βίλλυ Μπραντ, που επεδίωκε ουσιαστικά την υπονόμευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά όταν αυτός κατέρρευσε το πρώτο που είχε να κάνει ήταν αφενός να διαλύσει τη Γιουγκοσλαβία (άρα μία δύναμη που θα μπορούσε αν ήταν ενωμένη να υπολογίζει στην περιοχή της Βαλκανικής, το υπογάστριο δηλαδή της Γερμανίας) και αφετέρου, να ενσωματώσει τις πρώην ζωτικές για τον υπαρκτό σοσιαλισμό για τη Σοβιετική Ένωση χώρες, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην πραγματικότητα δηλαδή, δημιούργησε εκεί, μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών, τον δικό της εσωτερικό ζωτικό χώρο. Δεν την ενοχλούσε πάρα πολύ το γεγονός ότι οι χώρες αυτές με τον φόβο της Ρωσίας πολιτικά ακολουθούσαν την Αμερική. Την ενδιέφερε να διεισδύει και να εγκαθιδρύσει αυτόν τον οικονομικά ισχυρό ζωτικό εσωτερικό χώρο. Η Ελλάδα είναι ένας επόμενος σταθμός σε αυτή τη διαδικασία. Αλλά δεν είναι μόνο η Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι, ένας στρατηγικός εταίρος, που είναι για πολλούς άλλους λόγους αναγκαίος για την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά για την οικονομική της επιφάνεια. Αυτό που επιδιώκεται είναι να εφαρμοστεί εδώ αυτό το οποία νομίζω ότι θα επιχειρηθεί για ένα μεγάλο μέρος των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συγκεκριμένα για τη ζώνη του ευρώ. Δηλαδή, μία εσωτερική περιφέρεια της Γερμανίας. Αν θελήσουμε να το δούμε αυτό σε επάλληλους κύκλους, θα διαπιστώσουμε ότι θα υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας στην Ευρωπαϊκή Ένωση που θα τον διευθύνει η Γερμανία με τη Γαλλία και δύο τρεις άλλες χώρες, στη συνέχεια η περιφέρεια που θα είναι σε αδυναμία και θα είναι ουσιαστικά η εσωτερική αγορά του ενιαίου νομίσματος, μετά η υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση και βεβαίως ο υπόλοιπος κόσμος. Η Γερμανία δεν μπορεί να ηγεμονεύσει, να εξαντλήσει τα περιθώρια της φιλοδοξίας της, εάν δεν δημιουργήσει ένα κράτος μέσα στο κράτος, δηλαδή αυτούς τους όρους της ηγεμονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Γι’ αυτό και είπα ότι με φοβίζει αυτή η μη αίσθηση των ορίων της δύναμης. Γιατί μέσα στην φιλοδοξία αυτή που της επιτρέπει η εσωτερική της δύναμη, η δημιουργία αν θέλετε των προϋποθέσεων της αγοράς μέσα στην χώρα της πριν έρθει να την επιβάλει στις υπόλοιπες χώρες, η Γερμανία μπορεί να καταστρέψει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Γιατί, εάν το τραβήξει πολύ, θα δημιουργήσει αντιστάσεις. Και, στην απελπισία οι κοινωνίες δε μετράνε τα υπέρ και τα κατά σε μία πραγματικότητα που επιθυμούν, αλλά αντιδρούν και η αντίδραση αυτή δεν ξέρουμε μέχρι πού μπορεί να φτάσει ή τι αλυσιδωτές συνέπειες μπορεί να δημιουργήσει. Αυτός είναι ο κίνδυνος αυτής της πολιτικής που ακολουθείται αυτή τη στιγμή. Και, μπορούμε να το δούμε αυτό όχι τόσο στην Ελλάδα όσο στις αποφάσεις που λαμβάνονται αυτή τη στιγμή στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το σύνολο της Ευρωζώνης. Η Γερμανία, είναι ο δανειστής. Είναι αυτή που μπορεί να υπαγορεύσει αυτές τις προϋποθέσεις. Και διαπιστώνουμε ότι η Γαλλία, που κατά τη γνώμη μου θα αποδειχθεί ο μεγάλος ηττημένος –γιατί η Ελλάδα δε μπορεί να φιλοδοξήσει για να πει κανείς ότι είναι ηττημένος σε ευρωπαϊκό επίπεδο- (θα δούμε την επόμενη φορά ότι το πρόβλημα είναι διαφορετικό σε σχέση με την Ελλάδα), αλλά ο μεγάλος ηττημένος σε επίπεδο ευρωπαϊκών θεσμών/Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η Γαλλία. Διότι, επείσθη η παρούσα ηγεσία της Γαλλίας από τη Γερμανία, να συνταξιδέψουν μαζί σε αυτό το πλάνο της ηγεμονίας. Αλλά δε συνεκτίμησαν ότι η Γαλλία είναι ασθενής κρίκος μπροστά στη Γερμανία. Αντί δηλαδή η Γαλλία να συσπειρώσει τις άλλες χώρες που είναι σε αδυναμία και να δημιουργήσει έναν πόλο εξισορρόπησης ώστε να μην στήσει το χαλί της ηγεμονίας της Γερμανίας, κάνει ακριβώς το αντίθετο. Θυμίζει τη Γαλλία πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Που στο όνομα μιας ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, στην πραγματικότητα οδήγησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ακριβώς διότι δεν προνόησε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις αυτής της αντίστασης της εξισορρόπησης απέναντι στη γερμανική φιλοδοξία.


Απόσπασμα από τη σειρά διαλέξεων του Καθηγητή Γιώργου Κοντογιώργη, με θέμα "Ελληνισμός & κόσμος σήμερα".
Απομαγνητοφώνηση, Ελένη Ξένου.