Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Η Γερμανία μπορεί να καταστρέψει το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα



Γιώργος Κοντογιώργης:

(...) Τι έχει συμβεί στη Δύση;
Έχει χάσει ένα πολύ μεγάλο μέρος αυτής της παραγωγικής δυνατότητας, που παράγει θέσεις εργασίας, αλλά έχει κρατήσει τους πυλώνες του παγκόσμιου αυτού συστήματος που είναι το σύστημα πια των αγορών. Ποιοι είναι αυτοί οι πυλώνες; Στο οικονομικό πεδίο είναι το εμπόριο. Ο έλεγχος της διακίνησης αυτών των προϊόντων ανήκει στον δυτικό κόσμο. Είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το σύστημα που χρηματοδοτεί, διακινεί και πολλαπλασιάζει το χρήμα (από τα χρηματιστήρια μέχρι τις άλλες αγορές και το τραπεζικό σύστημα). Παράγεται δηλαδή ο πλούτος και τα προϊόντα στις τρίτες χώρες, αλλά αυτός ο πλούτος μεταφέρεται ουσιαστικά, στο μεγαλύτερο μέρος του, πάλι στη Δύση. Αλλά, είναι ένας πλούτος ο οποίος δεν έχει να κάνει με τις παραγωγικές συνθήκες των χωρών όπου συσσωρεύεται, γι’ αυτό και βλέπουμε ότι συσσωρεύεται σε μία πολύ μικρή μειοψηφία η οποία δεν επενδύει για να παραγάγει πλούτο, επενδύει στη διακίνηση του χρήματος το οποίο πολλαπλασιάζει τον εαυτό του. Άρα δεν είναι παραγωγικό στην πραγματικότητα παρ’ όλο που έχει παραγωγικές βάσεις αρχικά. Αυτό το χρήμα, μπορεί να ελέγχει τα κράτη (τις πολιτικές ηγεσίες), τις έχει μεταβάλει σε ομήρους, έχει μεταφέρει στο εσωτερικό των κρατών τις σχέσεις δύναμης που επικρατούν στις διακρατικές σχέσεις, έχουν μεταβληθεί δηλαδή, το σύστημα των αγορών από οικονομικά κυρίαρχο σε πολιτικά κυρίαρχο. Πολιτικά κυρίαρχο, αν το δούμε στις σημερινές συνθήκες, σημαίνει σε πολλά επίπεδα. Πρώτα πρώτα η αντίληψη ότι ο σκοπός της πολιτικής είναι ο σκοπός του συμφέροντος των αγορών και όχι των κοινωνιών. Όλη η σκέψη για την άρση της σημερινής κρίσης παραδείγματος χάρη, γίνεται στη βάση αυτής της πραγματικότητας. Πώς θα ξανακινήσει η αυτορρυθμιζόμενη οικονομία. Τι σημαίνει αυτορύθμιση; Αυτορύθμιση σημαίνει να είναι υπεράνω του νόμου. Να βάζει αυτή τους νόμους με τους όρους της δύναμης που έχει στην περίφημη λογική των αγορών. Η μεταβολή του πολίτη σε καταναλωτή και η συνεκτίμησή του ως καταναλωτή και όχι ως πολίτη. Απομειώνεται η έννοια, δηλαδή η ιδιότητα του πολίτη που έχει αποφασιστικό ρόλο. Και, βεβαίως, η ίδια η λογική αυτής της οικονομίας είναι που μεταβάλει και τον τρόπο λειτουργίας του κράτους. Γι’ αυτό και, λένε, ότι χρειάζεται μικρό κράτος, αποτελεσματικό, αλλά όταν τίθεται το ερώτημα προς ποια κατεύθυνση είναι για να εξυπηρετεί τον σκοπό των αγορών -άρα να δημιουργεί τις προϋποθέσεις μίας μετακίνησης του πλούτο από την κοινωνία των πολιτών ή την κοινωνία της εργασίας σε αυτούς που είναι οι συντελεστές των αγορών- και επομένως, διαπιστώνουμε σε αυτό το πλαίσιο, ότι έχει ανατραπεί αυτό που διαπιστώσαμε προηγουμένως που γινότανε όμως σε εξωθεσμική βάση, (στο πεδίο των συγκρούσεων δηλαδή και όχι μέσα στο σύστημα), η ισορροπία μεταξύ κοινωνίας και αγορών με κυρίαρχη πραγματικότητα για την εμπραγμάτωση αυτής της ανατροπής, το κράτος.

Και το ερώτημα εν είδει παρενθέσεως, είναι τι συμβαίνει στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει σημασία να το δούμε αυτό, διότι, πρώτον είμαστε μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επομένως θα πρέπει να το συνεκτιμήσουμε, να έχουμε κατά νουν δηλαδή του τι συμβαίνει στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή. Αλλά συγχρόνως, έχει σημασία διότι ένας από τους κυριότερους συντελεστές στη λειτουργία αυτού του συστήματος είναι η Ευρώπη και δη, η πολιτική Ευρώπη· η Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Τι συμβαίνει εκεί; Όπως ξέρουμε, η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργήθηκε γιατί οι κυρίαρχες χώρες της Ευρώπης από αποικιοκρατικές περιήλθαν σε μία αδυναμία που, ουσιαστικά συνίστατο στο ότι είχαν συνθλιβεί ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Σοβιετική Ένωση. Και, επιχειρήθηκε, -προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ανάχωμα προς την κατεύθυνση της Σοβιετικής Ένωσης (του υπαρκτού σοσιαλισμού)- επιχειρήθηκε να ανασυγκροτηθεί ο ευρωπαϊκός κόσμος με πρόσημο την ευρωπαϊκή ταυτότητα. Η ευρωπαϊκή ταυτότητα είναι υπαρκτή. Το πολιτικό της πρόσημο απουσίαζε. Αυτή τη στιγμή λοιπόν, το δίκαιο της ανάγκης οδηγεί στην διαμόρφωση της ευρωπαϊκής κοινότητας και στη συνέχεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διαπιστώνουμε όμως ότι αυτή η ευρωπαϊκή κοινότητα (η Ευρωπαϊκή Ένωση) δεν οικοδομείται στη βάση αυτού που πολλοί διακηρύσσουν ως ιδεώδες, της ομοσπονδίας. Και το ερώτημα είναι «γιατί»; Εάν η Ευρώπη (έχω πει κάποια στιγμή) θα είχε δημιουργηθεί –που δεν υπήρχε περίπτωση, αλλά το λέμε ως υπόθεση εργασία- τον 19ο αιώνα, θα ήταν ομοσπονδιακή. Η Ευρώπη του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα ή του 21ου αιώνα, δεν μπορεί να είναι ομοσπονδιακή. Και δεν μπορεί να είναι ομοσπονδιακή διότι ο κρατοκεντρισμός (δηλαδή τα κράτη-έθνη) έχουν παγιώσει την παρουσία τους, έχουν αποκτήσει μία αυθυπαρξία η οποία είναι «υπαρξιακή» για τις κοινωνίες τους, όχι μόνο για την ταυτότητα αλλά και για την ίδια τη λογική της θεμελιώδους κοινωνίας του σύγχρονου κόσμου και συνεπώς, δεν παραιτείται κανένα κράτος από αυτή την πραγματικότητα που έχει δημιουργηθεί και που αισθάνεται η κάθε κοινωνία ότι την υπηρετεί. Αυτό που συμβαίνει, είναι αυτό που συνέβη στον ελληνικό κόσμο στην περίοδο πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Δηλαδή, η Ευρώπη συγκροτείται σε συμπολιτεία. Συμπολιτεία και ομοσπονδία είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Η ομοσπονδία είναι η ύπαρξη πολιτειακών οντοτήτων με μία όμως κεντρική πολιτεία/κυβέρνηση/εξουσία η οποία κυβερνάει το σύνολο και έχει αποκλειστικές αρμοδιότητες και απευθείας αναγωγή και νομιμοποίηση στην κοινωνία τη σύνολη (παραδείγματος χάρη, Ηνωμένες Πολιτείες, Γερμανία, η σημερινή Ρωσία και ούτω καθεξής). Ενώ η συμπολιτεία είναι ένωση κρατών, καταρχήν ισότιμη ένωση κρατών, τα οποία συνδιαχειρίζονται και επομένως αν υπάρχει η ανάγκη (όπως υπάρχει πάντα) κεντρικών θεσμών, συγκροτούν και αυτούς τους κεντρικούς θεσμούς. Άρα, το πολιτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτή τη στιγμή που στην πραγματικότητα είναι ένα πολιτικό σύστημα χωρίς κράτος και άρα μία ατελείς συμπολιτεία, το πολιτικό λοιπόν αυτό σύστημα, συγκροτείται από τα επιμέρους κράτη κατά το σύστημα των κρατών. Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι ηγέτες των κρατών (δηλαδή οι φορείς της πολιτικής κυριαρχίας των κρατών) είναι εκείνοι οι οποίοι διοικούν είτε απ’ ευθείας τα συμβούλια είτε εμμέσως με διορισμένους το πολιτικό σύστημα της Ευρώπης στο σύνολο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Αυτό, έχει συνέπειες. Ότι και η ελάχιστη παρουσία της κοινωνίας που σημειώνεται εξωθεσμικά ή θεσμικά στο επίπεδο ενός εκάστου κράτους μέλους, δεν απαντάται. Είναι πλήρως απούσα δηλαδή η ευρωπαϊκή κοινωνία. Ένα το κρατούμενο. Δεύτερον, η διαχείριση του ευρωπαϊκού δημοσίου χώρου γίνεται κυρίως (ή και σχεδόν αποκλειστικά τις περισσότερες φορές) από τα κράτη και όχι από τους κεντρικούς θεσμούς του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Σημαίνει αυτό ότι, το κράτος, έχει συγχρόνως να διαχειριστεί το δικό του και το ευρωπαϊκό συμφέρον. Τον δικό του και τον ευρωπαϊκό δημόσιο χώρο. Και σε αυτή την διελκυστίνδα το πρόβλημα τίθεται ως προς την διαχείριση του ευρωπαϊκού και όχι του εθνικού δημοσίου χώρου, διότι η κάθε ηγεσία των χωρών ανάγεται σε μία νομιμοποιητική λειτουργία μέσα σε κάθε χώρα, στις κοινωνίες των χωρών και όχι σε μία ευρωπαϊκή κοινωνία. Ιδού λοιπόν το πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Και μέχρι σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, προσπαθούσε να λειτουργήσει με όρους συνέργειας των κρατών. Συνέργεια σήμαινε την αναζήτηση ομοφωνιών, συμβιβασμών και επομένως μίας λειτουργίας καταμερισμού ωφελημάτων και βαρών, που ωφελούσε όλον τον κόσμο, όλες τις χώρες. Αυτό που συμβαίνει σήμερα εν ολίγοις, είναι να διαπιστώνουμε ότι με αφετηρία την Ελλάδα που έδωσε την αφορμή -αλλά που όμως αργά ή γρήγορα θα οδηγούμασταν εκεί- έχουμε μία ανατροπή αυτής της λογικής του συστήματος. Δεν έχει ανατραπεί το σύστημα, αλλά αντί να είναι οι θεσμοί του συστήματος που να διαμορφώνουν τις πολιτικές, οι θεσμοί αυτοί στην πραγματικότητα λειτουργούν για να νομιμοποιούν πολιτικές αποφάσεις που υπαγορεύονται από μία χώρα. Τη Γερμανία εν προκειμένω. Και, συμβαίνει αυτό με έναν βίαιο τρόπο. Τι επιδιώκει η Γερμανία; Είναι εύκολο να δεχθεί κανείς -γιατί δεν το κρύβουν ουσιαστικά με τις πράξεις τους- ότι, θεσμοθετούν τη λογική του συστήματος των αγορών στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως σκοπό της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ως τρόπο λειτουργίας των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχουμε ζήσει μία περίοδο η οποία έχει πολύ ενδιαφέρον. Δεν είναι μόνο ότι έπαψε να υπάρχει ο κίνδυνος εξ ανατολών για την Ευρώπη, αλλά και ότι έπαψε η Γερμανία να αισθάνεται τις ενοχές για την αιματοχυσία που προκάλεσε στην Ευρώπη και στη διάρκεια του μεσοπολέμου με το ναζισμό και, στη διάρκεια του πολέμου. Αυτό όμως που στην πραγματικότητα συμβαίνει, είναι ότι μέσα από τη θεσμοθέτηση της λογικής των αγορών, μέσα από την επιβολή αυτής της πολιτικής για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, η Γερμανία επιδιώκει να πραγματοποιήσει στην «πολιτική» Ευρώπη αυτό που δεν μπόρεσε με τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους προηγουμένως. Δηλαδή, μία ηγεμονία. Γι’ αυτό και λέω πολύ συχνά, ότι, αν υπάρχει ένας κίνδυνος που πρέπει να σημειώσει κανείς πολύ περισσότερο από αυτό που γίνεται, είναι ότι η Γερμανία ιστορικά ανήκει πολύ λίγο στον ευρωπαϊκό πολιτισμό ως κοινωνία. Και αυτό πρέπει να ειπωθεί. Διότι από την εποχή που κατέλυσε τη δυτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία μέχρι την εποχή που συγκροτήθηκε σε κράτος, δεν έπαψε να λειτουργεί λεηλατικά επί της υπόλοιπης Ευρώπης. Μπήκε πολύ αργά στον πολιτισμό. Δεν αποτέλεσε ούτε μέρος της ρωμαϊκής επικράτειας. Και, μέσα από αυτήν τη διαδικασία βλέπουμε ότι λειτουργεί και σήμερα. Δεν έχει αίσθηση των ορίων της δύναμης. Τι έχουμε πει για τις διακρατικές σχέσεις; Ότι είναι σχέσεις δύναμης. Είναι σχέσεις βαρβαρότητας. Δεν υπάρχει ο πολίτης πέραν των πόλεων, πέραν των κρατών. Η έννοια του πολίτη που ενσωματώνει τις ελευθερίες που βιώνει σε μία κοινωνία δεν τις έχει αλλού. Είναι «άπολις» αλλού. Αλλά, είναι «άπολις» διότι επικρατούν οι σχέσεις δύναμης. Η Γερμανία λοιπόν αυτό που κάνει είναι να μεταβάλει σε «τυπικούς» τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να υπαγορεύει σχέσεις δύναμης στο εσωτερικό.

Τι μπορεί να υποθέσει κανείς ότι επιδιώκει: Εάν δούμε την πορεία μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ήδη κατά την περίοδο της Ost-Politik με τον Βίλλυ Μπραντ, που επεδίωκε ουσιαστικά την υπονόμευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά όταν αυτός κατέρρευσε το πρώτο που είχε να κάνει ήταν αφενός να διαλύσει τη Γιουγκοσλαβία (άρα μία δύναμη που θα μπορούσε αν ήταν ενωμένη να υπολογίζει στην περιοχή της Βαλκανικής, το υπογάστριο δηλαδή της Γερμανίας) και αφετέρου, να ενσωματώσει τις πρώην ζωτικές για τον υπαρκτό σοσιαλισμό για τη Σοβιετική Ένωση χώρες, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην πραγματικότητα δηλαδή, δημιούργησε εκεί, μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών, τον δικό της εσωτερικό ζωτικό χώρο. Δεν την ενοχλούσε πάρα πολύ το γεγονός ότι οι χώρες αυτές με τον φόβο της Ρωσίας πολιτικά ακολουθούσαν την Αμερική. Την ενδιέφερε να διεισδύει και να εγκαθιδρύσει αυτόν τον οικονομικά ισχυρό ζωτικό εσωτερικό χώρο. Η Ελλάδα είναι ένας επόμενος σταθμός σε αυτή τη διαδικασία. Αλλά δεν είναι μόνο η Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι, ένας στρατηγικός εταίρος, που είναι για πολλούς άλλους λόγους αναγκαίος για την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά για την οικονομική της επιφάνεια. Αυτό που επιδιώκεται είναι να εφαρμοστεί εδώ αυτό το οποία νομίζω ότι θα επιχειρηθεί για ένα μεγάλο μέρος των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συγκεκριμένα για τη ζώνη του ευρώ. Δηλαδή, μία εσωτερική περιφέρεια της Γερμανίας. Αν θελήσουμε να το δούμε αυτό σε επάλληλους κύκλους, θα διαπιστώσουμε ότι θα υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας στην Ευρωπαϊκή Ένωση που θα τον διευθύνει η Γερμανία με τη Γαλλία και δύο τρεις άλλες χώρες, στη συνέχεια η περιφέρεια που θα είναι σε αδυναμία και θα είναι ουσιαστικά η εσωτερική αγορά του ενιαίου νομίσματος, μετά η υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση και βεβαίως ο υπόλοιπος κόσμος. Η Γερμανία δεν μπορεί να ηγεμονεύσει, να εξαντλήσει τα περιθώρια της φιλοδοξίας της, εάν δεν δημιουργήσει ένα κράτος μέσα στο κράτος, δηλαδή αυτούς τους όρους της ηγεμονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Γι’ αυτό και είπα ότι με φοβίζει αυτή η μη αίσθηση των ορίων της δύναμης. Γιατί μέσα στην φιλοδοξία αυτή που της επιτρέπει η εσωτερική της δύναμη, η δημιουργία αν θέλετε των προϋποθέσεων της αγοράς μέσα στην χώρα της πριν έρθει να την επιβάλει στις υπόλοιπες χώρες, η Γερμανία μπορεί να καταστρέψει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Γιατί, εάν το τραβήξει πολύ, θα δημιουργήσει αντιστάσεις. Και, στην απελπισία οι κοινωνίες δε μετράνε τα υπέρ και τα κατά σε μία πραγματικότητα που επιθυμούν, αλλά αντιδρούν και η αντίδραση αυτή δεν ξέρουμε μέχρι πού μπορεί να φτάσει ή τι αλυσιδωτές συνέπειες μπορεί να δημιουργήσει. Αυτός είναι ο κίνδυνος αυτής της πολιτικής που ακολουθείται αυτή τη στιγμή. Και, μπορούμε να το δούμε αυτό όχι τόσο στην Ελλάδα όσο στις αποφάσεις που λαμβάνονται αυτή τη στιγμή στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το σύνολο της Ευρωζώνης. Η Γερμανία, είναι ο δανειστής. Είναι αυτή που μπορεί να υπαγορεύσει αυτές τις προϋποθέσεις. Και διαπιστώνουμε ότι η Γαλλία, που κατά τη γνώμη μου θα αποδειχθεί ο μεγάλος ηττημένος –γιατί η Ελλάδα δε μπορεί να φιλοδοξήσει για να πει κανείς ότι είναι ηττημένος σε ευρωπαϊκό επίπεδο- (θα δούμε την επόμενη φορά ότι το πρόβλημα είναι διαφορετικό σε σχέση με την Ελλάδα), αλλά ο μεγάλος ηττημένος σε επίπεδο ευρωπαϊκών θεσμών/Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η Γαλλία. Διότι, επείσθη η παρούσα ηγεσία της Γαλλίας από τη Γερμανία, να συνταξιδέψουν μαζί σε αυτό το πλάνο της ηγεμονίας. Αλλά δε συνεκτίμησαν ότι η Γαλλία είναι ασθενής κρίκος μπροστά στη Γερμανία. Αντί δηλαδή η Γαλλία να συσπειρώσει τις άλλες χώρες που είναι σε αδυναμία και να δημιουργήσει έναν πόλο εξισορρόπησης ώστε να μην στήσει το χαλί της ηγεμονίας της Γερμανίας, κάνει ακριβώς το αντίθετο. Θυμίζει τη Γαλλία πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Που στο όνομα μιας ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, στην πραγματικότητα οδήγησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ακριβώς διότι δεν προνόησε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις αυτής της αντίστασης της εξισορρόπησης απέναντι στη γερμανική φιλοδοξία.


Απόσπασμα από τη σειρά διαλέξεων του Καθηγητή Γιώργου Κοντογιώργη, με θέμα "Ελληνισμός & κόσμος σήμερα".
Απομαγνητοφώνηση, Ελένη Ξένου.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου